Η πεμπτουσία του θεοσώστου μηνύματος της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης είναι η Ανάσταση του Χριστού. Από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την ημέρα της Αναλήψεως στα χείλη και στις καρδιές των Πιστών αντί άλλου χαιρετισμού ακούγεται το Χριστός Ανέστη.

Η Χριστιανοσύνη χωρίς το γεγονός της Ανάστασης του Θεανθρώπου θα ήταν ένα από τα πολλά φιλοσοφικά συστήματα, μια ηθικιστική διδασκαλία και τίποτε άλλο. Παρόλο που ο ορθός ανθρώπινος λόγος την Ανάσταση θεωρεί «μωρία», για μας τους χριστιανούς είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Σωτηρίας μας, η ελπίδα ότι «συναναστησόμεθα».

Θα αναστηθούμε μαζί με τον Κύριο Ιησού, θα γίνουμε μέλη της ευχαριστιακής κοινωνίας.

Αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα του Αγγέλου, σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, μεταφέρθηκε από μια Γυναίκα στους Αποστόλους και δι΄αυτών στην ανθρωπότητα. Απορεί κάποιος και δικαιολογημένα δεν ξέρει πώς να εξηγήσει το φαινόμενο, μια γυναίκα που στην ανθρωπογεωγραφία της Παλαιστίνης στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, καταφρονεμένη από την ανδροκρατία και καταπιεσμένη κοινωνικά από παντού, σε μια εποχή που ήταν κατάρα από τον Γιαχβέ να έχεις γεννηθεί γυναίκα, μια γυναίκα να αξιώνεται να ακούσει πρώτη αυτή την αγγελική ιαχή Χριστός Ανέστη!

Πρώτη η αγία Μαρία η Μαγδαληνή, τη μόνη που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης και την πρώτη από τις άλλες μυροφόρες που ονομάζουν και οι τρεις Συνοπτικοί. Αυτή κάποια στιγμή απομακρύνθηκε από τις άλλες φίλες της που ήταν απασχολημένες με τις αγορές μύρων και άλλων αρωμάτων με τα οποία, σύμφωνα με τα νεκρικά έθιμα των Ιουδαίων, θα άλειφαν το νεκρό σώμα του Ιησού και οδηγημένη από τη θερμή αγάπη της στο Ραβί (μακριά από μας οι σκηνές της καζαντζακικής μυθοπλασίας) έτρεξε μόνη προς το μνήμα.

Έφθασε, όπως λέει ο Ιωάννης, συμφωνώντας με την πρώτη περιγραφή του Μάρκου, «πρωί σκοτίας έτι ούσης» (Ιωάνν. 20:1). Αλλά από ό, τι είδε μόλις έφτασε, έμεινε κατάπληκτη. Δεν ήξερε βέβαια τίποτα για τους στρατιώτες που έβαλαν το Σάββατο για να φυλάσσουν το μνημείο κι επομένως δεν απόρησε για την απουσία τους. Παρατήρησε όμως ότι η κυκλική πέτρα που έφρασσε το τάφο είχε μετακινηθεί και η είσοδος ήταν άδεια.

Τι είχε συμβεί; Ποιος αλήθεια θα την πληροφορούσε για ό, τι είχε συμβεί;

Όχι βέβαια οι καθυστερημένες φίλες της που σκορπίσθηκαν ανά την πόλη για να αναζητήσουν αρώματα, τώρα πια ανωφελή και άχρηστα. Τώρα έπρεπε να αποταθεί στους μαθητές. Αυτοί ίσως ήξεραν πώς ανοίχθηκε ο τάφος και μετέφεραν το σώμα. Στο μεταξύ οι φίλες της: η άλλη Μαρία, h μητέρα του Ιακώβου, η Σαλώμη, η Ιωάννα και «οι λοιπές μαζί με αυτές» (Λουκ. 24:10) τέλειωσαν τις αγορές και ξεκίνησαν για το μνήμα. Αλλά στο τελευταίο διάστημα του δρόμου θυμήθηκαν μια άλλη δυσκολία που ως τώρα δεν είχαν σκεφθεί.

Η μεγάλη πέτρα που έφρασσε τις θύρες του μνημείου. Ποιος θα αποκυλίσει το λίθο αυτό; (Μάρκ. 16:3). Ξέρουμε από άλλες πηγές πως αυτές οι κυκλικές πέτρες ήταν μεγάλες και βαριές και οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν βέβαια μόνες τους να τη μετακινήσουν. Αλλά μόλις έφτασαν «αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι ανακεκύλισται ο λίθος, ήν γάρ μέγας σφόδρα».

Έκπληκτες όχι λιγότερο από τη Μαρία τη Μαγδαληνή, αλλά λιγότερο ένθερμες από αυτήν, συνωθούνται προς τα μέσα του μνημείου. Δεν βρήκαν όμως το σώμα του Κυρίου Ιησού. Κι ενώ βρίσκονταν σε απορία για το γεγονός αυτό και ιδού παρουσιάσθηκαν σ’ αυτές άξαφνα δύο άνδρες με στολές που άστραφταν από λαμπρότητα. Ενώ αυτές τις κατέλαβε μεγάλος φόβος και έγερναν το πρόσωπό τους με ευλάβεια στη γη, είπαν εκείνοι προς αυτές: Γιατί ζητάτε ανάμεσα σε νεκρούς αυτόν που είναι ολοζώντανος; Δεν βρίσκεται εδώ, αλλά αναστήθηκε (Λουκ. 24: 6).

Στον Μάρκο υπάρχει το ίδιο γεγονός με μικρές όμως παραλλαγές (Μάρκ. 16:6-7).

Να παρατηρήσουμε εδώ ωστόσο ότι οι γυναίκες αυτές είχαν την χειρότερη υποδοχή ως μάρτυρες της αναστάσεως του Ιησού στην πρώτη χριστιανική κοινότητα. Βλέπετε πως και ανάμεσα στους αγίους χριστιανούς μας τα ταμπού και τα κοινωνικά στερεότυπα επηρεάζουν την αλήθεια και προσβάλλουν την υπαρξιακή μας ελευθερία. Όταν οι ευσεβείς γυναίκες γύρισαν από το μνημείο και ανέφεραν στην ομάδα των Μαθητών του Χριστού ότι το βρήκαν κενό και επανέλαβαν το άγγελμα των αγγέλων, τα λόγια τους φάνηκαν «ωσεί λήρος (=φλυαρία)».

Εδώ η αγία Μαθήτρια του Ιησού, η Μαρία η Μαγδαληνή που ανέφερε ότι είδε τον Ιησού ζωντανό και ότι της μίλησε, δε βρήκε καμία πίστη. Αλλά ακόμα κι αργότερα, όταν οι Απόστολοι και όλη η Εκκλησία πείσθηκαν αδιάσειστα και επίσημα για την ανάσταση του Χριστού, παρέμεινε πάντα μια κάποια τάση στο να μη επικαλούνται τις μαρτυρίες αυτών των γυναικών.

Ενδεικτικό πειστήριο της διάκρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών που παρατηρείται στις κοινωνίες του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα ιδιαίτερα στο τομέα της αξιοπιστίας πάνω στο κορυφαίο και μοναδικό γεγονός της Ανάστασης του Θεανθρώπου είναι το περίφημο χωρίο όπου ο άγιος Παύλος μνημονεύει στην Πρώτη επιστολή του Προς Κορινθίους πολλούς μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού, μεταξύ των οποίων όμως καμιά γυναίκα δεν περιλαμβάνεται (15:4-8). Όλες είναι μαρτυρίες ανδρών: καμιά όμως γυναικός.

Εν προκειμένω, θα συμφωνούσε κανείς με την εξήγηση που δίδει ο G. RICCIOTTI στο βιβλίο του Ο Βίος του Ιησού Χριστού, ότι είναι σφόδρα πιθανόν αυτή η στάση της επίσημης εκκλησίας να υπαγορευόταν από μια συνετή δυσπιστία και φρόνηση, για να μη δώσουν στους Ιουδαίους και στους ειδωλολάτρες την εντύπωση ότι πολύ επιπόλαια πίστευαν σε μαρτυρίες φαντασιόπληκτων και οραματιζόμενων γυναικών.

Φαίνεται πως σε όλες τις προηγούμενες εποχές και σε μεγάλο βαθμό και στις πολιτισμένες κοινωνίες του σήμερα δεν ισχύει ούτε και εφαρμόζεται ο θεόπνευστος λόγος του «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Απόστολος Παύλος, Προς Γαλάτας 3:28).

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης, Θεολόγος και δρ. Φιλολογίας