Τον νέο ΚΟΚ θα τον πληρώσει ακριβά η κυβέρνηση. Ήδη δύο δημοσκοπήσεις είχαν κακά μαντάτα...

Ίμια 1996: Η διαχείριση της κρίσης, τα τραγικά αποτελέσματά της και οι συνέπειες

Ίμια 1996: Η διαχείριση της κρίσης, τα τραγικά αποτελέσματά της και οι συνέπειες

Ένα από τα ερωτήματα που καλείται κανείς να απαντήσει είναι το εάν και κατά πόσο η κρίση των Ιμίων του 1996 ήταν προβλέψιμη, άρα θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει προετοιμασία αντιμετώπισής της και αποτροπής της. Για την επέτειο των 15 χρόνων των θλιβερών γεγονότων που κατέληξαν στον θάνατο τριών στελεχών του Π.Ν. και της Ενόπλων Δυνάμεων, παρουσιάζουμε τις άγνωστες πτυχές από τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης που οδήγησαν στο τραγικό αποτέλεσμα και στην έναρξη διεκδίκησης ελληνικών εδαφών από την Τουρκία, που ήταν και το σημαντικότερο γεωπολιτικό αποτέλεσμα της ατυχούς έκβασής της.

 Η κρίση των Ιμίων δεν ήταν η πρώτη περίπτωση που η Τουρκία ήγειρε ζήτημα κυριαρχίας των νησίδων και των βραχονησίδων του Αιγαίου. Στα τέλη του 1989, κατά τη διάρκεια στρατιωτικής άσκησης, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τη βραχονησίδα Ζουράφα, εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.

Ένα από τα ερωτήματα που καλείται κανείς να απαντήσει είναι το εάν και κατά πόσο η κρίση των Ιμίων του 1996 ήταν προβλέψιμη, άρα θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει προετοιμασία αντιμετώπισής της και αποτροπής της. Για την επέτειο των 15 χρόνων των θλιβερών γεγονότων που κατέληξαν στον θάνατο τριών στελεχών του Π.Ν. και της Ενόπλων Δυνάμεων, παρουσιάζουμε τις άγνωστες πτυχές από τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης που οδήγησαν στο τραγικό αποτέλεσμα και στην έναρξη διεκδίκησης ελληνικών εδαφών από την Τουρκία, που ήταν και το σημαντικότερο γεωπολιτικό αποτέλεσμα της ατυχούς έκβασής της.

Τον Ιούνιο του 1991, λίγο πριν από την επίσκεψη του τότε Αμερικανού Προέδρου Τζορτζ Μπους στην Αθήνα, ο αρχηγός του τουρκικού Στόλου Ιλφάν Τινάζ είχε ισχυριστεί δημοσίως ότι οι βραχονησίδες του Αιγαίου δεν αποτελούν ελληνικό έδαφος.

Προσεγγίζοντας χρονικά το διάστημα της κρίσης παρατηρούνται στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η ελληνική πλευρά και τα οποία, αν μη τι άλλο, έπρεπε να κινητοποιήσουν την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Λίγα 24ωρα προ της κορύφωσης της κρίσης, οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες είχαν στη διάθεσή τους συνομιλία του ναύαρχου Ερκαγιά, αρχηγού του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ο οποίος κόμπαζε ότι η ιστορία των «γκρίζων ζωνών» ήταν «δικό του παιδί». Ως αρχηγός του τουρκικού Στόλου, ο Ερκαγιά φέρεται να είχε δώσει εντολές στις τουρκικές υπηρεσίες να ερευνήσουν τα αρχεία του τουρκικού κράτους και να εντοπίσουν νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο επί των οποίων η Τουρκία θα μπορούσε να εγείρει διεκδικήσεις.

Σε συνέντευξή του ο τότε υποδιοικητής της 14μελούς Ομάδας Υποβρυχίων Καταστροφών (ΟΥΚ), η οποία έλαβε διαταγή να φυλάξει την Ανατολική Ίμια αντιπλοίαρχος εν αποστρατεία Κωνσταντίνος Ματάλας κατηγόρησε ευθέως την τότε πολιτική ηγεσία ότι αγνόησε ξεκάθαρα σημάδια ότι οι Τούρκοι κάτι ετοίμαζαν στην περιοχή των Ιμίων, στοιχείο που είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού στο επίπεδο των ηγεσιών μονάδων και σχηματισμών των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.

 Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην προσάραξη στη μία βραχονησίδα τουρκικού εμπορικού πλοίου το οποίο και αρνήθηκε τη βοήθεια ελληνικών ρυμουλκών σκαφών, με το επιχείρημα ότι βρισκόταν σε τουρκικά χωρικά ύδατα.

Τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι οι ελληνικές υπηρεσίες ασφάλειας και τα αρμόδια υπουργεία είχαν σοβαρές ενδείξεις για τη «θεματική ενότητα» στην οποία θα επικεντρωθεί το τουρκικό ενδιαφέρον. Όταν, λοιπόν, προσάραξε στα Ίμια το φορτηγό «Φιγκέν Ακάτ», στις 26 Δεκεμβρίου 1995, θα έπρεπε να είχε διαγνωσθεί η κατάσταση ως δυνητικά επικίνδυνη. Αυτό δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι η Τουρκία, ή τουλάχιστον το επίσημο τουρκικό κράτος, είχε θέσει σε εφαρμογή κάποιο σχέδιο για να προκαλέσει κρίση.

Απλώς, όταν έχεις γνώση της γενικής κατεύθυνσης που έχουν πάρει τα πράγματα και αναμένεις να εκδηλωθεί πρόκληση κάποια στιγμή, τότε το συγκεκριμένο περιστατικό όφειλε να είχε αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός έπρεπε εξαρχής να θεωρήσει πως θα μπορούσε να αποτελεί μέρος κάποιας προκλητικής ενέργειας. Και μόνο με την υποψία ότι η Τουρκία θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει το περιστατικό, οι χειρισμοί θα έπρεπε να είναι τέτοιοι που δεν θα επιτρέψουν την κλιμάκωση, ώστε να ακυρωθούν στην πράξη τα νέα τουρκικά αναθεωρητικά σχέδια.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επαναλάβουμε την επιπόλαιη δημοσιοποίηση της ελληνικής πρόθεσης για την οικονομική αξιοποίηση των βραχονησίδων, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της νομικής επιχειρηματολογίας της Ελλάδας σχετικά με την κυριαρχία τους.

Θα πρέπει όμως να καταστεί σαφές ότι συχνά υπάρχει η τάση να αντιμετωπίζεται η Τουρκία ως μονολιθικό κρατικό μόρφωμα, όπου μια κάστα ανθρώπων απλά αποφασίζει και θέτει σε εφαρμογή επεκτατικά σχέδια εις βάρος της Ελλάδας. Στην περίπτωση της Τουρκίας γνωρίζουμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο γενικότερος προσανατολισμός της γειτονικής μας χώρας είναι «μη φιλικός» απέναντι στην Ελλάδα. Η Τουρκία είναι δυσαρεστημένη με το status quo και επιδιώκει την αλλαγή του.

Κατά συνέπεια νομιμοποιούμαστε να αντιμετωπίζουμε την Τουρκία με «καχυποψία», καθώς ουδέποτε έκρυψε τις αναθεωρητικές της βλέψεις. Αντιθέτως, τις διατυπώνει σε κάθε ευκαιρία με λόγια και με έργα. Κατά συνέπεια, κάθε περιστατικό που προκύπτει πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή, έχοντας πάντα «στο πίσω μέρος του μυαλού μας» την πιθανότητα να αποτελεί ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ των διεκδικήσεων.

Η Ελλάδα ασφαλώς πρέπει να αντιμετωπίζει τέτοια περιστατικά με καχυποψία, η οποία θα την οδηγεί σε νηφάλιες και ψύχραιμες κινήσεις που θα αποσκοπούν, ακόμη και προληπτικά, στη μείωση της έντασης. Η Ελλάδα οφείλει να επιδιώκει την αντιμετώπισή τους στην κατώτατη δυνατή βαθμίδα και να αποφεύγει την εμπλοκή των Ενόπλων Δυνάμεων που αποτελούν πρόσχημα για τον αντίπαλο «να κλιμακώσει κάθετα» την κρίση (vertical escalation). Όσα περισσότερα «σκαλοπάτια» προστεθούν στη «σκάλα κλιμάκωσης» (escalation ladder) τόσο μειώνονται και οι πιθανότητες ένα επεισόδιο να εξελιχθεί σε σημείο που να τεθούν οι εκατέρωθεν ένοπλες δυνάμεις αντιμέτωπες.

Ωστόσο άλλο πράγμα η «προδιάθεση καχυποψίας», που δικαιολογημένα θα παρουσιάζει η ελληνική πλευρά, και άλλο πράγμα να υλοποιείται αυθαίρετη «προέκταση της φαντασίας μας», σε βαθμό που να πείθουμε τους εαυτούς μας ότι, σε κάθε περιστατικό που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, βρισκόμαστε εξ ορισμού ενώπιον τουρκικής ίντριγκας που σκοπό έχει μέσω του συγκεκριμένου σχεδίου που βρίσκεται σε εξέλιξη να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Επειδή αυτό μπορεί να ακούγεται κάπως «παράξενο» στα αυτιά μερίδας των αναγνωστών μας, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι αποτελεί θεωρητικό σχήμα για τη διευκόλυνση της ανάλυσης και να δώσουμε λεπτομερείς εξηγήσεις, ώστε το επιχείρημά μας να γίνει επαρκώς κατανοητό:

– Καταρχάς, υπάρχει εξ ορισμού η πιθανότητα να αποτελεί τυχαίο περιστατικό ρουτίνας. Εάν δεν αντιμετωπισθεί με τη δέουσα προσοχή και μετριοπάθεια, είναι δυνατό να οδηγήσει σε σύγκρουση, της οποίας η έκβαση δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Με απλά λόγια, να προ κύψει μια «μη αναγκαία» σύγκρουση, από την οποία είναι δυνατόν να εξέλθουμε με απώλειες παντός είδους (στρατιωτικές, πολιτικές, διπλωματικές). Από τη στιγμή που βασικό επιχείρημα είναι ότι «η Ελλάδα είναι χώρα μη αναθεωρητική, είναι χώρα status quo», πρώτιστο μέλημά μας είναι να αποφύγουμε οποιαδήποτε εξέλιξη η οποία θα δώσει στον αντίπαλο τη δυνατότητα να επιχειρήσει την αμφισβήτηση της καθεστηκυίας διεθνούς τάξης στην περιοχή.

-Υπάρχει όμως και η περίπτωση ένα περιστατικό να αποτελεί όντως προσπάθεια δημιουργίας κάποιας κρίσης. Η «καχυποψία» και η προσοχή των ελληνικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη σε περιόδους που παρατηρείται πολιτική αστάθεια σε μία από τις δύο ή και στις δύο χώρες.

Η τουρκική μέθοδος «εξαγωγής εσωτερικής κρίσης» είναι επαρκώς γνωστή στην ελληνική πλευρά, καθώς επίσης και η εκμετάλλευση περιόδων πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα για τη δημιουργία ελεγχόμενων κρίσεων «βεβαίας έκβασης». Η κρίση στα Ίμια έχει πολλές ομοιότητες με αυτή την εκδοχή, καθώς ακόμη και οι «δημοσιογράφοι» της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ», που κατέβασαν την ελληνική σημαία από τα Ανατολικά Ίμια, ήταν γνωστοί στις ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας, ως προβοκάτορες με δράση στην περιοχή της Θράκης, πιθανότατα σχετιζόμενοι με τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες.

-Στην περίπτωση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα προσχεδιασμένο επεισόδιο περιστατικό, αυτό δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί απόφαση του συνόλου των πυλώνων ισχύος του τουρκικού κράτους. Μπορεί να το επιδιώκει το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας, οι στρατιωτικοί και οι μυστικές υπηρεσίες, χωρίς να υπάρχει εν προκειμένω η συναίνεση του πολιτικού κόσμου ή μέρους αυτού. Εάν η κατάσταση εξελιχθεί όπως επιθυμούν οι ακραίοι εθνικιστικοί κύκλοι της Άγκυρας, τότε νομοτελειακά θα προσχωρήσουν και θα στηρίξουν τις ενέργειές τους ακόμα και μετριοπαθείς πολιτικοί, σε μια προσπάθεια να καρπωθούν μέρος των πολιτικών ωφελειών που θα προκύψουν την επόμενη ημέρα.

Εάν, αντιθέτως, η Ελλάδα επιτύχει να αποτρέψει τα σχέδια του «βαθέος κράτους», τότε θα υπάρξουν πολιτικές δυνάμεις που θα δημιουργήσουν στο εσωτερικό της χώρας «αντιπολιτευτικό πόλο», κάτι που θα ενισχύσει τη σύγκρουση των «εθνικιστών» με τους «ευρωπαϊστές», έννοιες τις οποίες χρησιμοποιούμε με προσοχή, έχοντας επίγνωση της σχετικότητάς τους. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να αποτελεί τον εύκολο στόχο, που θα προσφέρει εύκολες και ανέξοδες «νίκες» στο τουρκικό κατεστημένο, οι οποίες και θα αξιοποιούνται στο πλαίσιο της προσπάθειας διατήρησης των εσωτερικών πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών του ατατουρκικού οικοδομήματος. Κατά συνέπεια, οφείλει να συμπεριφέρεται ως σοβαρό και οργανωμένο κράτος και να μην αποδεσμεύει, ελαφρά τη καρδία, πληροφορίες που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, όπως οι σχετιζόμενες με την οικονομική αξιοποίηση των βραχονησίδων.

-Στην περίπτωση των Ιμίων φαίνεται ίσως να ισχύει και μια τέταρτη εκδοχή. Ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία για το αν και κατά πόσο οι Τούρκοι επιθυμούσαν ή όχι να εγείρουν ζήτημα κυριαρχίας στις βραχονησίδες, δεν είναι απολύτως βέβαιο εάν επιθυμούσαν την εξέλιξη της ενέργειάς τους σε «θερμό επεισόδιο».

Πιθανότατα οι Τούρκοι, τουλάχιστον οι στρατηγοί, θα ήταν ικανοποιημένοι με τη διατύπωση/διακήρυξη μιας ακόμη διεκδίκησης έναντι της Ελλάδας. Από το σημείο αυτό μέχρι τον καταλογισμό συνολικής ευθύνης για την πρόκληση «θερμού επεισοδίου» υπάρχει μεγάλη απόσταση. Όπως εξηγείται στην παρούσα ανάλυση, σημαντικό μέρος της ευθύνης για την εξέλιξη του περιστατικού σε κρίση φέρει και η ελληνική πλευρά. Ο εγγενής φόβος των Τούρκων στρατηγών για τη διατήρηση της προνομιούχου, από πολλές απόψεις, θέσης που απολαμβάνουν στην τουρκική κοινωνία θα έπρεπε να αποτελεί τον καλύτερο «σύμμαχο» της Ελλάδας στην προσπάθεια για τη διατήρηση της σταθερότητας.

Η ευλαβική προστασία της στρατιωτικής ισορροπίας και η ξεκάθαρη και σθεναρή, αλλά και σώφρονα στάση, όσον αφορά τη διεκδίκηση των ελληνικών δικαιωμάτων, ελαχιστοποιεί τα περιθώρια εκδήλωσης «παράλογης» συμπεριφοράς. Η σωφροσύνη απαιτείται, ώστε να μην οδηγηθούν οι Τούρκοι στρατηγοί σε «αδιέξοδο» και θεωρήσουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή πέραν της στρατιωτικής σύγκρουσης. Το «κλειδί» της σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το κρατάει η ελληνική πλευρά, υπό την έννοια ότι το ζητούμενο είναι η βελτίωση της εικόνας που δίνει η Ελλάδα προς τα έξω.

Αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση η διαχρονική επίδειξη σωφροσύνης και σοβαρότητας στην αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας που είναι και θα παραμείνει δεδομένη, πέρα όμως από εθνικιστικούς παροξυσμούς και αμετροέπειες που θα ζημιώσουν νομοτελειακά τη χώρα.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις έγιναν με σκοπό να καταδειχθεί ότι, παρότι στο πλαίσιο ανάλυσης της Τουρκίας που υιοθετούμε, εκ των πραγμάτων υπάρχουν κάποιες «αξονικές» τοποθετήσεις/υποθέσεις, τις οποίες χρησιμοποιούμε ως αναλυτικά εργαλεία. Αυτό που θα πρέπει να διαφυλάσσεται με ευλάβεια είναι η αναλυτική ανεξαρτησία που θα επιτρέπει να εντοπίζονται όλες οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν σε καθεμία περίπτωση, η οποία έχει επιμέρους χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική. Στόχος της Ελλάδας πρέπει να είναι η άρνηση των επιδιώξεων της Τουρκίας, χωρίς την προσφυγή στην ένοπλη βία.

Σύμφωνα άλλωστε με τον περίφημο Κινέζο θεωρητικό του πολέμου Σουν Τσου, ο καλύτερος πόλεμος είναι αυτός που δεν γίνεται, όταν δηλαδή επιτυγχάνεις τους σκοπούς σου χωρίς μάχες! Η συγκεκριμένη αναφορά έχει διπλή αξία για μια μη αναθεωρητική χώρα που τάσσεται υπέρ της διατήρησης του status quo όπως η Ελλάδα. Ασφαλώς βέβαια θα πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να υπερασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα με αποτελεσματικό τρόπο, σε περίπτωση που η κατάσταση εξελιχθεί κατά τέτοιον τρόπο που δεν επιτρέπει την απεμπλοκή χωρίς να υποστεί βλάβη το εθνικό συμφέρον.

Κατά συνέπεια, επαναλαμβάνουμε, αποτελεί βασική προτεραιότητα να υπάρξει συμφωνία στο εσωτερικό της χώρας για την πολύ προσεκτική χάραξη «κόκκινης γραμμής» απέναντι στην Τουρκία, το να δεσμεύσουμε την αξιοπιστία μας ανακοινώνοντας δημοσίως ποια είναι η νοητή «γραμμή» από την οποία, εάν διέλθει η Τουρκία, θα έχει να αντιμετωπίσει τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Οφείλουμε να κοινοποιήσουμε προς φίλους και εχθρούς μέχρι ποιο σημείο είμαστε διατεθειμένοι να ανεχόμαστε προ κλητικές τους ενέργειες. Εάν δεν το πράξουμε, τότε «ανοίγουμε την πόρτα» στην Τουρκία να προβαίνει σε μικρά βήματα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, «σπρώχνοντας» το status quo συνεχώς προς το μέρος της.

Εάν όμως ορίσουμε αυτή την «κόκκινη γραμμή», θα συνεισφέρουμε στη διαμόρφωση του διεθνούς πλαισίου στο οποίο θα κινηθεί μια πι θανή κρίση, αφού κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και δευτερευόντως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γνωρίζουν πότε πλησιάζει «η ώρα της κρίσης», με αποτέλεσμα η πίεση να προσανατολιστεί κυρίως προς την Τουρκία. Βασική όμως προϋπόθεση για να ισχύει ο ανωτέρω συλλογισμός εί ναι να αποδείξουμε στην πράξη την αξιοπιστία μας, καθότι η Τουρκία νομοτελειακά θα προβεί σε ενέργειες που θα ελέγχουν την αξιοπιστία των ελληνικών διακηρύξεων, συνήθως με ενέργειες που θα παραβιάζουν οριακά την ελληνική «κόκκινη γραμμή».

Στόχος της θα είναι να τις καταστήσει στην πράξη αναξιόπιστες. Αυτό είναι και το κρίσιμο σημείο, καθώς θα συνεπάγεται μια περίοδο προκλήσεων και ίσως έντασης στις διμερείς σχέσεις. Εάν η Ελλάδα περάσει την εν λόγω «δοκιμασία» με επιτυχία, είναι λογικό να προσδοκά πως θα έχει «αγοράσει» περίοδο ειρήνης και σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία δεν έχει αποφασίσει να διακινδυνεύσει πολεμική αναμέτρηση.

Το πιο κλασικό ίσως παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε η Τουρκία ν’ απαξιώσει το δόγμα του «Ενιαίου Αμυντικού Χώρου» (ΕΑΧ) Ελλάδας-Κύπρου.

Εν μέρει το έχει επιτύχει. Η διατύπωση ενός δόγματος που δεν υποστήριξαν ή ακόμη και δεν κατανόησαν άπαντες οι εμπλεκόμενοι σταδιακά το απαξίωσε. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παραβιάσεις και οι παρενοχλήσεις ελληνικών αεροσκαφών στον εναέριο χώρο μεταξύ Καρπάθου και Κύπρου αυξήθηκαν γεωμετρικά μετά την εξαγγελία του δόγματος. Η αδυναμία υλοποίησής του σε στρατιωτικό επίπεδο ήταν δε δομένη, λόγω του πλεονεκτήματος που έδινε η γεωγραφική εγγύτητα της Τουρκίας με τη νήσο. Ωστόσο, ένα επιχείρημα που συμπεριλαμβανόταν στο δόγμα έδινε την απάντηση.

Εάν η Τουρκία επιτεθεί στην Κύπρο, ανέφερε το δόγμα, τότε θα πρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι θα έχει να αντιμετωπίσει την Ελλάδα με όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις που διαθέτει, η οποία δεσμεύεται να υπερασπίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ελληνική επίθεση όμως θα εκδηλωθεί σε σημείο που η Ελλάδα θα επιλέξει και θεωρεί ότι την ευνοεί, είτε στη Θράκη είτε κάπου στο Αιγαίο είτε όπου αλλού επιλέξει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα να αποδεχτεί το στρατιωτικό μειονέκτημα στο θέατρο επιχειρήσεων της Κύπρου. Ωστόσο, με την εκδήλωση της επίθεσής της διασφαλίζει στην Τουρκία ένα ακόμη μέτωπο, το οποίο δεν γνωρίζει εάν μπορεί να αντιμετωπίσει συνδυαστικά με το έτερο της Κύπρου.

Στη χειρότερη περίπτωση, θα αναγκαστεί να δεσμεύσει στρατεύματα για την αντιμετώπιση της Ελλάδας, τα οποία δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο μέτωπο της Κύπρου. Η Κύπρος έχει σημαντικές δυνατότητες να προβάλει σθεναρή αντίσταση και να μη δώσει στην Τουρκία μία εύκολη νίκη. Η εμπλοκή και της Ελλάδας θα διασφάλιζε τη γενίκευση της σύγκρουσης που θα επέσπευδε την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα.

Όταν εξαγγελθεί ένα δόγμα, πρέπει να υποστηριχθεί με λόγια και με έργα. Κυρίως όμως η έμφαση πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση «ενδιάμεσων» προκλήσεων, οι οποίες δημιουργούν δίλημμα για το αν και κατά πόσο εμπίπτουν στο διακηρυχθέν δόγμα. Επί παραδείγματι, η κατάληψη εκ μέρους της Τουρκίας μέρους της «νεκρής ζώνης», όπως είχε κάνει πριν από μερικά χρόνια στα Στροβίλια, με ποιον τρόπο αντιμετωπίζεται; Αυτό σημαίνει ότι το δόγμα που ανακοινώνεται πρέπει να είναι λεπτομερειακό, ενώ πιθανόν να απαιτείται και η διατύπωση διευκρινίσεων, που λειτουργούν και ως έμμεση υπόμνηση στον αντίπαλο ότι το δόγμα ισχύει απαρέγκλιτα.

Κατά συνέπεια, η δια τύπωση ενός δόγματος που θα είναι η «κόκκινη γραμμή» που θα χαράξουμε στην Τουρκία απαιτεί επεξεργασία σε πολλά επίπεδα και συμφωνία τουλάχιστον των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι ενέργειες αμφισβήτησής του από τους Τούρκους και να διατυπωθεί δημοσίως ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Ασφαλώς, βασική προϋπόθεση είναι η διατήρηση αξιόμαχων Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες να είναι σε θέση να επιβάλουν σοβαρότατο κόστος εάν ο αντίπαλος ξεπεράσει το όριο που έχει χαραχθεί.

Η εκπόνηση τέτοιου δόγματος θα μπορούσε να εκπονηθεί μεσοπρόθεσμα, εάν ιδρυόταν Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στελεχωμένο από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, πάντα σε συνεργασία, τουλάχιστον με τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας. Το τελευταίο διάστημα παρουσιάζεται κινητικότητα γύρω από τη σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με την εκπόνηση δύο μελετών, εκ των οποίων η μία εκδόθηκε και σε βιβλίο (Ντόκος, Τσάκωνας).

Η άλλη μελέτη, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως ως ακόμα λεπτομερέστερη, εκπονήθηκε από τους ειδικούς του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων που ανήκει στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Αμφότερες οι μελέτες, θα πρέπει να τραβήξουν την προσοχή της σημερινής πολιτικής ηγεσίας, εάν επιθυμεί να λάβει αποφάσεις. Η ουσία είναι ότι, παρά τις διαφορές που εντοπίζονται γύρω από τη δομή και την αποστολή ενός τέτοιου οργάνου, άπαντες αναγνωρίζουν την ανάγκη δημιουργίας του. Αυτό ίσως αποτελεί και το «κλειδί» για την αντιμετώπιση μίας εκ των πλέον βασικών παθογενειών στην Ελλάδα, όπως αυτή προέκυψε από την ανάλυση της κρίσεως στα Ίμια: τη συνέχεια του κράτους, την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίζει τέτοιες κρίσεις απελευθερωμένος από τις όποιες στερεοτυπικές πεποιθήσεις ή απλά την όποια απειρία του κάθε ηγέτη.

Οι παράμετροι της κρίσης

Ως γενεσιουργός αιτία της κρίσης θα μπορεί να θεωρηθεί η ρηματική διακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών προς την ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα, με την οποία υποστηριζόταν ότι τα Ίμια αποτελούσαν τουρκικό έδαφος.

Μία ακόμη κρίσιμη στιγμή ήταν η διαρροή του περιστατικού στα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, πιθανότατα μέσω του ενημερωτικού δελτίου «Εμπιστευτικό Γράμμα», το οποίο αποκάλυψε την τουρκική πρόκληση (ρηματική διακοίνωση), σημειώνοντας ορθώς ότι πρόκειται για την πρώτη αμφισβήτηση ελληνικού εδάφους από την Τουρκία. Η εξέλιξη αυτή ήταν εξαιρετικά σημαντική για να επιχειρηθεί η απόκρυψή της από τους Έλληνες πολίτες. Ακόμη και αν η δημοσιοποίηση του περιστατικού είχε αποφευχθεί, η πολιτική ηγεσία θα όφειλε να βρει τον κατάλληλο τρόπο να ενημερώσει τον ελληνικό λαό.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το βράδυ της Τρίτης 30 Ιανουαρίου 1996 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο πρωθυπουργικό γραφείο στη Βουλή, αμέσως μετά την τηλεφωνική συνομιλία του πρωθυπουργού με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, ο οποίος εξέφρασε τους φόβους του για κλιμάκωση της κρίσης και ζήτησε τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων για την αποφυγή της πολεμικής σύγκρουσης.

Η δικαιολογία που προβάλλει ο πρώην πρωθυπουργός είναι ότι η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου για τη διεξαγωγή της σύσκεψης, παρουσία του Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχου Λυμπέρη, είναι πως δεν επιθυμούσε τη δημιουργία της εντύπωσης ότι βρισκόμασταν μπροστά σε πολεμική κρίση, θεωρώντας τη ως «λάθος μήνυμα». Το πρόβλημα, αναφέρει στο βιβλίο του ο κ. Σημίτης, ήταν πολιτικό και έπρεπε να αντιμετωπιστεί με πολιτικά μέσα και όχι με μία στρατιωτική επιχείρηση.

Με αυτό το σκεπτικό αρνήθηκε τη μετάβαση στο ΕΘΚΕΠΙΧ του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, μετά από σχετική αναφορά του υπουργού Εθνικής Άμυνας Γεράσιμου Αρσένη, ο οποίος μετέφερε «πρόταση» της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Αποτέλεσμα, να μην μπορεί να επικοινωνήσει ο διοικητής της ΕΥΠ ναύαρχος (ε.α.) Λεωνίδας Βασιλικόπουλος με τον Α/ΓΕΕΘΑ για να του μεταφέρει κρίσιμα μηνύματα που περνούσαν στην ελληνική πλευρά οι Αμερικανοί μέσω του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Μπιλ Ρ. (Αλέξης Παπαχελάς, ΒΗΜΑ, 13/11/2005). Χάθηκε χρόνος για τη μετάβασή του στη Βουλή και όταν ζήτησε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, ο κ. Σημίτης μέσω της γραμματέως του τον παρέπεμψε να μιλήσει με… το γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Τάσο Μαντέλη!

Η συγκεκριμένη ενέργεια του τότε πρωθυπουργού αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο προ έβαλε τα προσωπικά του στερεότυπα και την ιδεολογική του απέχθεια απέναντι στις μυστικές υπηρεσίες στην πολιτική του κρίση. Με τον πρωθυπουργό ο κ. Βασιλικόπουλος μίλησε μετά από μία ώρα, ενώ στο μεταξύ το γραφείο του τον ειδοποιούσε για συνεχή τηλεφωνήματα του σταθμάρχη της CIA.

Σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι και ο μεσολαβητικός ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήταν ιδιαιτέρως επιτυχής. Στην κορύφωση της κρίσης υπήρχαν τρία/τέσσερα κανάλια επικοινωνίας, τα οποία συχνά δεν έλεγαν τα ίδια πράγματα, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η ούτως ή άλλως υπάρχουσα σύγχυση της ελληνικής πλευράς.

Ο πρωθυπουργός μιλούσε με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, ο υπουργός Εξωτερικών μιλούσε με τον Αμερικανό ομόλογό του Ουόρεν Κρίστοφερ και ενίοτε με τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας με τον ομόλογό του Ουίλιαμ Πέρι και ο διοικητής της ΕΥΠ με στελέχη της CIA στην Αθήνα. Η συγκέντρωση όλων των ανωτέρω στο πλαίσιο του ΚΥΣΕΑ στο ΕΘΚΕΠΙΧ θα είχε μειώσει την ασάφεια και θα επέτρεπε τη διατύπωση πολύ ασφαλέστερων εκτιμήσεων, που με τη σειρά τους θα οδηγούσαν σε ορθότερες πολιτικές επιλογές.

Η εικόνα του χειρισμού της κρίσης (crisis management) από ελληνικής πλευράς δεν μπορεί να περιγραφεί παρά ως φαιδρή. Ο κ. Σημίτης δεν γνώριζε και δεν βρέθηκε κανείς να τον πείσει με κάποιο τρόπο ότι το ΕΘΚΕΠΙΧ διαθέτει όλες τις δυνατότητες παρακολούθησης της κατάστασης μαζί με όλους τους υπεύθυνους για το χειρισμό της κατάστασης.

Η μη επίσημη σύγκληση του ΚΥΣΕΑ στον προβλεπόμενο χώρο σε περίπτωση κρίσης έδωσε λάθος μηνύματα στην άλλη πλευρά. Κατέστησε σαφές ότι η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να «χοντρύνει» το παιχνίδι και ότι επιθυμεί την αποκλιμάκωση «πάση θυσία» με πολιτικά και διπλωματικά μέσα. Τόσο από πλευράς Αμερικανών όσο και από πλευράς Τούρκων είχε γίνει αντιληπτό ότι μόνο ο τότε Α/ΓΕΕΘΑ εξέφραζε τη σκληρή γραμμή.

Αυτό σημαίνει πως το επιχείρημα Σημίτη ότι θα περνούσε μήνυμα στρατικοποίησης της κατάστασης μπορεί εύκολα να αντιστραφεί: οι δυνατότητες που προσφέρει το ΕΘΚΕΠΙΧ θα συνέβαλλαν μέσω των ορθών αποφάσεων που θα λαμβάνονταν στην αποκλιμάκωση της κατάστασης. Το περίεργο είναι πως δεν βρέθηκε κάποιος να του το εξηγήσει την κρίσιμη στιγμή.

Επιπροσθέτως, όλες οι κρίσεις που κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε πολεμικές αναμετρήσεις τυγχάνουν χειρισμού μέσα από τα κέντρα επιχειρήσεων, όπου υπάρχει πλήρης εικόνα της τακτικής κατάστασης και ασφάλεια επικοινωνιών. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν συνειδητοποιούσε ότι ο συλλογισμός που διατύπωνε περί της ανάγκης να αποφευχθεί η αποστολή «λανθασμένου μηνύματος» στην τουρκική πλευρά μέσω της παραμονής στο γραφείο του στη Βουλή, αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία που γελοιοποίησε τη χώρα, τουλάχιστον στα μάτια των πολιτικών ελίτ που γνωρίζουν στοιχειωδώς πώς χειρίζεται μία κυβέρνηση κάποια στρατιωτική κρίση. Το τεράστιο λάθος του κ. Σημίτη είχε ως αποτέλεσμα και την ανάγκη επικοινωνίας των πρωταγωνιστών με κινητά τηλέφωνα. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τίποτε περισσότερο, πέραν του ότι τη νύχτα που η χώρα κλήθηκε να χειριστεί μία τόσο σοβαρή κρίση όποιος επιθυμούσε να ακούσει τις κυβερνητικές συνομιλίες είχε εξαιρετικά εύκολη δουλειά…

Ακόμα και αν πίστευε ο κ. Σημίτης ότι το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπισθεί με πολιτικά μέσα, δεν είχε κανένα λόγο να το διακηρύττει με τρόπο που δημιουργούσε στον αντίπαλο την πεποίθηση ότι για την Ελλάδα δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δηλαδή να αποκλείει εκ προοιμίου κάποια από τις άλλες επιλογές που είχε στη διάθεσή του, συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής.

Η ειρηνική επιλογή εξ ορισμού αποτελεί την προτίμηση μίας δημοκρατικής, μη αναθεωρητικής χώρας, όχι όμως έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Πόσο μάλλον όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συμβιβασμός, από τη στιγμή της αποβίβασης Τούρκων κομάντος στα Ίμια, δεν θα σήμαινε τίποτε άλλο από την επισημοποίηση της ένταξης του όρου «γκρίζες ζώνες» στην «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Είναι εξαιρετικά πιθανό αυτή καθαυτή η ενέργεια κατάληψης της ελληνικής βραχονησίδας να ελήφθη λόγω της εικόνας που σχημάτισε η τουρκική πολιτική/στρατιωτική ηγεσία για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς.

Οι χειρισμοί λοιπόν του Έλληνα πρωθυπουργού απέστειλαν «λάθος μήνυμα». Σε ποιους όμως είναι το φυσικό ερώτημα που προκύπτει. Η λογική, έστω λίγο βεβιασμένη απάντηση είναι πως το μήνυμα απεστάλη στην τουρκική ηγεσία. Αυτό αποτελεί όμως τη μισή αλήθεια. Το μήνυμα στελνόταν την ίδια στιγμή και στον ελληνικό λαό, που παρακολουθούσε με αγωνία την κρίση. Σε αυτή την περίπτωση ο κ. Σημίτης απέκρυπτε την πραγματικότητα, ασφαλώς επιθυμώντας να αποφύγει τη δημιουργία πανικού. Δεν έχει νόημα όμως να μην ανησυχεί ο λαός όταν υφίσταται πραγματικός λόγος ανησυχίας. Αντιθέτως, ο ηγέτης οφείλει να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τον προετοιμάσει ψυχολογικά για την πιθανότητα που απαιτηθεί η ανάληψη στρατιωτικής δράσης.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός θα έπρεπε μάλλον να επιλέξει τη διατύπωση σύντομου διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό, με το οποίο θα διατύπωνε την ελληνική προσπάθεια για ειρηνική επίλυση της κρίσης. Ταυτόχρονα όμως θα έπρεπε να εξηγήσει πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση που διαμορφωνόταν και πως η χρήση στρατιωτικής βίας για την εκδίωξη των Τούρκων από το ελληνικό έδαφος δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί.

Με τον τρόπο αυτό ο πρωθυπουργός θα ενίσχυε αποφασιστικά την ελληνική αποτροπή, περνώντας το μήνυμα ότι η Ελλάδα έχει τη βούληση να υπερασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και πως ο αντίπαλος σφάλλει εάν θεωρεί ότι η πολιτική αστάθεια στη χώρα σημαίνει και παράλυση του κράτους, με παράλληλη «έκπτωση» στην υπεράσπιση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Ένα απλό διάγγελμα, προσεκτικά/διπλωματικά διατυπωμένο, δεν θα αποτελούσε ενέργεια κλιμάκωσης, ενώ, αντιθέτως θα επηρέαζε τη σκέψη της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας, εκτός του ότι θα ενίσχυε, ή θα δημιουργούσε κίνητρο στον Αμερικανό πρόεδρο να παρέμβει αποφασιστικότερα προς την πλευρά της Τουρκίας.

Ένα διάγγελμα δια τυπωμένο με σταθερή φωνή και αποφασιστικό τόνο θα ενίσχυε και το ηγετικό του προφίλ, που για το εξωτερικό τουλάχιστον αποτελούσε ζητούμενο, δεδομένου ότι ήταν εντελώς άγνωστος πολιτικός. Όλες οι ξένες υπηρεσίες, των τουρκικών συμπεριλαμβανομένων, θα ανέλυαν τη «γλώσσα του σώματος» του ηγέτη που χειρίζεται μία κρίση και θα εξήγαγαν συμπεράσματα που θα βοηθούσαν την προσπάθεια αποκλιμάκωσης της κρίσης.

Και μία ακόμη επισήμανση: Ο πρωθυπουργός που επιθυμούσε να στείλει μήνυμα στην Τουρκία ότι η κρίση είναι πολιτική και όχι στρατιωτική, για να καταδείξει την πρόθεσή του να μην τη στρατιωτικοποιήσει, όπως έχει δηλώσει, ήταν αυτός που διέταξε την αποστολή αγήματος των Ενόπλων Δυνάμεων και όχι κάποιας πολιτικής αρχής, όπως το Λιμενικό Σώμα, κίνηση η οποία αναμφισβήτητα συνέβαλε τα μέγιστα στην κλιμάκωσή της.

Δεν αποτελεί λοιπόν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς, ότι η ελληνική πλευρά κινήθηκε με τρόπο που κλιμάκωνε την κρίση, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε μηνύματα αποδιοργάνωσης και πλήρους σύγχυσης για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαχείρισή της.

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν έπρεπε να αποστείλει στρατιωτική δύναμη στα Ίμια. Αρκούσε, όπως αναφέραμε, η αποστολή προσωπικού του Λιμενικού Σώματος. Η ορθότητα της συγκεκριμένης επιλογής αποδεικνύεται και από την ελληνική στάση μετά την κρίση στα Ίμια, από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται παρόμοιες τουρκικές προκλήσεις σήμερα στην ίδια περιοχή.

Αυτό δείχνει ότι η ελληνική πλευρά έχει εξαγάγει τα σωστά συμπεράσματα έχοντας μελετήσει τι έγινε και δεν έγινε κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Ίμια. Εν κατακλείδι, η εικόνα της ελληνικής πλευράς, όπως «αναγνώστηκε» στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, έδωσε/πρόσφερε την ευκαιρία στην Τουρκία να δοκιμάσει εκ του ασφαλούς το νέο πρωθυπουργό, εξάγοντας πολύ επικίνδυνα συμπεράσματα. Πέραν της ανάδειξης της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», η Τουρκία κατόρθωσε να επιτείνει το εσωτερικό πρόβλημα της Ελλάδας και να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων οξύνοντας το πρόβλημα ασφαλείας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.

Επιπροσθέτως, από τη στιγμή που οι Τούρκοι στρατηγοί εκτίμησαν ότι η κρίση θα μπορούσε εκ του ασφαλούς να αποβεί προς όφελος της Τουρκίας, είχαν κίνητρο να κλιμακώσουν την κατάσταση. Πιθανή θετική έκβαση της κρίσης υπέρ της Τουρκίας θα συνεπαγόταν την πολιτική ενίσχυση της Τανσού Τσιλέρ και την ταυτόχρονη αποδυνάμωση του Ισλαμιστή Νετσμετίν Ερμπακάν.

Η επισήμανση αυτή όμως οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα αρνητικό συμπέρασμα όσον αφορά στους χειρισμούς του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή να κατηγορηθεί για έλλειψη πολιτικής γενναιότητας, καθώς, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει και συγγράψει έκτοτε, δεν βρίσκει να καταλογίσει στον εαυτό του το οποιοδήποτε λάθος! Το πλέον ακατανόητο μάλιστα είναι ότι στο ερώτημα τι θα άλλαζε εάν καλούταν να χειριστεί την ίδια κρίση, απαντά ότι θα προέβαινε στους ίδιους ακριβώς χειρισμούς.

Η δυσλειτουργία που παρουσιάστηκε στο σύστημα διαχείρισης κρίσεων οφείλεται μεταξύ άλλων και στις «δύσκολες» σχέσεις μεταξύ όσων θεσμικά καλούνταν να διαχειριστούν την κρίση.

Όλοι τους ήταν μέλη του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος εξουσίας που βρισκόταν σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή της ιστορίας του. Με τον ιστορικό του ηγέτη στο νοσοκομείο, αίφνης τέθηκε θέμα διαδοχής, όχι μόνο στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αλλά διαδοχής και στον πρωθυπουργικό θώκο. Μετά τις εσωκομματικές διαδικασίες αναδείχθηκε στην ηγεσία της χώρας και του ΠΑΣΟΚ ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος είχε ως σύνθημα τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας και μια σειρά από ιδέες/αντιλήψεις περί εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, τις οποίες δεν συμμεριζόταν το παλιό ΠΑΣΟΚ, το επονομαζόμενο «πατριωτικό».

Αυτό είναι ένα από τα βασικά σημεία που δημιούργησαν πρόβλημα και είχαν σοβαρό αντίκτυπο στο χειρισμό της κρίσης στα Ίμια. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Γεράσιμος Αρσένης, ο Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας πτέραρχος εν αποστρατεία Νίκος Κουρής και ο διοικητής της ΕΥΠ ναύαρχος (ε.α.) Λεωνίδας Βασιλικόπουλος αποτελούσαν όλοι στελέχη τοποθετημένα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου απολάμβαναν την εμπιστοσύνη.

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας είχε επανακάμψει «μετανοημένος» στο ΠΑΣΟΚ μετά την αποχώρησή του, την ίδρυση κόμματος και την έκδοση βιβλίου με τέτοιες καταγγελίες εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου προσωπικά, που καθένας θα νόμιζε ότι οι δύο άνδρες δεν θα υπήρχε περίπτωση να ανταλλάξουν ξανά κουβέντα.

Η ουσία είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου με την εκ νέου ενσωμάτωση του Γεράσιμου Αρσένη στο κόμμα και την τοποθέτησή του στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξουδετέρωσε έναν αντίπαλο που νομιμοποιούνταν να γνωρίζει πολιτικά παρασκήνια, άρα αποτελούσε σημαντικό δυνητικό κίνδυνο για την πολιτική του επιβίωση.

Επανερχόμενοι στην περίπτωση της διαχείρισης της κρίσης στα Ίμια από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ήταν φανερό ότι ο Κώστας Σημίτης δεν εμπιστευόταν το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ, εκτός του ότι δεν συμφωνούσε και με τις απόψεις που διατύπωνε η συγκεκριμένη πτέρυγα. Αποτέλεσμα της καχυποψίας του νέου πρωθυπουργού απέναντι σε αυτούς που θεσμικά θα έπρεπε να θεωρεί συνεργάτες του, ήταν να στη ριχθεί σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της νέας κυβέρνησης που θεωρούσε πολιτικούς του φίλους και εμπιστευόταν περισσότερο, παραμερίζοντας παράλληλα και τους υπόλοιπους, παρότι ήταν πολύ εμπειρότεροι από αυτόν.

Τα λάθη που διαπράχτηκαν ήταν κολοσσιαία και τα αποτελέσματα καταστρεπτικά. Εκτός αυτού, το άμεσο περιβάλλον του Κώστα Σημίτη, το πρωθυπουργικό επιτελείο, εμφανίστηκε με μια νοοτροπία του «εμείς τα γνωρίζουμε όλα, εμείς κάνουμε πλέον κουμάντο». Κάνοντας ασυναίσθητα προβολή των ιδεοληψιών και των στερεοτύπων που τους διακατείχαν στις πολιτικές αποφάσεις που ελήφθη σαν, αποτέλεσμα ήταν η χώρα να εμφανίσει εικόνα διάλυσης, να εμφανισθεί χωρίς συνέχεια, δηλαδή ουσιαστικά ακυβέρνητη, και να καταρρεύσει ο μηχανισμός χειρισμού κρίσεων.

Σε τελική ανάλυση το σύστημα που ήταν «εθισμένο» να λειτουργεί με έναν ηγέτη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ανδρέα Παπανδρέου και αντιμετώπιζε με ανησυχία/καχυποψία τον Σημίτη, ήταν αναμενόμενο να καταρρεύσει.

Η εικόνα αυτή που εισπράχθηκε από την τουρκική πλευρά είναι δυνατόν να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η τήρηση σκληρής και άκαμπτης στάσης ήταν επιλογή ελάχιστου δυνητικού κόστους για την Τουρκία. Κατά συνέπεια, η αποδιοργάνωση της ελληνικής πλευράς συνέβαλε στην κλιμάκωση της κρίσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει βιβλίο που εξέδωσε ο δημοσιογράφος της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ» Φαρούκ Μπιλντιριτζί, με τίτλο «Η λαίδη με τη μάσκα», στο οποίο προβαίνει σε ορισμένες άκρως αποκαλυπτικές επισημάνσεις.

Έχοντας εξασφαλίσει τα απόρρητα πρακτικά του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ισχυρίζεται ότι αρχικά η πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ, που βρισκόταν σε περιοδεία στην Αττάλεια, δεν έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην εξέλιξη της κατάστασης.

Τόσο στην ύψωση της ελληνικής σημαίας από το δήμαρχο Καλύμνου όσο και στην υποστολή της από τους Τούρκους δημοσιογράφους και την ανύψωση της τουρκικής, η αντίδρασή της ήταν «υποτονική», αρνούμενη να αναγνώσει τα σημειώματα που της απέστειλε για το θέμα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών.

Στη συνέχεια όμως, μετά από διαβεβαίωση συμβούλων του υπουργείου ότι ο «φάκελος Καρντάκ» είναι νομικά ισχυρός, αποκρύπτοντας τη διχογνωμία που υπήρχε στο υπουργείο, εμφανίστηκε με πολύ πιο ακραίες απόψεις περί της αντιμετώπισης της κατάστασης, τη στιγμή μάλιστα που οι στρατιωτικοί δίσταζαν να κλιμακώσουν την κρίση. Στο βιβλίο επίσης, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι τη νύχτα των Ιμίων η κ. Τσιλέρ κοιμόταν, απάντηση που είχε δώσει η βοηθός της στον αρχηγό του Ναυτικού ναύαρχο Ερκαγιά, ο οποίος την κάλεσε για να την ενημερώσει πως η επιχείρηση κατάληψης της αφύλακτης βραχονησίδας στα Ίμια είχε στεφθεί από επιτυχία! (Αλέξης Παπαχελάς, «Ο ρόλος της Τσιλέρ στα Ίμια», Το ΒΗΜΑ, Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 1999).

Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο χειρισμός από ελληνικής πλευράς ήταν ατυχέστατος και «κατόρθωσε» να απενεργοποιήσει τα «αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης» των Τούρκων στρατηγών, οι οποίοι αρχικά είχαν εμφανιστεί ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, καθώς επίσης και να τραβήξει την προσοχή της πρωθυπουργού Τσιλέρ, η οποία ίσως και να διέκρινε ευκαιρία ενίσχυσης της θέσης της στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας.

Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της κρίσης, η κ. Τσιλέρ φαίνεται πως αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση μπορούσε να αξιοποιηθεί πολιτικά, με αποτέλεσμα να μη διστάσει να κλιμακώσει περαιτέρω την κρίση. Στη συνέχεια, δεδομένης της εικόνας αποδιοργάνωσης που επικρατούσε στην Αθήνα στον τομέα χειρισμού της κρίσης, επικράτησαν εντός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου τα ακραία στοιχεία.

Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

 Η κρίση των Ιμίων δεν ήταν η πρώτη περίπτωση που η Τουρκία ήγειρε ζήτημα κυριαρχίας των νησίδων και των βραχονησίδων του Αιγαίου. Στα τέλη του 1989, κατά τη διάρκεια στρατιωτικής άσκησης, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τη βραχονησίδα Ζουράφα, εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
defencenet.ru
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο info3@pronews.gr και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.