Εντύπωση προκαλεί η πολυπλοκότητα, η ευρηματικότητα και η μεθοδικότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία διακρίνεται από την προσήλωση στους στρατηγικούς εθνικούς τους στόχους, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας τους την οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Παρουσιάζοντας μια ευρύτερη οπτική της διαχρονικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δύναται να προκύψουν ιδέες για τακτικές και στρατηγικές, οι οποίες θα δώσουν συμπεράσματα και απαντήσεις στις μόνιμες ανεπάρκειες και παθογένειες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Οι κύριοι πυλώνες των δράσεων της Άγκυρας στον τομέα αυτόν, με στρατηγικά αλλά και γεωγραφικά κριτήρια φαίνεται να είναι:
1. Διευρυμένες διπλωματικές κινήσεις και συνεργασίες από τον Καύκασο, τα Δυτικά Βαλκάνια και την Ε.Ε. έως την Αφρική και θεωρητικά αποσπασματικές ενέργειες ανά τον κόσμο.
2. Ευρύτερες σχέσεις με τον Μουσουλμανικό Κόσμο σε συνδυασμό με το Κουρδικό, την παρουσία τους στη Συρία και το Ιράκ, και οι σχέσεις της με το Ισραήλ
3. Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (ΑΟΖ-Υφαλοκρηπίδα, Ανατολική Μεσόγειος, Δυτική Θράκη)
4. Η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας και οπλικών συστημάτων ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής
Οι παραπάνω άξονες δείχνουν να έχουν ως κοινό παρονομαστή την συνολική τακτική διαπραγματευτικών ελιγμών που ενέχουν δυναμισμό και πρωτοτυπία, καθώς άλλωστε η Διπλωματία είναι η τέχνη της προσαρμογής.
Στον πρώτο άξονα, επί παραδείγματι, είναι ιδιαίτερα καινοτόμος η προσχώρηση στην Συνθήκη Σβάλμπαρντ στις 07/03/2025, που αφορά το ομώνυμο νησί της Νορβηγίας στον Αρκτικό Κύκλο και δίνει στους πολίτες και τις εταιρείες των χωρών που προσχωρούν σε αυτή δικαιώματα εκμετάλλευσης και διαμονής στο Αρχιπέλαγος. Σημειώνεται ότι ήδη από το καλοκαίρι του 2024 πραγματοποιήθηκαν επιστημονικές έρευνες μέσω το κέντρο ερευνών TUBITAK.
Μια επιπλέον ενέργεια, αποτελεί η επιμονή της τουρκικής διπλωματίας -φτάνοντας στα όρια της διένεξης με την Αυστραλία- να αναλάβει η ίδια την διοργάνωση του συνεδρίου COP31 που αφορά την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα να παρέμβει εκ μέρους του ΟΗΕ ο κος Simon Stiell, ζητώντας από τις δύο χώρες να βρούνε λύση και να συνεργαστούν, αποδεικνύοντας ότι η Τουρκία σπάνια αφήνει ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες.
Στο πεδίο του Καυκάσου και την Κεντρικής Ασίας, δραστηριοποιείται έντονα μέσω του Οργανισμού Τουρκογενών Κρατών, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προωθήσει και την ΤΔΒΚ, ενώ παράλληλα ακροβατεί στις σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία, περνώντας πλέον από την θέση του στενού στρατιωτικού προμηθευτή και συμμάχου του Μπακού σε αυτή του μεσολαβητή, προσπαθώντας να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Αρμενία, ώστε να πάρει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από τον διάδρομο Ζανγκεζούρ που προέκυψε από την συμφωνία στο Οβάλ Γραφείο. Αξιοπρόσεκτη, στην περιοχή αυτή, καθίσταται η συνθετότητα των σχέσεων που έχει με το Ιράν, όπου οι εμπορικές σχέσεις συναντούν αντικρουόμενα συμφέροντα σε Ιράκ και Συρία και η υποστήριξη στο Ιράν στην σύγκρουση με το Ισραήλ συναντά τις γλυκές ματιές της στα εκατομμύρια Αζέρων του Ιράν.
Περνώντας στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η πρώτη προτεραιότητα αυτή την στιγμή δείχνει να είναι η προσπάθεια συμμετοχής της στο διαφαινόμενο νέο αμυντικό δόγμα SAFE (πλάνο του ReArm Europe 2030). Στο πλαίσιο αυτό η Άγκυρα ευφυέστατα ακολούθησε διαδικασία προσέγγισης πριν καν προκύψει το θέμα, έχοντας ήδη προχωρήσει σε εξαγορές στην αμυντική βιομηχανία της Ιταλίας, ενώ βρίσκεται και σε συζητήσεις με τις κυβερνήσεις τόσο της Ιταλίας και της Ισπανίας, για συνεργασία και στρατιωτικές συμπαραγωγές (ήδη υπάρχει συμφωνία της Baykar με την ιταλική Leonardo για παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών).
Παράλληλα, στα Δυτικά Βαλκάνια διατηρεί εμπορικές και στρατιωτικές σχέσεις με την Αλβανία, χρησιμοποιώντας την ήπια πολιτιστική της ισχύ οπουδήποτε υπάρχει το μουσουλμανικό στοιχείο (τουρκικές σειρές, κατασκευή τζαμιών κ.λπ.), ενώ έκανε ηχηρή παρέμβαση με την συνάντηση της Βαλκανικής Πλατφόρμας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη Ιουλίου 2025, όπου συμμετείχαν όλες οι χώρες της προαναφερθείσας περιοχής.
Φυσικά δεν θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς την διείσδυση της Τουρκίας στην Αφρική, τόσο στην ζώνη του Σαχέλ, την Σομαλία και την Λιβύη με στρατιωτική παρουσία και βάσεις, όσο και στο επιχειρηματικό σκέλος με επενδύσεις στις υποδομές της ηπείρου, που έρχονται να ενισχύσουν τις διπλωματικές ενέργειες που έχει πραγματοποιήσει μέσω των αποσταλμένων της η Άγκυρα. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται και η ενεργειακή διπλωματία της, μέσω συμφωνιών της τουρκικής εταιρείας TPAO.
Συγκεκριμένα, υπάρχει από πέρυσι συμφωνία με την Σενεγάλη για εξερεύνηση και εκμετάλλευση κοιτασμάτων, στην Σομαλία θα εξορμήσει το γνωστό «Ορούτς Ρέις» για γεωτρήσεις τον Σεπτέμβρη του 2025, ενώ υπάρχουν παρόμοιες συζητήσεις με τον Νίγηρα και την Αγκόλα.
Αντίστοιχες ενεργειακές συμφωνίες υπέγραψε στο Πακιστάν ο Υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στις αρχές Ιουλίου του 2025, ενώ στο Ομάν ο Υπουργός Ενέργειας Αρπαρσλάν Μπαυρακτάρ άνοιξε την βεντάλια συμφωνώντας για επενδύσεις όχι μόνο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά και στο πράσινο υδρογόνο και την τεχνολογία εγκλωβισμού άνθρακα. Για να υποστηρίξει αυτές τις προσπάθειες η Τουρκία δεν φείδεται εξόδων και επενδύσεων, για αυτό και δαπάνησε σχεδόν 500 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά δύο πλοίων εξορύξεων από την νορβηγική El Dorado Drilling.
Οι προσεγγίσεις αυτές μπορούν να ερμηνευθούν και με βάση την θέση ισχύος που θέλει να επανακαταλάβει η Τουρκία στον Μουσουλμανικό Κόσμο, την οποία απώλεσε με την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την θέση αυτή ενισχύει άμεσα μέσα από τις επεμβάσεις σε Συρία και Βόρειο Ιράκ με πρόσχημα το κουρδικό, αλλά και με τη συχνή ρητορική εναντίον της Δύσης σε θέματα που αφορούν μουσουλμανικές χώρες. Ειδικότερα, στην Συρία η επιρροή της Τουρκίας έχει αυξηθεί κατακόρυφα με τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στα τέλη του 2024, γεγονός που την έφερε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τα αντίστοιχα Ισραηλινά συμφέροντα στην περιοχή, και ανέδειξε όλα τα εκκρεμή ζητήματα που εφάπτονται μεταξύ των δύο χωρών.
Συγκεκριμένα, στην Συρία συναντάμε μια “diplomatic marmalade”, με τους Δρούζους στη Νότια Συρία (επίδοξη ζώνη επιρροής του Ισραήλ), τους Κούρδους στην Βόρεια Συρία, τους Αλαουίτες και το θέμα ταμπού της Αλεξανδρέττας, ενώ προστίθενται σε αυτά και η μελλοντική θέση της Ρωσίας (με την προσπάθεια επέκτασης των βάσεων της στην ανατολική Συρία) και αντίστοιχα οι σκέψεις των ΗΠΑ για την περιοχή. Από όλο αυτό το παζλ των τεσσάρων μεγάλων εξωτερικών παιχτών (ΗΠΑ, Ρωσία, Τουρκία, Ισραήλ) προκύπτει το ερώτημα του πόσο διπλωματικό κεφάλαιο είναι διατεθειμένη να δαπανήσει η Άγκυρα, ώστε να πετύχει τους ευρύτερους στόχους της σε συνδυασμό με τα σχέδια της να οριοθετήσει ΑΟΖ και ζώνες ναυσιπλοΐας με την Συρία- μια κίνηση που θα αποδείκνυε την ολότητα του σχεδιασμού της.
Στον τρίτο άξονα η θεματολογία είναι ευρεία. Ξεκινώντας με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενόψει και του διαγωνισμού που «τρέχει» για τα θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης, ως πρώτο θέμα διαφαίνεται το Τουρκολιβυκό μνημόνιο. Το στοιχείο της τουρκικής διπλωματικής ευελιξίας αναδεικνύεται περίτρανα στην διαχείριση του Λιβυκού θέματος. Η Τουρκία μετά το 2014 εκμεταλλεύτηκε την εμφύλια κατάσταση της χώρας και το κενό εξουσίας, και στηρίζοντας την κυβέρνηση της Τρίπολης κατάφερε την τελευταία στιγμή να την σώσει από τον στρατάρχη Χαφτάρ, πετυχαίνοντας παράλληλα την σύναψη του μνημονίου το 2019.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το συγκεκριμένο μνημόνιο είναι νομικά αίολο, η Τουρκία συνεχίζει να το υποστηρίζει οπουδήποτε μπορεί. Αιφνιδιαστικά δε, τους τελευταίους μήνες, διεύρυνε την στρατηγική της και προσέγγισε την κυβέρνηση Χαφτάρ μέσω πτήσεων προς την Βεγγάζη, οικονομικές προτάσεις και την αποστολή κορβέτας για εκπαίδευση ναυτικών, επιδεικνύοντας τα αντανακλαστικά κυνηγού που διαθέτει. Εφαρμόζει, έτσι, για άλλη μια φορά το ρητό «το χρήμα κινεί τον κόσμο» και αποσπά ακόμη μια φορά μεγάλες επιτυχίες.
Συνάμα, καθώς η Αίγυπτος είναι από τους σημαντικότερους παίχτες στο Λιβυκό και στην Ανατολική Μεσόγειο, η Άγκυρα ξεκίνησε τις προσπάθειες για να τορπιλίσει το τις καλές ελληνο-αιγυπτιακές σχέσεις και τις μεταξύ τους συμφωνίες, προβαίνοντας σε μια κοινή ναυτική άσκηση και την σύλληψη στελέχους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι -μετά και την και την φημολογούμενη κατάθεση πρότασης στο Κάιρο για διανομή της θαλάσσιας δικαιοδοσίας- καθίσταται ανοιχτό το σενάριο διαφοροποίησης της θέσης της Αιγύπτου, γεγονός που θα προκαλούσε τριγμούς στο υφιστάμενου status quo.
Όσο για την στάση των Ευρωπαίων ομόλογων -μετά και τις δηλώσεις του Magnus Brunner στις 22/7/2025, όταν και δήλωσε προθυμία για την επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Χαφτάρ για την αποτροπή ρωσικής επιρροής στην περιοχή- αυτή δεν αναμένεται να είναι δυναμική. Απόδειξη της ευμενούς συνθήκης που υπάρχει για την Άγκυρα είναι τόσο η πρόσφατη τριμερής συνάντηση με Ιταλία και Λιβύη, όσο και η συμφωνία για τα Eurofighter, ενώ ως κερασάκι της τούρτας μοιάζουν τα ενεργειακά “deals” της Άγκυρας με γεωτρήσεις στην Ουγγαρία και την αγορά ρωσικού διυλιστηρίου στην Βουλγαρία.
Στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου η Τουρκία με ιδιαίτερο δυναμισμό εξυπηρετεί τα συμφέροντα της, μπλοκάροντας υπερεθνικά projects που αφορούν καλωδιακές συνδέσεις όπως α) το Great Sea Interconnector (ανάμεσα σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ και την κατασκευαστική συμμετοχή της Γαλλίας στο εγχείρημα) οδηγώντας το προς ένα τέλμα λόγω της ατολμίας των συμμετεχόντων, και β) το καλώδιο οπτικών ινών East to Med data Corridor (EMC) που ενώνει Σαουδική Αραβία και Ε.Ε., όπου παρόλη την εμπλοκή και μουσουλμανικών χωρών και όλης της Ευρώπης η Τουρκία προσπαθεί να επιβληθεί ελλείψει δυναμικών αντιδράσεων των εμπλεκομένων.
Με την ίδια τακτική, μεθοδικά από το 1996 εφαρμόζει το δόγμα “EGAYDAAK”, ένα κατάλογο που περιλαμβάνει 201 ελληνικά νησιά και βραχονησίδες, τις οποίες η Τουρκία θεώρει ότι βρίσκονται σε καθεστώς «γκρίζας ζώνης». Η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτό, για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2025 εξέδωσε τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Χάρτη της, κίνηση που συνεχίστηκε και με την ανακήρυξη -περιορισμένων- θαλάσσιων πάρκων στο Ιόνιο και στις Κυκλάδες στο Νότιο Αιγαίο. Η Τουρκική ηγεσία ως έτοιμη από καιρό εξέλαβε την απόφαση αυτή ως αφορμή και ανακοίνωσε θαλάσσια πάρκα σύμφωνα με την δικιά της οπτική, διχοτομώντας το Αιγαίο και φτάνοντας έξω από τις ακτές του Αγίου Όρους, τολμώντας να χαρτογραφήσει τις διεκδικήσεις της.
Έτσι, η Ελλάδα για ακόμη μία φορά, στην πιθανότητα αρνητικής τροπής των εξελίξεων σε όλα τα παραπάνω μέτωπα, θα παραμείνει διαμαρτυρόμενη και ανήμπορη να επηρεάσει στο πεδίο τα γεγονότα. Η διεκδίκηση του δικαίου αποτελεί μια ευγενή και με αρχές προσέγγιση, η οποία είναι πάγια και φαινομενικά ορθή τακτική, δεδομένης της θέσης που διεκδικεί στην διεθνή σκηνή. Το ζήτημα, όμως, είναι να κατορθώσει η χώρα να προλαμβάνει για τις καταστάσεις αυτές πριν βρεθεί στην δυσάρεστη θέση, όπου πολύ συχνά την βλέπουμε.
Εδώ και δεκαετίες παρέχονται ασύλληπτα δωρεάν φροντιστήρια από το ΥΠΕΞ της Άγκυρας, από τα οποία οι πολιτικές ηγεσίες της Αθήνας δείχνουν να μην μαθαίνουν τίποτα, κάνοντας στις επισκέψεις τους γενικές αναφορές για «την ιστορία και το λαμπρό πολιτιστικό παρελθόν της Αρχαίας Ελλάδας» και επί της ουσίας δεν παρατηρείται ούτε δυναμισμός, ούτε και καινοτομία στις όποιες δράσεις της χώρας.
Παρόλο που είμαστε ναυτικός λαός φαίνεται να μην λαμβάνουμε υπόψη πως τα ήρεμα νερά φέρνουν πάντοτε φουρτούνες και τανάπαλιν. Όσο η Ελλάδα τρώει τις σάρκες της με τις εσωτερικές της παθογένειες, οι λύκοι περιτριγυρίζουν και τα πρόβατα μετράνε τα… κοπάδια.
Πιο πάνω σας παρουσιάστηκαν τα δεδομένα με βάση μια υποκειμενική κρίση, η απάντηση είναι δική σας: Μπορεί η σιωπή των αμνών επιτέλους να γίνει κραυγή λύκων;
*Ο Χρίστος Σακελλαρίδης είναι πρωτοετής φοιτητής Νομικής UCY
