Έφυγε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εκδότες: Ο Σάμης Γαβριηλίδης. Έφυγε ένας άνθρωπος που πρόσφερε πολλά στον πνευματικό χώρο της Ελλάδος. Έφυγε ένας φίλος από τα παλιά, αλλά και τα ένα συνοδοιπόρος μέχρι σήμερα. Γέννημα μιας γενιάς που δεν κατάφερε να «ενταχθεί» ακόμα και όταν εντάχθηκε! Για μέρες δεν είχα κουράγιο να γράψω τίποτα γι’ αυτόν που εξέδωσε τα γραπτά χιλιάδων από εμάς. Σήμερα μέρα της «εξόδου» του κάθισα από το πρωί κι έγραψα κάτι από την μικρή ιστορία μας.

Στη μνήμη του. Σε όσα ζήσαμε από νεαροί μέχρι σήμερα. Άλλοι ίσως γράψουν περισσότερα. Αυτά τα λίγα που έγραψα τα αποθέτω σαν ένα μπουκέτο μνήμες την μέρα της εξόδου του…

Τον εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη, που έφυγε προχτές σε μια στιγμή που είχε και την γνώση και την ωριμότητα να δώσει ακόμα σημαντικό έργο, τον γνώρισα πριν πολλά χρόνια στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Πλέθρο, πίσω από το ΕΜΠ. Ήταν το 1978. Κι ήταν μαζί με τον Λουκά. Έγραφα σε ένα γνωστό νεολαιίστικο περιοδικό της εποχής περί πολιτισμού και πολιτικής. Και με κάλεσαν στην παρουσίαση του βιβλίου του τελευταίου των υπερρεαλιστών ποιητών και διεθνούς φήμης τεχνοκριτικού Νίκολας Κάλας. Από την μια ο Κάλας τότε ήταν καταξιωμένος τεχνοκριτικός στη Νέα Υόρκη και από την άλλη ο υπερρεαλισμός μόλις είχε ξανασυστηθεί στην ανήσυχη νεολαία της μεταπολίτευσης.

Ο Λουκάς και ο Σάμης με κάλεσαν στην εκδήλωση – σε ένα θεατράκι της οδού Σταδίου. Φτάνοντας μου είπαν και οι δύο: «αν δεις στο τέλος και δεν ρωτάει κανείς κάνε μια ερώτηση εσύ για να ξεκινήσει συζήτηση». Συγκατένευσα. Και πήγα στα «ορεινά» της αίθουσας. Ο Κάλας μας μίλησε για την σχέση του με την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Δόξασε την αρχαιότητα και έριξε στο «πυρ το εξώτερον» το Βυζάντιο. Είμαστε περίπου 200 νέοι, στην πλειοψηφία φοιτητές, και τον ακούγαμε. Όταν τέλειωσε έπεσε βουβαμάρα.

Σηκώθηκα κάπως αμήχανος από τα "ορεινά" και τον ρώτησα γιατί ήταν τόσο αφοριστικός με το Βυζάντιο. Κατά το ήμισυ ήταν απορία, κατά το άλλο ήμισυ γιατί με είχαν παροτρύνει οι δύο φίλοι. Σε όλους είχε φανεί πολύ βίαιη η επίθεση. Ο Κάλας εξέλαβε την ερώτηση σαν θέση και απάντησε με ακόμα μεγαλύτερη αφοριστικότητα. Αυθόρμητα ανταπάντησα. Ήταν μια εποχή εικονοκλαστική και αρνητική στους αφορισμούς. Έγινε ένας μικρός έντονος διάλογος.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε από μια άκρη της αίθουσας νευριασμένος ο γνωστός κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου και είπε: «Δεν ήρθαμε να ακούσουμε εσάς κύριε, αλλά τον Κάλας» Σιώπησα αμήχανος. Όμως ξεσηκώθηκε όλο το νεανικό ακροατήριο εναντίον… του Αργυρίου! Φώναζαν: «άσε το παιδί να ρωτήσει. Ποιος είσαι εσύ;»Ο Αργυρίου θύμωσε περισσότερο και δήλωσε πως αποχωρεί. Αλλά μαζί του αποχώρησε και όλο το ακροατήριο εκνευρισμένο από την στάση του!

Μέσα σε τρία λεπτά είχαμε μείνει στην αίθουσα, εγώ, ο Κάλας, ο Λουκάς και ο Σάμης! Κατέβηκα δειλά λέγοντας: «με συγχωρείτε ρε παιδιά είπα να κάνω μια ερώτηση» Κι ο πάντα φλεγματικός Σάμης είπε θυμοσοφικά: «κι έγινε χαμός…» Ο Κάλας δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε χαιρέτισε ευγενικά και ακουμπώντας στο μπαστούνι του έφυγε αργά προς την οδό Σταδίου. Ήταν η πιο σουρεαλιστική επιστροφή του μεγάλου σουρεαλιστή της γενιάς του '30! Και το μόνο που μπορώ να πω είναι πως: «ήμουν κι εγώ εκεί!»

Το περιστατικό κατά παράξενο τρόπο μας έδεσε μα τον Σάμη. Τον συναντούσα επί δεκαετίες. Κυρίως στο μικρό βιβλιοπωλείο εκδοτικό στην οδό Μαυρομιχάλη. Εκεί έκανε στις γιορτές των Χριστουγέννων ένα μεγάλο πάρτι στο πεζοδρόμιο. Μαζευόμασταν πολλοί: γνωστοί και άγνωστοι, καταξιωμένοι λογοτέχνες, επίδοξοι ποιητές, παλιοί αιρετικοί κάποτε σύντροφοι, παιδιά της διακίνησης των βιβλίων του και τόσοι άλλοι. Ψυχή όλων πάντα ήταν αυτός ο παράξενα φλεγματικός, ιδιότυπα φιλικός, ενίοτε χειμαρρώδης και συχνά κοφτός και λιγομίλητος Σάμης Γαβριηλίδης.

Εκείνη την περίοδο με συμβούλευσε σε παρουσιάσεις βιβλίων μου. Εκεί συζητήσαμε ώρες ατελείωτες για την λογοτεχνία και την πολιτική. Για τη ζωή και τα μελλούμενα. Για τον Πέτρο Μάρκαρη και τον Θοδωρή Καλλιφατίδη.

Τον Μάρκαρη τον ήξερα. Και μέσω Σάμη έκανα και μια μεγάλη παρουσίαση του έργου του στην Απογευματινή. Τον Καλλιφατίδη τον γνώρισα την ίδια περίοδο. Μας πήγε ένα μεσημέρι ο Σάμης για φαγητό σε γνωστό εστιατόριο στο κέντρο και τα είπαμε με μια παρέα δημοσιογράφων.

Τον Σάμη τον ξανασυνάντησα πάλι στο Μοναστηράκι. Στη γνωστή γωνιά Crimes &Poems. Περάσαμε δεκάδες ώρες συζητώντας. Στην παρέα κάποτε ο Ολύμπιος Δαφέρμος, ο Νίκος Χριστοδουλάκης και κάποιοι άλλοι που δεν θυμάμαι. Στις αρχές του 2017 του πήγα το τελευταίο βιβλίο μου που εξηγούσε το πως η μοντέρνα ελληνική ποίηση των Γκάτσου, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου κλπ πέρασε στο ελληνικό τραγούδι από τους Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Ήταν ανάπτυξη μιας διάλεξης που έκανα το 2013 σε διεθνές συνέδριο για τον ελληνικό πολιτισμό στο πανεπιστήμιο Λεμονόσοφ της Μόσχας.

Ο Σάμης στην αρχή ήταν απορριπτικός λέγοντας: «μπα, δεν με ενδιαφέρει αυτό το βιβλίο». Του το άφησα με το θάρρος της γνωριμίας μας κι έφυγα. Σε δύο μήνες με πήρε ξαφνικά τηλέφωνο λέγοντας: «Έλα αμέσως το βγάζω. Το διάβασα και με ενδιαφέρει. Θέλει βέβαια λίγη επιμέλεια.» Πήγα ενθουσιασμένος. Μου έκανε μια σειρά υποδείξεις. Όλες σωστές. Μου έκανε υποδείξεις και για το φωτογραφικό υλικό και την μετατροπή των έγχρωμων φωτογραφιών κυρίως σε ασπρόμαυρες. Μου φάνηκαν λάθος. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο τέλος 2017 αρχές του 2018 είδα πως ο Σάμης είχε δίκιο.

Στο εξώφυλλο δουλέψαμε μαζί. Έφτιαξε ότι καλύτερο. Ενθουσιαστήκαμε και οι δύο. Ότι ξεκίνησε με αμφιβολία τέλειωσε με ενθουσιασμό. Θυμάμαι πως το πίστεψε και είχε τον τρόπο να το κάνει γνωστό δίνοντας το σε επιλεγμένους δημοσιογράφους και κριτικούς. Έτσι το βιβλίο γνώρισε πολύ καλή υποδοχή.

Προσπάθησε και για μια παρουσίαση. Αλλά εγώ ήμουν αλλού…

Έκτοτε εκτός από φίλοι πέρασα αδιόρατα και στον κύκλο των δημιουργών, που ο Σάμης με τρόπο συμπεριελάμβανε στην παρέα του. Και είχαμε την ευκαιρία μερικά βράδια να κάτσουμε μέχρι αργά στο Crimes & Poems και να συζητήσουμε για τα παλιά. Σε μια από αυτές τις συζητήσεις κάθισε γελώντας και μου εξήγησε την αντίδραση του Κάλας το 1978. Χωρίς να το καταλάβω τον είχα ρωτήσει στο πιο λεπτό σημείο του. Η αρχαία Ελλάδα ήταν γι’ αυτόν το όριο του ωραίου. Το Βυζάντιο δεν το άντεχε. Μου εξήγησε πολλά που δεν ήξερα για τον Κάλας. Γελούσαμε ώρα. Συμφωνήσαμε – μετά 40 χρόνια – πως κατά λάθος – νεαροί τότε και οι δύο – πρωταγωνιστήσαμε σε ένα σουρεαλιστικό γεγονός από αυτά που μόνο στην εποχή του Αντρέ Μπρετόν συνέβαιναν.

Ένα από αυτά τα βράδια – μείναμε μέχρι αργά – μιλήσαμε για πιο προσωπικές αναφορές: την ζωή του, την ζωή της μητέρας του, που επέζησε του ολοκαυτώματος, την πρώτη επαφή μου από ένα βιβλίο για την ιστορία του Ισραήλ. Ήμουν 15 χρονών και μου το δάνεισε ο θείος ενός φίλου μου που ήταν Εβραίος. «Και έμενε κάπου στην Αχαρνών» κατέληξα. Με κοίταξε και η έκπληξη του ήταν μεγάλη. Αυτός που μου είχε δώσει και διάβασα πριν δεκαετίες την ιστορία του Ισραήλ ήταν ο θείος του Σάμη! Μετά έμαθα πως κάποιος που δουλεύαμε μαζί στο Θησείο και μου είχε πει απίστευτες εμπειρίες για την διαδρομή των Εβραίων της Ισπανίας μέχρι την Ελλάδα ήταν φίλος του! Ο Σάμης τότε άρχισε να κατεβάζει βιβλία και να εξηγεί ασταμάτητα για την ζωή των Εβραίων. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο χειμαρρώδη, τόσο ζωηρό, τόσο οικείο. Είπαμε να επαναλάβουμε εκείνη την βραδιά. Όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ…

Ο Σάμης έφυγε προχτές. Την τελευταία φορά που τα είπαμε – πριν λίγο καιρό – καταφέραμε και διαφωνήσαμε πολιτικά για μια ακόμα φορά! Όπως στη νιότη μας. Ζωηρός, αφοριστικός, ευθυτενής, παρά την αρρώστια. Μου θύμισε κάτι από τον Κάλας της νιότης μας. Ήταν ένας αριστερός σουρεαλιστής της πολιτικής. Ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Ήταν μια διαχρονική αναφορά ποιότητας και σκέψης της γενιάς μας. Μια διαχρονική αναφορά στάσης ζωής και καλλιεργημένου εκδότη. Αν κάποιον θύμιζε στον τρόπο που έκρινε και επέλεγε τα προς έκδοση βιβλία ήταν κάπως τον αείμνηστο Μίμη Δεσποτίδη των εκδόσεων Θεμέλιο. Αν και πολύ διαφορετικός είχαν και οι δύο μια ποιότητα και μια ευθύτητα που σπάνια συναντάς στη ζωή και στις εκδόσεις.

Η διαφορά τους ήταν πως ο Σάμης είχε στοιχεία της δικής μας κάποτε εξεγερμένης γενιάς. Μόνο που αυτός έμεινε από την αρχή μέχρι το τέλος ο εαυτός του. Ήταν η επιτομή μιας γενιάς που αρνήθηκε να "ενταχθεί" ακόμα και όταν εντάχθηκε. Ήταν ο φίλος που συνάντησα πρώτη φορά σε ένα σουρεαλιστικό συμβάν όπου όλοι διαφώνησαν με όλους και που μείναμε στο τέλος να κοιταζόμαστε απορημένοι για το πως τα καταφέραμε. Και συνάντησα για τελευταία φορά διαφωνώντας εντελώς πολιτικά. Έφυγα σκεπτικός περιμένοντας τον επόμενο γύρο, για να συμφωνήσουμε. Δεν προλάβαμε…

Ο κύκλος που άνοιξε πριν 40 και πλέον χρόνια έκλεισε ξαφνικά ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 2020 όταν η κόρη μου είπε στο πρωινό τραπέζι. Πέθανε ο φίλος και εκδότης σου, ο Σάμης Γαβριηλίδης!… Κι έμεινα κεραυνόπληκτος.

Έτσι ξαφνικά τέλειωσαν όλα όσα ζήσαμε. Δεν προλάβαμε να συμφωνήσουμε στον επόμενο γύρο. Δεν θα υπάρξει επόμενος γύρος. Ο Σάμης Γαβριηλίδης, ο φίλος μιας εποχής, ο εκδότης τόσων μεγάλων επιτυχιών, αλλά και τόσων επίδοξων ποιητών και συγγραφέων, ο δημιουργός μιας σχολής και μιας στάσης ζωής δεν υπάρχει πια. Μένουμε με τις μνήμες μας. Μένουμε με διάσπαρτες αναμνήσεις του. Μένουμε με ότι ζήσαμε και είναι δύσκολο πια να μοιραστούμε.

Ένας αποχαιρετισμός κι ένα μοίρασμα εμπειριών και στιγμών το κείμενο αυτό. Για ότι ζήσαμε. Για όσους ενδιαφέρει ο Σάμης και για μια εποχή που φεύγει μαζί του. Για μια εποχή που την θυμόμαστε κι έτσι την ξαναζούμε, όπως έγραψε κάποτε ο Μαρσέλ Προυστ…

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Αντίο φίλε…