Από τις εκδόσεις “Παρέγκλισις” κυκλοφόρησαν προσφάτως επίκαιρα κριτικά σημειώματα του Giorgio Agamben υπό τον ενιαίο τίτλο “Μόλυνση, επιδημία, κατάσταση εξαίρεσης” (μτφ.: Π. Καλαμαράς, 2020· πρβλ. και το αφιέρωμα “Ο Agamben & η επιδημία του φιλοσόφου”, εις: Νέος Ερμής ο Λόγιος, Έτος 10ο, Τεύχ. 20, α΄ εξάμηνο 2020, σελ. 68 επ.). O Ιταλός φιλόσοφος, ο οποίος έχει δεχθεί τα πυρά όλων εκείνων που επικροτούν τα ληφθέντα μέτρα για την αντιμετώπιση της λεγόμενης υγειονομικής κρίσης με πρωτοφανή φανατισμό, σαν να μην υπάρχει δικαίωμα στην αμφισβήτησή τους (πρβλ. την θέση του συναδέλφου Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος στο από 25.3.2020 άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή είχε χαρακτηρίσει τον μεν Agamben “προκλητικό στοχαστή”, τις δε απόψεις του “παλαβές”!), φωταγωγεί κάποιες αθέατες όσο και δυσάρεστες πτυχές της διαμορφωθείσας κατάστασης.

«Τα πρόσφατα μέτρα», σημειώνει ο συγγραφέας, «μεταμορφώνουν εκ των πραγμάτων και εκ δικαίου κάθε άτομο σε εν δυνάμει μολυντή, ακριβώς όπως εκείνα [που] σε σχέση με την τρομοκρατία θεωρούσαν εκ των πραγμάτων κάθε πολίτη εν δυνάμει τρομοκράτη». Και πράγματι: Αρκεί να θυμηθούμε την ταλαιπωρία ή και τον εξευτελισμό που υφίσταντο στην προκορωνοϊκή εποχή οι επιβάτες αεροπορικών πτήσεων, οι οποίοι στο όνομα της ασφάλειας όφειλαν ενίοτε προ του ελέγχου να μείνουν σχεδόν “γυμνοί”, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι εν τέλει ο ήχος από τον ανιχνευτή μετάλλων ήταν απλώς ένα οχληρό για τον υποψήφιο επιβάτη καμπανάκι με προληπτική αξία για το “συλλογικό καλό” της ασφαλούς πτήσης.

Κι όπως οι επιβάτες μιας αεροπορικής πτήσης, οι οποίοι στην κορωνοϊκή εποχή υφίστανται ήδη ένα πολύ μεγαλύτερο μαρτύριο ελέγχου και περιορισμών, συναινούσαν εν τέλει στην οιονεί απογύμνωσή τους ενώπιον του ελεγκτικού υπαλλήλου του αεροδρομίου, έτσι και τώρα οι πολίτες σχεδόν ολόκληρου του πλανήτη φοβούμενοι ότι, όντας ενδεχομένως ασυμπτωματικοί φορείς, είναι ενδεχόμενο να μεταδώσουν τον ιό στους άλλους ή να μεταδοθεί σε αυτούς από τους άλλους, έδειξαν ότι δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτε άλλο «πέρα από τη γυμνή ζωή»: Εμφανίσθηκαν «διατεθειμένοι να θυσιάσουν πρακτικά τα πάντα, τις φυσιολογικές συνθήκες ζωής, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, μέχρι και τη φιλία, τα συναισθήματα και τις θρησκευτικές και πολιτικές τους πεποιθήσεις μπροστά στον κίνδυνο να αρρωστήσουν». Κεφαλαιώδους σημασίας το ακόλουθο ερώτημα που θέτει ο Agamben: «Και τι είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από την επιβίωση;».

Σημειωτέον ότι το “συλλογικό καλό”, το οποίο ως τέτοιο βρίσκεται στο απυρόβλητο των περί πατερναλισμού επικρίσεων (κατά τον ίδιο λόγο που από την διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών τίθεται σε κίνδυνο το υπερατομικό αγαθό της δημόσιας υγείας· επ’ αυτού βλ. π.χ. Βαθιώτη, Η πατερναλιστική ιδεολογία ως εξηγητικό πρότυπο του Ποινικού Δικαίου, Ποινικά Χρονικά 2019, σελ. 561 επ., 567), λειτούργησε ως αποστομωτική επωδός για την ανοχή τής ακόμη εν ισχύι παγκόσμιας περιστολής των ατομικών δικαιωμάτων μετά την “επίθεση στους Δίδυμους Πύργους”. Τηρουμένων δε των αναλογιών, το ίδιο “συλλογικό καλό” λειτούργησε ως “διανοητικό φερμουάρ” για τους αμφισβητίες της δικαιολογητικής βάσης των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων που ως σκοπό είχαν την αναχαίτιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Και συνεχίζει ο Agamben: «Ακόμη πιο θλιβερός από τους περιορισμούς της ελευθερίας που συνεπάγονται αυτά τα μέτρα είναι […] ο εκφυλισμός των ανθρωπίνων σχέσεων που μπορούν να προκαλέσουν. Ο άλλος άνθρωπος, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, ακόμη και ένα αγαπημένο πρόσωπο, δεν πρέπει ούτε να πλησιάζεται ούτε να αγγίζεται, και μάλιστα πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σε μας και εκείνον μια απόσταση […]. Ο πλησίον μας καταργείται. Είναι δυνατόν, δεδομένης της ηθικής αναξιοπιστίας των κυβερνώντων μας, αυτά τα μέτρα να υπαγορεύτηκαν σε εκείνους που τα πήραν, από τον ίδιο φόβο με αυτόν που θέλουν να προκαλέσουν, όμως είναι δύσκολο να μην σκεφτούμε ότι η κατάσταση που δημιούργησαν είναι ακριβώς αυτή που όποιος κυβερνά έχει πολλές φορές προσπαθήσει να πετύχει: να κλείσουν μια και καλή τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, και να γίνονται τα μαθήματα μόνο on line, να σταματήσουν μια και καλή οι συναθροίσεις και οι συζητήσεις για πολιτικούς ή πολιτισμικούς λόγους, και να ανταλλάσσονται μόνο ψηφιακά μηνύματα, ενώ οπουδήποτε είναι εφικτό οι μηχανές να αντικαταστήσουν κάθε επαφή –κάθε μόλυνση– μεταξύ των ανθρωπίνων όντων».

Σε ό,τι αφορά την τηλεκπαίδευση, η οποία υλοποιήθηκε μέσα σε χρόνο ρεκόρ από την στιγμή που κηρύχθηκε ο “πόλεμος κατά του αόρατου εχθρού” (sic), σαν να ήταν όλα έτοιμα από καιρό, αποδεικνύεται ανατριχιαστικά προφητικό ένα χωρίο από τα περίφημα “Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών”, στο Δέκατο Έκτο Κεφάλαιο των οποίων προβλέπεται ότι:

«Με λίγα λόγια, γνωρίζοντας από την πείρα πολλών αιώνων ότι οι άνθρωποι ζουν και διευθύνονται από ιδέες και ότι αυτές οι ιδέες μεταδίδονται σε αυτούς με τη μόρφωση που δίνεται με ίδια σε όλους τους αιώνες επιτυχία, αλλά με διαφορετικά, εννοείται, μέσα, θα απορροφήσουμε και θα προσαρμόσουμε στο συμφέρον μας τις τελευταίες αναλαμπές της ελεύθερης σκέψης, την οποία από πολύ καιρό ήδη κατευθύνουμε προς τα πράγματα και τις ιδέες που μας χρειάζονται. Το σύστημα της κατάπνιξης της σκέψης μπήκε ήδη σ’ εφαρμογή με τη μέθοδο που ονομάστηκε “διδασκαλία με εικόνες” και η οποία θα μεταβάλει τους Χριστιανούς σε πειθήνια ζώα που δεν θα σκέπτονται και θα περιμένουν την παράσταση με εικόνες των πραγμάτων για να τα καταλάβουν» (Lambelin, «Πρωτόκολλα» των Σοφών της Σιών, εκδ. Δαμιανός, μτφ.: Α. Σαρδής, σελ. 143· οι εμφάσεις του γράφοντος. Πολλοί είναι εκείνοι που επεχείρησαν να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητα του εν λόγω κειμένου: βλ. π.χ. Taguieff, Συνωμοσιολογική σκέψη και «Θεωρίες της Συνωμοσίας», μτφ.: Αναστασία Ηλιαδέλη, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2015, σελ. 75, ο οποίος κάνει λόγο για “πλαστογράφημα”).

Σε ό,τι αφορά τους κανόνες “κοινωνικής απόστασης”, ο Agamben δικαίως πιστεύει ότι μια κοινότητα που έχει θεμελιωθεί πάνω σε αυτούς δεν είναι «ανθρωπίνως και πολιτικώς βιώσιμη». Στο φύλλο, μάλιστα, της 16ης Ιουλίου 2020 (Νο 30, σελ. 29) η εβδομαδιαία γερμανική εφημερίδα “DIE ZEIT” φιλοξενεί άρθρο της δημοσιογράφου Elisabeth von Thadden με τίτλο “Άγγιξέ με!” [“Rühr mich an!”], όπου παρουσιάζονται οι θέσεις της ψυχολόγου Beate Ditzen αναφορικά με τις συνέπειες που έχει η τήρηση της απόστασης για τους ανθρώπους ως κοινωνικά όντα. Η κεντρική θέση της ψυχολόγου, η οποία συμπορεύεται με εκείνη του Agamben, είναι η εξής: «Όλοι μας γνωρίζουμε ότι η συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους μάς κινητοποιεί, μας ενεργοποιεί. Σήμερα καλούμαστε να αποφεύγουμε την κοινωνική εγγύτητα για λόγους υγείας. Αυτό αντιβαίνει στην φύση μας. Πώς θα μπορούμε να κάνουμε καινούργιες γνωριμίες με άλλους ανθρώπους; Πώς θα ζευγαρώνουμε, όταν π.χ. η μυρωδιά δεν θα παίζει κανέναν ρόλο και δεν θα είναι εφικτό το έστω ευκαιριακό άγγιγμα; Ποιον θα θεωρούμε πλέον ελκυστικό; Μόνο εκείνον που θα μας φαίνεται υγιής;».

Προβληματιζόμενος πάνω στην φύση των κανόνων “κοινωνικής απόστασης”, ο Agamben προχωρεί σε μια σημαντική σκέψη μέσω της οποίας επιχειρεί να εξαγάγει συμπεράσματα που αφορούν την έννοια της μάζας. Ενώ, δηλαδή, ο φόβος του αγγίγματος από έναν άγνωστο “αναποδογυρίζει” μέσα στους κόλπους της μάζας, η επιβολή της τήρησης αποστάσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποδυναμώνει την δυναμική της μάζας από την οποία κινδυνεύει κάθε εξουσία. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, δηλαδή ευρισκόμενοι σε απόσταση ο ένας από τον άλλον, στο μέτρο που η απόσταση αυτή πηγάζει από μια απαγόρευση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, λόγω ακριβώς της τελευταίας, η μάζα, καίτοι παθητική, διαθέτει συνεκτικότητα. Εξακολουθώντας, λοιπόν, και αυτό το σύνολο των σε απόσταση κινούμενων ή στεκόμενων πολιτών να αποτελεί μάζα, «περιμένει έναν αρχηγό που οφείλει να της παρουσιαστεί».

Πάντως, το μέτρο της τήρησης “κοινωνικής απόστασης” είναι πιθανό να στοχεύει σε κάτι βαθύτερο και μονιμότερο: Στην καλλιέργεια αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ των ανθρώπων ως κοινωνικά δραστηριοποιούμενων υποκειμένων, η οποία ενεργεί διαβρωτικά σε κάθε μορφή κοινωνικής συμβίωσης, αφού ο εκάστοτε διπλανός μας φέρει δυνητικά εντός του τον “αόρατο εχθρό”. Συνακόλουθα, θα συντριβεί κάθε έννοια κοινωνικής οργάνωσης και συναναστροφής: Όταν οι άνθρωποι μέσα στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης υποκύπτουν δυναστικά στην αυτοαπομόνωση για την προστασία της ατομικής τους υγείας, αυτό θα έχει ως αυτοδίκαιη συνέπεια την εξάλειψη των πολιτικοκοινωνικών δράσεων και αγώνων. Αν μελετήσουμε την ιστορία πρωτόγονων φυλών, θεμέλιο κάθε κοινωνικής οργάνωσης και συμβίωσης υπήρξε η ανάγκη αφ’ ενός για επικοινωνία και συναναστροφή με σκοπό την καλύτερη αντιμετώπιση των κοινών κινδύνων, προεχόντως δε των φυσικών καταστροφών, αφ’ ετέρου για ανταλλαγή απόψεων, ιδεών και προτάσεων, η οποία συσπείρωσε τους ανθρώπους και οδήγησε στον σχηματισμό των πρώτων μορφών κοινωνικής συμβίωσης. Σήμερα, όμως, ελλοχεύει ένας φοβερός και δυσδιάκριτος ακόμη κίνδυνος: στα ήδη οργανωμένα από τους ανθρώπους κοινωνικά σύνολα έχει διεισδύσει όχι ο κορωνοϊός, αλλά ο αρρωστημένος και αόριστος φόβος της πιθανής λοίμωξης που θα διαλύσει εκ των ένδον την κοινωνική οργάνωση και συμβίωση, θα μεταβάλει δε τους ανθρώπους σε κοινωνικά μοναχικούς και επομένως ευκολότερα χειραγωγήσιμους.

Πολλοί βαυκαλίζονται με την σκέψη ότι την σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων (κατ’ αναλογίαν προς την χαλάρωση των οικονομικών μέτρων και ειδικότερα των “capital controls”, τα οποία γευτήκαμε επί εποχής μνημονίων) θα διαδεχθεί κάποια στιγμή η πλήρης άρση τους. Η κοινή λογική, η οποία δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι αποτελεί είδος υπό εξαφάνισιν, κατατείνει σε εκ διαμέτρου αντίθετο αποτέλεσμα: Εφόσον για την αντιμετώπιση αυτού του ιού εφαρμόσθηκαν παγκοσμίως, και δη εν πολλοίς αγογγύστως, τα συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία αλλοίωσαν το DNA των ανθρώπων ως κοινωνικών όντων με φυσική ροπή προς την ελευθερία, καθιστώντας τα “άψυχες μονάδες” και “ανούσιους αριθμούς”, φιμωμένα (λόγω μάσκας), αποστειρωμένα (λόγω χρήσης γαντιών ή/και αντισηπτικών) και περιχαρακωμένα (με πλεξιγκλάς) χάριν της ασφάλειας, αυτή θα είναι μοιραία η “παγία συνταγή” που θα ακολουθούν εφεξής οι “παγκόσμιοι μάγειρες” ενόψει της “βέβαιης νέας επίθεσης” του ιού, ο οποίος, όπως και η γρίπη, δεν εξαφανίζεται ποτέ, αλλά υπόκειται σε υφέσεις και εξάρσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγούνται και οι καθημερινοί βομβαρδισμοί από ειδήσεις που μας πληροφορούν εναλλάξ –δίκην “φοβικού ανελκυστήρος”– πότε για “επικίνδυνη αύξηση” και πότε για “ύφεση των κρουσμάτων”. Άλλωστε, για ποια σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων μπορούμε να μιλάμε, αφού από τις 18.7.2020 κατέστη υποχρεωτική η χρήση μάσκας εντός των σούπερ-μάρκετ και για τους καταναλωτές; Δεδομένου, μάλιστα, ότι κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν ούτε επί ισχύος του “lockdown”, η όποια χαλάρωση μόνο προσωρινή μπορεί να είναι, χωρίς να αποκλείεται να την διαδεχθεί μια (αιφνίδια) αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων.

Η επιχειρηματολογία του Agamben επιρρωννύει την προηγηθείσα σκέψη: «η κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία οι κυβερνήσεις μας έχουν συνηθίσει εδώ και καιρό, έχει γίνει τω όντι η φυσιολογική συνθήκη. Υπήρξαν στο παρελθόν πιο σοβαρές επιδημίες, όμως κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να κηρύξει εξαιτίας τους μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως η σημερινή, που εμποδίζει ακόμη και τις μετακινήσεις μας. Οι άνθρωποι συνηθίζουν έτσι να ζουν σε συνθήκες διαρκούς κρίσης και διαρκούς έκτακτης ανάγκης, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η ζωή τους έχει αναχθεί σε μια κατάσταση αμιγώς βιολογική, έχοντας χάσει κάθε διάσταση όχι μόνο κοινωνική και πολιτική, αλλά ακόμη και ανθρώπινη και συναισθηματική. Μια κοινωνία που ζει σε μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι μια ελεύθερη κοινωνία. Εμείς, εκ των πραγμάτων, ζούμε σε μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία προς όφελος των λεγόμενων “λόγων ασφαλείας” και εξ αυτού έχει καταδικαστεί να ζει σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και ανασφάλειας». Ταυτοχρόνως, πάνω σε αυτόν τον φόβο «μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μια τυραννία, μόνο ο τερατώδης Λεβιάθαν με το ξεγυμνωμένο σπαθί». Κατά τούτο, η σκέψη του Agamben εναρμονίζεται με εκείνη του Gore Vidal, o οποίος στην ομώνυμη πραγματεία του (μτφ.: Ν. Καλαϊτζής, εκδ. Scripta, Αθήνα 2004) εξηγεί για ποιον λόγο πρέπει να έχουμε “διαρκή πόλεμο για διαρκή ειρήνη”.

Ο όρος “τυραννία” μάς φέρνει σε επαφή και με ένα άλλο, άκρως επίκαιρο βιβλίο για την εποχή που ζούμε, με τίτλο “Η τυραννία της υγείας. Οι γιατροί και οι κανόνες για το σύγχρονο τρόπο ζωής” (εκδ. Πολύτροπον, μτφ.: Άσπα Πολέμη, Αθήνα 2004), γραμμένο από τον Michael Fitzpatrick, ο οποίος διερωτάται: «Η υγεία έχει γίνει άραγε μια νέα θρησκεία;». Ο συγγραφέας αυτός, ο οποίος συσχετίζει την τυραννία της υγείας αφ’ ενός με την “ιατρικοποίηση της ζωής” και αφ’ ετερου με την “πολιτικοποίηση της ιατρικής” (ό.π., σελ. 354), απαντά ως εξής: «η ιατρική ήρθε για να αντικαταστήσει το ηθικό κενό που απορρέει από την παρακμή των θρησκειών και τον αυξανόμενο κατακερματισμό της κοινωνίας» (ό.π., σελ. 168). Και συνεχίζει ο ίδιος, χρησιμοποιώντας μια προφητική ορολογία που έμελλε να μετεξελιχθεί σε γλωσσικό κώδικα της κορωνοϊκής εποχής: «Η προαγωγή της υγείας δίνει έμφαση στην ατομική ευθύνη και απαιτεί συμμόρφωση με το κατάλληλο, ιατρικά εγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς ως χρέος προς την κοινωνία» (ό.π., σελ. 167).

Προφανώς δεν είναι τυχαία η αναφορά και εκ μέρους του Agamben στην “θρησκεία της επιστήμης” (ό.π., σελ. 15· πρβλ. και το άρθρο του ιδίου υπό τον τίτλο “Η ιατρική ως θρησκεία”, μεταφρασμένο από την Χριστίνα Σταματοπούλου, εις: Νέος Ερμής ο Λόγιος, Έτος 10ο, Τεύχ. 20, α΄ εξάμηνο 2020, σελ. 107) αλλά και η κοινωνιολογική επισήμανση ότι «η μάζα βρίσκεται εγγύς προς την θρησκείαν» (Ε. Λεμπέσης, Η επαναστατική μάζα και η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1999, σελ. 88).

Περαιτέρω, επικεντρώνοντας την προσοχή του στους πολέμους, ο Ιταλός φιλόσοφος επισημαίνει ότι κληροδότησαν «στην ειρήνη μια σειρά από δυσοίωνες τεχνολογίες, από τα συρματοπλέγματα μέχρι τους σταθμούς πυρηνικής ενέργειας». Αντιστοίχως, «είναι εξίσου πολύ πιθανό να επιδιωχθεί η συνέχιση, ακόμη και μετά το πέρας της υγειονομικής έκτακτης ανάγκης, των πειραμάτων που οι κυβερνήσεις δεν είχαν κατορθώσει προηγουμένως να πετύχουν». Άλλωστε, καταλήγει ο Agamben, «οι ίδιες οι αρχές οι οποίες κήρυξαν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν παύουν να μας θυμίζουν ότι, όταν αυτή η ανάγκη ξεπεραστεί, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις ίδιες ντιρεκτίβες και ότι η “κοινωνική αποστασιοποίηση”, όπως αποκαλείται με έναν ιδιαίτερο ευφημισμό, θα είναι η νέα αρχή οργάνωσης της κοινωνίας. Και ότι, σε κάθε περίπτωση, αυτό που, καλόπιστα ή κακόπιστα, έχουμε αποδεχτεί να υποστούμε, δεν μπορεί να ακυρωθεί». Στην θέση, λοιπόν, των συρματοπλεγμάτων ας “καλωσορίσουμε” τα plexiglas, τα οποία ως πλαστικά συμβολίζουν την ευτέλεια, αλλά και τις μάσκες που, μεταξύ άλλων, συμβολίζουν την υποκρισία.

Εστιάζοντας δε και ο Agamben στην έννοια-κλειδί αυτής της εποχής, δηλ. στον “αόρατο εχθρό”, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «ο πόλεμος με έναν εχθρό αόρατο που μπορεί να φωλιάζει σε κάθε άλλο άνθρωπο, είναι ο πιο γελοίος πόλεμος. Είναι, στην πραγματικότητα, ένας εμφύλιος πόλεμος. Ο εχθρός δεν βρίσκεται έξω, είναι μέσα μας».

Οι θέσεις του Ιταλού φιλοσόφου σφραγίζονται από την εξής σημαντική κατακλείδα: «Δεν ήμουν ο μόνος που επεσήμανα το γεγονός ότι τα δεδομένα της επιδημίας παρουσιάζονται κατά τρόπο γενικό και χωρίς κάποιο κριτήριο επιστημονικότητας. Από επιστημολογική άποψη, είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι το να δίνεις έναν αριθμό θυμάτων χωρίς να τον συσχετίζεις με την ετήσια θνησιμότητα την ίδια περίοδο και χωρίς να διακριβώνεις την πραγματική αιτία του θανάτου, δεν έχει κανένα νόημα. Ωστόσο, αυτό ακριβώς συνεχίζει να γίνεται καθημερινά, χωρίς κανείς να φαίνεται να το καταλαβαίνει. Κάτι τέτοιο προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, αφού τα δεδομένα που επιτρέπουν την επαλήθευση είναι διαθέσιμα [σε] οποιονδήποτε θέλει να τα προσεγγίσει, και ήδη έχω παραθέσει […] την αναφορά του προέδρου της ISTAT Τζον Κάρλο Μπλαντζάρντο, η οποία δείχνει ότι ο αριθμός των θυμάτων εξαιτίας [της νόσου] Covid-19 αποδεικνύεται μικρότερος από τους θανάτους εξαιτίας αναπνευστικών παθήσεων τα δύο προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, αν και σαφής, είναι λες και αυτή η αναφορά δεν υπάρχει, έτσι όπως δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη το γεγονός, αν και ξεκάθαρο, ότι θεωρείται καταλήξας από Covid-19 και ο θετικός ασθενής που πέθανε από έμφραγμα ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία. Γιατί [άραγε] αν και τεκμηριώνεται το ψεύδος, συνεχίζει να είναι πειστικό; Θα λέγαμε ότι το ψέμα εκλαμβάνεται σαν αλήθεια, ακριβώς γιατί, όπως στη διαφήμιση, δεν ασχολείται με το κρύψιμο του ψεύδους του. Όπως συνέβη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πόλεμος ενάντια στον ιό μπορεί να δοθεί μόνο με απατηλές δικαιολογίες».

Ο συσχετισμός του Agamben με τον μηχανισμό της διαφήμισης χρήζει ιδιαίτερης μνείας, διότι, όπως διδάσκεται στο πλαίσιο του εγκλήματος της απάτης, δεν είναι αξιόποινος όποιος παρασύρει τους καταναλωτές σε αγορά προϊόντων αξιοποιώντας απλώς μιας “διαφημιστική υπερβολή”. Για να αναφέρουμε ένα γλωσσικά επίκαιρο παράδειγμα: Εκείνος που λανσάρει ένα υγρό καθαριστικό τζαμιών δηλώνοντας ότι “τα κάνει αόρατα” γίνεται συνήθως δεκτό ότι προβαίνει σε παράσταση μη προοριζόμενη να εκληφθεί ως σοβαρή, στο μέτρο δε που περιέχει το στοιχείο της υπερβολής –πράγμα που όλοι γνωρίζουν–, πρόκειται για παράσταση ακίνδυνη για τον μέσο καταναλωτή (βλ. π.χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2016, σελ. 413· Σπινέλλη, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 2011, σελ. 355). Όπως, όμως, έχει επισημανθεί ήδη από παλιά στην γερμανική επιστήμη (Ellmer, Betrug und Opfermitverantwortung, 1986, σελ. 91), η πρόθεση αυτή δεν είναι λογικό να μην υπάρχει στο πρόσωπο εκείνου που διαφημίζει το προϊόν του, αφού μέσω της υπερβολικής διαφήμισής του στοχεύει ακριβώς στην συνειδητή επιρροή των αποδεκτών της: Όποιος κάνει διαφήμιση θέλει να πουλήσει τα προϊόντα του, επηρεάζοντας τους υποψήφιους αγοραστές του. Συνεπώς, πώς μπορεί ο ίδιος να επιτύχει αυτόν τον στόχο του, αν ταυτοχρόνως θεωρεί ότι δεν θα τον πάρουν στα σοβαρά, όταν δηλώνει ότι το συγκεκριμένο υγρό καθαριστικό “κάνει τα τζάμια αόρατα”;

Το ότι, λοιπόν, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, οι “διαφημιστικές υπερβολές” εξαιρούνται της προστατευτικής εμβέλειας της απάτης δεν έχει σχέση με την έλλειψη της πρόθεσης να ληφθεί το περιεχόμενο της διαφήμισης “στα σοβαρά” από τους άλλους, αλλά με την έλλειψη της ανάγκης να προστατευθεί όποιος άνευ ετέρου δίδει πίστη σε δηλώσεις που περιέχουν προφανείς υπερβολές. Χαρακτηριστική η ρήση του Ρότζερ Θόρνχιλ που ενσαρκώνεται από τον Cary Grant στην κινηματογραφική ταινία του Alfred Hitchkock “Στην σκιά των τεσσάρων γιγάντων” (“North by Northwest”, 1959): «Στον κόσμο της διαφήμισης το ψέμα είναι κάτι ανύπαρκτο. Υπάρχει μόνο η “δέουσα υπερβολή”». Επομένως, όποιος δείχνει εμπιστοσύνη εκεί όπου θα έπρεπε να δείχνει καχυποψία, χρεώνεται ο ίδιος την όποια βλάβη υπέστη (βλ. και Βαθιώτη, Απάτη και Εκβίαση: Ομοιότητες – Διαφορές – Διασταυρώσεις, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2014, αριθμ. περ. 275 επ.).

Εφόσον, λοιπόν, οι Έλληνες εξακολουθούν να δέχονται αδιαμαρτύρητα τα εκάστοτε λαμβανόμενα περιοριστικά μέτρα υποκύπτοντας στον υπέρμετρο φόβο, παρότι ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος της κυβέρνησης κ. Σωτήρης Τσιόδρας (ο οποίος, μάλιστα, εξαργυρώνει την δημοτικότητά του φιγουράροντας στο εξώφυλλο του “Blue Magazine” της Aegean Airlines!) είχε παραδεχθεί δημοσίως στις 4.5.2020 ότι «εμείς κάναμε μια ακόμη υπερβολή: οποιοσδήποτε πέθαινε από ή με covid, καταγραφόταν σαν να πέθαινε από covid», είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την εγκαθίδρυση της δυστοπικής κοινωνίας μας, που πολύ φοβούμαι ότι θα στιγματίσει ανεπιστρεπτί τα επόμενα χρόνια την εν τινι μέτρω εφιαλτική ζωή μας.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Κωνσταντίνος Βαθιώτης είναι Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.