Σε αυτές τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά στη μάχη των ιδεών. Αδιάψευστος μάρτυρας η σπουδή με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε το νεοδημοκρατικό αφήγημα για την ανάγκη μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της «μεσαίας τάξης».

Χαρακτηριστικό επίσης το ότι μέχρι στιγμής, το μεγαλύτερο ζήτημα στην προεκλογική αντιπαράθεση ήταν το ποιο από τα τρία κόμματα ζήτησε πρώτο την διατήρηση του αφορολόγητου. Η μείωση των φόρων έχει γίνει η πανάκεια για κάθε πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ως την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.

Πρόκειται φυσικά για υπεραπλούστευση. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις αποτελούν πράγματι αντικίνητρο για επενδύσεις. Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχουν άλλα πολύ σοβαρότερα αντικίνητρα για τα οποία δεν συζητάμε.

Αρκεί να σκεφτούμε τις εμβληματικές επενδύσεις των τελευταίων ετών για να δούμε ότι το ζήτημα της φορολογίας δεν μπήκε σαν ζήτημα ούτε καν από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. Από τον χρυσό στην Χαλκιδική, ως την COSCO και το Ελληνικό, άλλα είναι τα προβλήματα που απασχολούν τους επενδυτές. Για να μην θυμηθούμε το Costa Navarino και την πολύχρονη εμπλοκή του με την γραφειοκρατία.

Η ιδέα ότι αν απελευθερωθούν πόροι από τους φόρους η οικονομία θα αρχίσει μόνη της να πετάει είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη. Στην πραγματικότητα είναι οι αποφάσεις του κράτους, με θετικό ή αρνητικό τρόπο που είναι εξίσου ή και περισσότερο καθοριστικές. Φανερά ή όχι προσδιορίζουν την αναπτυξιακή πορεία αλλά και το ποιος και σε ποιο βαθμό ωφελείται.

Το είδαμε αυτό στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι ίσως οι αυτοκινητόδρομοι. Έχουμε καταφέρει να έχουμε πια εξαιρετικές εθνικές οδούς, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον κατασκευαστικό τομέα.

Το σιδηροδρομικό δίκτυο ωστόσο παραμένει οριακά στον 20ο αιώνα. Και βέβαια αυτό έχει συνέπειες σε όλη την οικονομία, στην ανταγωνιστικότητα των μεταφορών, στο καταναλωτικό μοντέλο που πριμοδοτούμε αλλά φυσικά και στο περιβάλλον. Ποτέ όμως δεν το συζητήσαμε. Άλλο, επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η φαρμακευτική δαπάνη όπου η φιλελεύθερη προσέγγιση των κυβερνήσεων Καραμανλή οδήγησε στον τριπλασιασμό της, στον πλουτισμό των εταιρειών και στην καταχρέωση των ασφαλιστικών ταμείων.

Ενισχύθηκε φυσικά η εγχώρια φαρμακευτική βιομηχανία, είναι συζητήσιμο όμως αν το ισοζύγιο κόστους οφέλους ήταν θετικό για τους πολίτες. Όσο για τους φορολογικούς συντελεστές είναι το τελευταίο που απασχολεί τους φαρμακοβιομήχανους.

Και βέβαια μπροστά μας έχουμε κρίσιμες επιλογές τις οποίες και πάλι δεν συζητάμε. Ο τομέας της ενέργειας είναι ενδεικτικός. Θέλουμε για παράδειγμα να επενδύσουμε στην εξόρυξη πετρελαίου; Που και με ποιους όρους ιδίως σε σχέση με το περιβάλλον; Κι αν υποθέσουμε ότι απαντήσουμε θετικά, είμαστε έτοιμοι από πλευράς υποδομών και εκπαίδευσης στελεχών για να αξιοποιήσουμε τις νέες ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν; Με δυο λόγια θα εκχωρήσουμε οικόπεδα ή θα μιλήσουμε για το μέλλον;

Έχει ενδιαφέρον ότι ανάλογοι προβληματισμοί αναπτύσσονται πλέον σε όλο τον κόσμο, ακόμα και σε χώρες κατ’ εξοχήν φιλελεύθερες όπως οι ΗΠΑ όπου όλοι οι δημοκρατικοί υποψήφιοι αλλά και ρεπουμπλικάνοι, μιλούν για την ανάγκη σχεδιασμένης βιομηχανικής πολιτικής. Στην Ευρώπη ανάλογες θέσεις υποστηρίζει πλέον και η Γερμανία.

Η μεταστροφή αυτή έχει πολλές αιτίες. Μια βασική είναι η όλο και ευρύτερη παραδοχή ότι οι αποφάσεις του κράτους αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας ακόμα και όταν αυτό δεν γίνεται με διαφάνεια.

Σε άρθρο του στον Guardian ο Robert Reich, πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Κλίντον, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στις ΗΠΑ οι τομείς που αναπτύχθηκαν, η αμυντική βιομηχανία, η βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου η φαρμακευτική βιομηχανία και φυσικά ο χρηματοπιστωτικός τομέας, σχετίζονται όλοι με πολιτικές της κυβέρνησης, κίνητρα και επιδοτήσεις που δόθηκαν. Και βέβαια η ανάπτυξή τους δεν ήταν πάντα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Η ακαδημαϊκός Marianna Mazzucato εξ άλλου έχει αποδείξει πώς ακόμα και η περίφημη Silicon Valley στηρίχθηκε σε τεχνολογία που αναπτύχθηκε χάρη στο κράτος.

Ένας δεύτερος παράγοντας που έχει οδηγήσει στην μεταστροφή είναι η Κίνα που υιοθετεί μια γεωστρατηγική προσέγγιση στην ανάπτυξη. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένα παράδειγμα.

Έριξε το βάρος της στο ντίζελ και ξεκίνησε αργά την έρευνα για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Στο μεταξύ η Κίνα είχε αποκτήσει σχεδόν μονοπώλιο στο κοβάλτιο, υλικό απαραίτητο για τις μπαταρίες. Ο ανταγωνισμός των κινέζικων σιδηροδρόμων εξάλλου ήταν πίσω από την προσπάθεια της γερμανικής κυβέρνησης να περάσει η συγχώνευση της Siemens με την Alstom αλλά και την πρότασή της για την δημιουργία «εθνικών και Ευρωπαϊκών πρωταθλητών», στο πρότυπο της Airbus.

Σε όλα αυτά υπάρχει προφανώς αντίλογος, υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι κρατικές ενισχύσεις είχαν τα αντίστροφα αποτελέσματα. Όμως είναι ζητήματα που πρέπει να συζητιούνται ανοιχτά.

Η αντίληψη ότι η αγορά τα λύνει μόνη της και τα λύνει υπέρ του κοινωνικού συνόλου, είναι ψευδαίσθηση. Το παράδοξο είναι ότι ενώ όλος ο κόσμος πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση, εμείς μοιάζει να πηγαίνουμε προς την αντίθετη. Ένας λόγος είναι σίγουρα η χρεοκοπία της αριστεράς και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Μπροστά στον ερασιτεχνισμό και τις ιδεοληψίες της, κάθε δόση φιλελευθερισμού αποτελεί πρόοδο. Ένας δεύτερος όμως είναι το ότι ο ορίζοντας όλων μας και βέβαια των κομμάτων, δεν φτάνει καν την εκλογική τετραετία. Η απάντησή μας στις στρατηγικές προκλήσεις του αύριο είναι καλύτερα το επίδομα και στο χέρι. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι «παροχές» της κυβέρνησης έγιναν με την συμφωνία αν όχι την πλειοδοσία της αντιπολίτευσης.