Οι μισοί άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με προχωρημένο μελάνωμα έχουν πλέον τη δυνατότητα να ζήσουν τουλάχιστον πέντε χρόνια ή και περισσότερο λαμβάνοντας μια συνδυαστική ανοσοθεραπεία, σύμφωνα με νέα έρευνα την οποία επικαλείται η Guardian.

Η συγκεκριμένη μελέτη (Checkmate 067), που παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας στη Βαρκελώνη της Ισπανίας και δημοσιεύτηκε στην New England Journal of Medicine, ανέδειξε ότι η ανοσοθεραπεία και συγκεκριμένα η ιπιλουμάμπη και η νιβολουμάμπη (δύο μονοκλωνικά αντισώματα) όταν χορηγούνται συνδυαστικά εκπαιδεύουν το ανοσοποιητικό σύστημα να καταπολεμά τον καρκίνο, συνιστούν μια εναλλακτική μέθοδο καταστροφής των όγκων και συμβάλλουν στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής των πασχόντων.

Ο καθηγητής Τζέιμς Λάρκιν του Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο και σύμβουλος ιατρικής ογκολογίας στο βρετανικό ημι-αυτόνομο οργανισμό του βρετανικού νοσοκομείου The Royal Marsden, στο Λονδίνο, που παρουσίασε τη συγκεκριμένη μελέτη δήλωσε: «Στο παρελθόν το μεταστατικό μελάνωμα θεωρούταν ανίατη νόσος. Οι ογκολόγοι θεωρούσαν πως το μελάνωμα είναι διαφορετικό από τους υπόλοιπους όγκους και από τη στιγμή που αρχίζει να εξαπλώνεται δεν μπορεί να θεραπευτεί. Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι οι πιθανότητες μακροπρόθεσμης επιβίωσης των ατόμων με προχωρημένο μελάνωμα είναι τώρα πάνω από 50%».

Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν 945 ασθενείς με προχωρημένο μελάνωμα, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: οι 314 λάμβαναν και ιπιλουμάμπη και νιβολουμάμπη, 316 λάμβαναν νιβολουμάμπη και ένα placebo και 315 ιπιλουμάμπη και ένα placebo.

Διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς που λάμβαναν και τα δύο φάρμακα παρουσίαζαν την καλύτερη επιβίωση, το 52% αυτών των πασχόντων επιβίωναν πέντε χρόνια ή και περισσότερο συγκριτικά με εκείνους που λάμβαναν μόνο νιβολουμάμπη (44%) και με αυτούς στους οποίους χορηγούνταν μόνο ιπιλουμάμπη (26%). Παράλληλα το 74% των ατόμων που έπαιρναν και τα δύο φάρμακα σταματούσαν τη θεραπεία μετά από αυτην την πενταετία.

Ο Λάρκιν σχολιάζοντας την έρευνα εξηγεί ότι οι πιθανότητες να ζήσει κανείς πέντε χρόνια είναι ακριβώς οι ίδιες με το να ζήσει τρία ή τέσσερα χρόνια, ενώ οι πάσχοντες φτάνοντας στα πέντε χρόνια σταματούν τη θεραπεία και μπορούν να ζήσουν φυσιολογικές ζωές.

Αυτή τη στιγμή, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας έχει εγκρίνει τη χρήση του συνδυασμού αυτών των φαρμάκων για το προχωρημένο μελάνωμα και τον καρκίνο του νεφρού και έχουν θεραπευτεί περίπου 100 ασθενείς. Τα φάρμακα ήταν πάντως διαθέσιμα μόνο για ένα χρονικό διάστημα 10 – 15 ετών με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο το κατά πόσο έχουν θεραπευτικές ιδιότητες μέχρι να φτάσουν τα άτομα που ακολούθησαν αυτή τη θεραπεία σε μεγάλη ηλικία.

«Αυτός είναι εξάλλου ο ορισμός της θεραπείας, το να ζει κανείς μια ζωή με φυσιολογικό προσδόκιμο και να πεθάνει από κάτι άλλο», υπογραμμίζει ο Λάρκιν.

Η συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος έχει πολλές παρενέργειες που δεν γίνονται πάντα ανεκτές από το σύνολο των πασχόντων, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να διακόψουν τη θεραπεία (της οποίας η ιδανική διάρκεια είναι δύο χρόνια) εντός μερικών εβδομάδων.

Έχει φανεί μάλιστα ότι η θετική επίδραση της συνδυαστικής ανοσοθεραπείας είναι εμφανής ακόμα και για εκείνους που την ακολουθούν για μια μικρή χρονική περίοδο.

Η Πάμελα Σμιθ, μια γυναίκα 67 ετών ξεκίνησε συνδυαστική ανοσοθεραπεία αμέσως αφού ανακάλυψε ότι έχει μελάνωμα. Η ίδια εξηγεί ότι ο όγκος της ήταν μη εγχειρίσιμος οπότε η μόνη της επιλογή ήταν αυτή η εναλλακτική μέθοδος.

«Λάμβανα τη θεραπεία για μήνες κάθε δύο εβδομάδες, ώσπου ξεκίνησα να έχω σοβαρές διάρροιες, οπότε αναγκάστηκα να την διακόψω. Παρόλα αυτά, ακόμα και μετά από αυτή τη μικρή περίοδο θεραπείας, η πρώτη τομογραφία έδειξε ότι το μέγεθος του αρχικού όγκου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ και έμεινε σταθερό τα επόμενα πέντε χρόνια. Νιώθω 100% καλά και τυχερή που είμαι ζωντανή», υπογραμμίζει η ίδια.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η Δρ Τερέζα Αμάραλ του Κέντρου Δερματο-ογκολογίας του Πανεπιστημίου Τύμπιγκεν στη Γερμανία τονίζει την ανάγκη να γίνουν περαιτέρω έρευνες προκειμένου να διαπιστωθεί ποιοι ασθενείς αντιστέκονται και δεν έχουν όφελος από την ανοσοθεραπεία. Κατά την ίδια ο καθορισμός αυτών των ασθενών είναι σημαντικός όχι μόνο λόγω της τοξικότητας της θεραπείας αλλά και για να χρησιμοποιούνται οι διαθέσιμοι πόροι για την υγεία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.