«Πωλείται όπως είναι επιπλωμένο», σε αυτήν την κατάσταση δυστυχώς δείχνει ότι θα βρεθεί μεγάλο κομμάτι της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας μας. Αυτής της «βαριάς βιομηχανίας», όπως την χαρακτήρισαν, που καλείται εν μέσω περιορισμών του κορωνοϊού να επιβιώσει.

Με θολό τον ορίζοντα επαναλειτουργίας της, με υγειονομικά διαβατήρια, περιορισμούς στην διαθεσιμότητα και ακυρώσεις και επιστροφές προκαταβολών από πρακτορεία.

Οι ενέσεις θάρρους που θέλουν την Ελλάδα ως ιδανικό προορισμό γι’ αυτό το καλοκαίρι, καθώς είχε λιγότερα κρούσματα από την Ιταλία και την Ισπανία π.χ., καταρρέουν από δηλώσεις όπως αυτή του Γερμανού ΥΠ.ΕΞ.! Ο οποίος διαμηνύει στους συμπατριώτες του να ξεχάσουν τις μαζικές διακοπές του παρελθόντος.

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο τουρισμός φέτος στην Ελλάδα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα φυτοζωήσει.

Το πρόβλημα όμως είναι πως αυτός αντιστοιχεί στο 30% περίπου του ΑΕΠ και απορροφά πάνω από 20% της εργασίας. Χωρίς να υπολογίζουμε τα παράλληλα επαγγέλματα (τροφοδοσία, λιανεμπόριο), χωρίς να υπολογίσουμε την εστίαση που και αυτή καλείται να λειτουργήσει στο ίδιο αρνητικό περιβάλλον.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, τα μαντάτα για την ελληνική οικονομία φαντάζουν τρομακτικά όσο κι αν παίζουν με τους αριθμούς ύφεσης και ανάπτυξης οι αρμόδιοι υπουργοί.

Η πραγματική οικονομία αντιμετωπίζει λουκέτα, ανεργία, δανειακό στραγγαλισμό και έλλειψη ρευστότητας. Χρειάστηκε λοιπόν μία πανδημία και μία καραντίνα για να καταρρεύσει αυτή η «μεγάλη ιδέα» της ανάπτυξης που εδραζόταν στον τουρισμό και στην παροχή υπηρεσιών. Όπως πριν μία δεκαετία κατέρρευσε η «βαριά βιομηχανία» της οικοδομής από μία κρίση του τραπεζικού συστήματος.

Μετά την κατάρρευση αυτής της οικοδομικής ανάπτυξης, τι ακολούθησε; Τα διάφορα μνημόνια και ο ΕΝΦΙΑ. Και αμέσως μετά οι μαζικές πωλήσεις ακινήτων σε ξένους από Έλληνες ιδιοκτήτες που δεν μπορούσαν επωμιστούν τα βάρη συντήρησης των σπιτιών και ιδιοκτησιών τους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να προβλέψει τη μαζική πώληση ξενοδοχειακών μονάδων, καταλυμάτων και επιχειρήσεων εστίασης που θα ακολουθήσει το φετινό τσουνάμι της μη πληρότητας και των άδειων θερέτρων και καταστημάτων.

Τα αρπακτικά δεν μπορούν καν να περιμένουν να ολοκληρωθεί αυτή η κρίση. Ήδη γνωρίζουμε στο νομό Ηρακλείου και στην Κέρκυρα μονάδες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους που είτε πωλήθηκαν είτε παζαρεύονται διαδικτυακά από ξένους.

Φανταστείτε τι έχει να γίνει τον χειμώνα όταν οι επιχειρήσεις θα κληθούν να πληρώσουν τα σπασμένα της καραντίνας και της υποτονικής σεζόν που θα ακολουθήσει.

Φιλοξενούμενοι στον τόπο μας

Ξεκίνησαν με τα σπίτια, ακολούθησαν τα αεροδρόμια, οι μαρίνες, τα λιμάνια (αυτές τις ημέρες διαπραγματεύονται αυτά της Αλεξανδρούπολης, Ηγουμενίτσας, Βόλου και Ηρακλείου).

Ο κύκλος θα συνεχιστεί με τα ξενοδοχειακά φιλέτα και τις επιχειρήσεις εστίασης. Το πού θα τελειώσει αυτό το ξεπούλημα δεν γνωρίζουμε, μιας και το μόνο που θα έχει μείνει στην πατρίδα μας θα είναι τα αγροτεμάχια, αλλά γιατί όχι μετά από ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, να τα δούμε και αυτά να δίνονται έναντι πινακίου φακής.

Δεν ζούμε εξάλλου σε μία παγκοσμοιοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται. Απλά στην χώρα μας, οι πολιτικοί καταφέρνουν να τα δίνουν μισοτιμής.

Οι πολιτικοί και οι πολιτικές ανεξαρτήτως χρώματος, που εγκληματικά κατήργησαν την κάθε μορφή παραγωγής (βιομηχανική, βιοτεχνική) ή περιόρισαν δραστικά άλλες όπως η αγροτική, η αλιεία, η εξόρυξη ορυκτού πλούτου. Οι πολιτικές των «θαυμάτων» του χρηματιστηρίου, της οικοδομής, του τουρισμού οδήγησαν και οδηγούν στο μεγάλο αυτό ξεπούλημα του εθνικού και ιδιωτικού πλούτου της Ελλάδας.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Γιατί μία χώρα με τέτοιο ιστορικό και φυσικό πλούτο είναι λογικό να επενδύει στον τουρισμό. Αλλά δεν μπορεί να περιμένει να ζήσει μόνο από αυτόν και κυρίως δεν μπορούν οι πολίτες να ωθούνται μονοθεματικά στην παροχή υπηρεσιών. Μήπως, λοιπόν, ήρθε ο καιρός να δούμε την οικονομία ως μέρος μίας εθνικής στρατηγικής που θα κοιτά το όλον και το ντόπιο συμφέρον, αντί αυτό των ξένων αγορών;