Έχουν περάσει οι εποχές που η τουρκική εξωτερική πολιτική εθεωρείτο πετυχημένη. Σήμερα οι σοβαροί αναλυτές διαβλέπουν αδιέξοδα και διλήμματα σε αυτή την πολιτική.

Το ισλαμικό νεοοθωμανικό καθεστώς του Ερντογάν θα χρειαστεί κάποια στιγμή να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Διότι παρά τους ρητορικές φανφάρες η Άγκυρα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύσκολα διλήμματα

Για όσους γνωρίζουν την ιστορία της Μέσης Ανατολής, στην περιοχή διαδραματιζόταν πάντα ένα μεγάλο παιχνίδι ισχύος. Καθώς πρόκειται για μια νευραλγική περιοχή, σταυροδρόμι πολιτισμών, θρησκειών και εμπορικών δρόμων, με τεράστιο ενεργειακό πλούτο που έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια, έχει μια ξεχωριστή γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία και είναι πεδίο τεράστιων ανταγωνισμών.

Το παιχνίδι ισχύος αφορά τοπικούς και διεθνείς παίκτες, αφορά μεγάλα συμφέροντα που διακυβεύονται σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, συμμαχίες που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα, υπόγειους ανταγωνισμούς με θρησκευτικό-ιδεολογικό πρόσημο αλλά και με γεωπολιτικό πρόσημο που πολλές φορές εκτοπίζει το πρώτο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία φιλοδοξούσε πάντα να διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο.

Ως ένα σημείο το πέτυχε σε όλη την περίοδο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σήμερα όμως η τουρκική εξωτερική πολιτική μοιάζει με ένα ανατολίτικο παζάρι όπου ο Ερντογάν προσπαθεί να κερδίσει όσα περισσότερα μπορεί από τη Μόσχα, την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες. Με τη Μόσχα δεν μπορεί να τραβήξει το σχοινί και συμμορφώνεται με όσα του επιβάλλει ο Πούτιν.

Ο οποίος δεν του επέτρεψε να εδραιωθεί όπως το ήθελε στη Συρία, κάτι στο οποίο άλλωστε αντιτίθενται και η Δαμασκός του Άσαντ αλλά και το Ιράν. Στις Βρυξέλλες έχει πάντα συμμάχους που τον βοηθούν να απορροφά τεράστια ευρωπαϊκά κονδύλια, παρά την αντίθεση τους στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ευρώπη είναι άλλωστε ο κύριος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Εκεί κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών εξαγωγών. Καθώς όμως η εχθρότητα των ευρωπαϊκών λαών απέναντι στην Τουρκία μεγαλώνει αυτό περιορίζει τις ευρωτουρκικές σχέσεις σε ένα μερκαντιλίστικο επίπεδο. Με την Ουάσιγκτον οι σχέσεις παραμένουν τεταμένες. Τα παζάρια που προσπάθησε να κάνει ο Ερντογάν με τον Τραμπ δεν απέδωσαν λόγω της αντίθεσης του Ισραήλ αλλά και του βαθέος αμερικανικού κατεστημένου που είναι μεν υπέρ των καλών σχέσεων με την Άγκυρα, αλλά δεν βλέπει με καλό μάτι την τουρκική εξάρτηση από τη Μόσχα.

Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής τρεις χώρες διεκδικούν ρόλο περιφερειακής δύναμης: Σαουδική Αραβία, Ιράν και Τουρκία. Από τις τρεις αυτές χώρες, η Τουρκία είναι σήμερα η χώρα με τα περισσότερα προβλήματα και τις περισσότερες αδυναμίες επειδή δεν διαθέτει ούτε την τεράστια οικονομική δύναμη της Σαουδικής Αραβίας, ούτε την ιδεολογική συνέπεια του Ιράν.

Η μόνη σταθερά της τουρκικής πολιτικής είναι οι επεκτατικές της επιδιώξεις σε βάρος των γειτόνων της, κάτι που προκαλεί την απέχθεια και την εχθρότητα τους. Παρ΄όλα αυτά πρέπει να αναγνωριστεί στην Τουρκία μια συνέπεια στους μακροπρόθεσμους νεοοθωμανικούς στόχους της.

Υπάρχει επίσης μια σταθερά στην τουρκική εξωτερική πολιτική, η προσκόλληση στην Ευρώπη και τη Δύση που έρχεται από πολύ μακριά, από την εποχή της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και παρά τις όποιες δυσκολίες η κατεύθυνση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει.

Σε ότι μας αφορά, ως Ελλάδα και Κύπρος έχουμε μια καλύτερη εικόνα στη διεθνή σκηνή απ΄ότι η Τουρκία. Και αυτό γιατί παρά τις όποιες αδυναμίες παρουσιάζει η εξωτερική πολιτική των δύο χωρών, βρίσκει μια νομιμοποίηση στη βάση των κυρίαρχων διεθνών αξιών και του διεθνούς δικαίου.

Αντίθετα η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από σπασμωδικές ενέργειες και ένα συνεχή νεοοθωμανικό ρητορικό αναθεωρητισμό καθώς και από την υιοθέτηση τυχοδιωκτικών πολιτικών αντίθετων με το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται και η πρόσφατη κατάφωρη παραβίαση των κυριαχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας με γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.

Είναι μια προσπάθεια της Άγκυρας να εμπλακεί στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της περιοχής και να μη αποκλειστεί από τη διανομή του τεράστιου ενεργειακού πλούτου της και επιπλέον να διαδραματίσει ρόλο στη μεταφορά του προς την Ευρώπη.

Για τον ίδιο σκοπό επιχειρεί να αποκόψει την Ελλάδα από την περιοχή διεκδικώντας τμήματα της ελληνικής ΑΟΖ και αμφισβητώντας την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών, ειδικά στην περιοχή του Καστελορίζου.

Είναι μια δύσκολη στιγμή και για την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά η Τουρκία δεν θα μπορέσει να κερδίσει το παιχνίδι με την Ευρώπη αντιμέτωπη στις ενέργειες της. Ελλάδα και Κύπρος διαθέτουν ισχυρά χαρτιά τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο με αποφασιστικότητα. Αποφασιστικός όμως παραμένει και ο αμερικανικός παράγοντας.

Η Τουρκία παρά την επιμονή της να αποκτήσει το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα, κρατά σχετικά χαμηλούς τόνους τελευταία απέναντι στην Ουάσινγκτον και επιμένει στο διάλογο για να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Ο Ερντογάν επενδύει πολλά στον Αμερικανό Πρόεδρο Τραμπ. Στην Ουάσιγκτον πολλά πράγματα θα κριθούν από την πίεση που θα ασκηθεί στον Τραμπ για να απoφευχθεί μια προσέγγιση του με τον Τούρκο νεοσουλτάνο με τον οποίο έχει πολλά κοινά. Εκεί χρειάζεται να επενδύσει η Αθήνα και η Λευκωσία. Άλλωστε και πέρα από τον Τραμπ υπάρχει ακόμη στην αμερικανική πρωτεύουσα ένα ισχυρό κατεστημένο που στηρίζει στην Τουρκία.

Συμπερασματικά θα χρειαστεί ακόμη χρόνος για να φανεί ποια κατεύθυνση θα πάρουν οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία. Αλλά είναι απίθανο να υπάρξει ρήξη όπως αυτή που οραματίζονται κάποιοι στην Κύπρο και την Ελλάδα. Όμως οι συνθήκες ευνοούν μια τουλάχιστον πιο ισορροπημένη αμερικανική πολιτική που δεν θα ευνοεί τoν τουρκικό επεκτατισμό.

Υπό τις περιστάσεις Αθήνα και Λευκωσία χρειάζεται να παρακολουθούν την κατάσταση με ψυχραιμία και προσοχή και να δρουν ανάλογα τόσο στην αμερικανική πρωτεύουσα όσο και στις Βρυξέλλες με τα στηρίγματα που διαθέτουν. Η Τουρκία δεν είναι άτρωτη και η εξωτερική της πολιτική αντιμετωπίζει δύσκολα διλήμματα.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι Πανεπιστημιακός, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ και μέχρι πρόσφατα επιστημονικός συνεργάτης του ΕΔΙΑΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.