ΚΛΕΙΣΙΜΟ
«Φόρος υγείας» σε αλάτι, ζάχαρη, αλκοόλ, καπνά! Για τα εμβόλια θα πληρώσει κανείς;

Η Μάχη της Γαλλίας 1940-41: Ο πόλεμος στον αέρα

Η Γαλλία του Μεσοπολέμου έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στη δόξα της νίκης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και κατόπιν επαναπαύτηκε στις δάφνες της. Επί δέκα περίπου έτη, μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση του 1918, όλα κυλούσαν σχετικά ήρεμα

Η Μάχη της Γαλλίας 1940-41: Ο πόλεμος στον αέρα

Η οικονομική κρίση του 1928 άρχισε να φέρνει τα πρώτα προβλήματα, όχι μόνο στη γαλλική κοινωνία αλλά και στις γαλλικές Ένοπλες Δυνάμεις που –με πρωτοστάτη τον Στρατό– εξακολουθούσαν να δαπανούν τεράστια χρηματικά ποσά για εκπαίδευση και αγορά υλικού, αλλά και για τη συντήρηση του στρατεύματος στις απανταχού γαλλικές αποικίες.

Η Αεροπορία που ανεξαρτητοποιήθηκε ως Όπλο το 1923 (πέντε περίπου χρόνια μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) βρισκόταν σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου σε μία εξαιρετικά δυσμενή θέση, καθώς ερχόταν τρίτη και σε μεγάλη απόσταση σε σύγκριση με τον Στρατό και το Ναυτικό, σε ό,τι αφορούσε τις ετήσιες χρηματοδοτήσεις.

Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το να περάσει κυριολεκτικά σε δεύτερη μοίρα, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τον Στρατό, του οποίου οι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί εξακολουθούσαν –παρά τη ραγδαία ανάπτυξη του νέου Όπλου από τις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά– να το θεωρούν απλώς μία βοηθητική υπηρεσία που σαν σκοπό είχε την από αέρος υποστήριξη των κάθε είδους χερσαίων επιχειρήσεων.

Η αντίληψη αυτή δεν οφειλόταν μόνο στην άτυπη διαμάχη μεταξύ των δύο Όπλων, αλλά κυρίως στις «σκουριασμένες» απόψεις της πλειοψηφίας των ανωτάτων Γάλλων επιτελών.

Πώς αλλιώς, άλλωστε, θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι όταν ο ταγματάρχης Ντε Γκωλ υποστήριζε την ιδέα της ανάπτυξης προηγμένων αρμάτων μάχης κάθε κατηγορίας, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία περισσότερο ευέλικτων επιθετικών αλλά και αμυντικών σχηματισμών, κινδύνεψε να χαρακτηριστεί από «παρανοϊκό» έως «ανατρεπτικό στοιχείο».

Η προσκόλληση των Γάλλων στρατηγών σε δόγματα και τακτικές άλλων εποχών φαίνεται από την απόφαση για την κατασκευή της περίφημης «Γραμμής Μαζινώ» που, παρά το γεγονός ότι διαφημιζόταν ως ένα αξεπέραστο εμπόδιο στο δρόμο κάθε υποψήφιου εισβολέα προς τη γαλλική ενδοχώρα από τα βορειοανατολικά, τελικά δεν κατόρθωσε να ανακόψει την ταχύτατη γερμανική επέλαση του Μαΐου του 1940.

Μετά το τέλος της οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ’30, η γαλλική Αεροπορία εξακολουθούσε να είναι εξοπλισμένη με απηρχαιωμένα καταδιωκτικά αεροσκάφη, στην πλειοψηφία τους διπλάνα. Όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1933 και σε διάστημα μικρότερο των τριών ετών προσαρτούσε τη Ρηνανία και ανακοίνωνε εμμέσως αλλά ευθέως ότι επρόκειτο να παραβιάσει τη συνθήκη των Βερσαλλιών, μέσω της δημιουργίας μίας σύγχρονης Αεροπορίας, η Ευρώπη ξαφνικά επιδόθηκε σε μία ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών.

Πρώτη μπήκε στο χορό η Μεγάλη Βρετανία, η οποία, σε ό,τι αφορούσε την RAF, αποφάσισε στα τέλη του 1935 τη διεξαγωγή ενός τριετούς προγράμματος (1936-1939) επανεξοπλισμού με σύγχρονα –καταδιωκτικά κυρίως– αεροσκάφη, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου ραντάρ στις νοτιοανατολικές ακτές της χώρας. Η Γαλλία, ως η άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, δεν μπορεί κανείς να πει ότι έπραξε το ίδιο.

Τα αίτια μίας ιστορικής ήττας

Η τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου του 1937 υπήρξε ιδιαίτερα απογοητευτική για τη γαλλική Αεροπορία και τη γαλλική αεροπορική βιομηχανία. Κατά τη διάρκειά της πραγματοποιήθηκε η «ετήσια αεροπορική συνάντηση της Ζυρίχης», μία διοργάνωση που είχε μια μικτή μορφή αεροπορικής έκθεσης και αεροπορικών αγώνων ταυτόχρονα. Και οι αγώνες της χρονιάς εκείνης έφεραν μία μεγάλη έκπληξη για τους Γάλλους.

Το τελευταίο δημιούργημα της Ντεβουατέν, το χαμηλοπτέρυγο μονοπλάνο D 510, ήλθε πέμπτο στη γενική κατάταξη, πίσω από το Μέσερσμιτ 109Β και τρία τσέχικα διπλάνα!

Το αεροσκάφος, παρά τις προσπάθειες των κορυφαίων Γάλλων χειριστών που το πέταξαν, έδειξε καθαρά τις αδυναμίες του στον τομέα των επιδόσεων και ιδίως της ταχύτητας πλεύσης. Σε σύγκριση δε με το κομψό γερμανικό μονοπλάνο, που –σε αντίθεση με το D 510– διέθετε ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης, υπολειπόταν σε ταχύτητα κατά 43 ολόκληρα μίλια.

Η μεγαλύτερη όμως απογοήτευση για τους Γάλλους ήρθε την τελευταία ημέρα της διοργάνωσης, όταν κατά τη διάρκεια μίας πτήσης επίδειξης του δικινητήριου Do.17 διαπίστωσαν ότι το καλύτερο καταδιωκτικό τους ήταν πιο αργό, ακόμη και από αυτό, κατά 24 μ.α.ώ.

Μετά την ψυχρολουσία αυτή, το γαλλικό υπουργείο Αεροπορίας έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ανακοινώνοντας ότι οι πολύ καλές επιδόσεις των γερμανικών αεροσκαφών οφείλονταν σε ειδικά τροποποιημένους για τις ανάγκες της διοργάνωσης κινητήρες, οι οποίοι ξεπερνούσαν σε ιπποδύναμη τους 1.000 ίππους.

Κάποιες προσπάθειες του καλύτερα πληροφορημένου βρετανικού υπουργείου Αεροπορίας, αλλά και των Γάλλων χειριστών που έλαβαν μέρος στη διοργάνωση, να κινητοποιήσουν το γαλλικό υπουργείο πείθοντας τους ανθρώπους του ότι τα γερμανικά αεροσκάφη πετούσαν στη Ζυρίχη με κινητήρες μέγιστης ιπποδύναμης 650 ίππων και ότι τα πράγματα θα χειροτέρευαν όταν θα έμπαινε σε μαζική παραγωγή ο Ντάιμλερ Μπενζ 600Α των 1.000 ίππων, έπεσαν στο κενό.

Το καλοκαίρι του 1937, οι 1.000 ίπποι ήταν ουσιαστικά ένα άπιαστο όνειρο για τους Γάλλους κατασκευαστές εμβολοφόρων κινητήρων και κατ’ επέκταση για τη γαλλική Αεροπορία. Μόνο οι Βρετανοί είχαν κατορθώσει να πιάσουν το «μαγικό» για τα δεδομένα της εποχής νούμερο, μέσα από την ανάπτυξη και την κατασκευή του Μέρλιν ΙΙ της Ρόλς Ρόυς, που τη χρονιά εκείνη ήδη βρισκόταν στο στάδιο της αρχικής παραγωγής και προοριζόταν να εφοδιάσει τα νέα μονοπλάνα, χαμηλοπτέρυγα καταδιωκτικά της RAF, Σπιτφάιρ και Χάρικαιην.

Το καλύτερο αποτέλεσμα που μέχρι τότε είχαν επιτύχει οι Γάλλοι ονομαζόταν «Σειρά 12Υ» και αποτελούσε δημιούργημα της Ισπάνο-Σουίζα, αποδίδοντας μέγιστη ισχύ 700 μόλις ίππων. Αργότερα, μετά από συνεχείς τροποποιήσεις, κάποιες μεταγενέστερες εκδόσεις του 12Υ έφτασαν τελικά τους 1.100 ίππους. Τότε όμως ήταν ήδη πολύ αργά για τη Γαλλία…

Σε ό,τι αφορά τα νέα αεροσκάφη, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 καμία ουσιαστική εξέλιξη δεν επιχειρήθηκε στη σχεδίαση και τις τεχνικές ανάπτυξης και κατασκευής αεροσκαφών. Η Αεροπορία, παρά την ανεξαρτητοποίησή της το 1923, εξακολούθησε να βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Στρατού κι έτσι δεν υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα δέκα περίπου ετών, κανένα ενδιαφέρον για την ανάπτυξη νέων αεροσκαφών.

Οι περισσότεροι κατασκευαστές της χώρας (Σπαντ, Ντεβουατέν, Νιούπορτ-Ντελάζ, Ποτέζ), επανειλημμένα αποπειράθηκαν να προωθήσουν προς τη μαζική παραγωγή και την πώληση, διάφορες σχεδιάσεις που είχαν τελειοποιήσει με δικά τους έξοδα.

Η πλειοψηφία των προσπαθειών αυτών όμως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα κι έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 ο «Στρατός του Αέρα» είχε ενταγμένα στις τάξεις του αεροσκάφη που αποτελούσαν βελτιωμένες εκδόσεις των κυριότερων γαλλικών καταδιωκτικών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου!

Όταν το οικονομικό κραχ του 1928 χτύπησε και την πόρτα της Γαλλίας, η χώρα βρισκόταν εν μέσω της κατασκευής των οχυρών της περίφημης «Γραμμής Μαζινώ» και η Αεροπορία για άλλη μία φορά είχε παραμερισθεί. Το μέγεθος της άγνοιας και της αδιαφορίας των Γάλλων επιτελών για το νέο Όπλο φαίνεται και από το γεγονός ότι μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν πλέον στις τάξεις όλων των εξελιγμένων αεροπορικών δυνάμεων σε Ευρώπη και Αμερική γινόταν φανερό ότι το μέλλον του καταδιωκτικού αλλά και του βομβαρδιστικού μονοκινητήριου ή πολυκινητήριου αεροσκάφους βρισκόταν στις χαμηλοπτέρυγες σχεδιάσεις με κλειστό θάλαμο διακυβέρνησης και ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης (η κάλλιστη δυνατή αεροδυναμική διαμόρφωση), οι κατασκευαστές –με βάση τις απαιτήσεις της Αεροπορίας– συνέχιζαν να σχεδιάζουν υψηλοπτέρυγες διατάξεις με ανοικτά κόκπιτ και σταθερά συστήματα προσγείωσης.

Παρά ταύτα, οι γαλλικές Ένοπλες Δυνάμεις θεωρούνταν από τους στρατιωτικούς αναλυτές οι καλύτερα εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες μέχρι και το 1938. Το ίδιο φαινόταν να πιστεύει και ο γαλλικός λαός και παραδόξως το ίδιο πίστευαν και πολλοί Γάλλοι ανώτατοι αξιωματικοί! Στην πραγματικότητα όμως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την Αεροπορία, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ άσχημα.

Γιατί μπορεί το γαλλικό υπουργείο Αεροπορίας να διαφήμιζε τη «φοβερή» δύναμη των 800 καταδιωκτικών που διέθετε, εσκεμμένα όμως (ή, ακόμη χειρότερα, από άγνοιά του) παρέλειπε ή απέκρυπτε το γεγονός ότι περισσότερα από 500 τουλάχιστον από αυτά ήταν διπλάνα υποτυπωδών (σε σύγκριση με τα Σπιτφάιρ και Bf-109) επιδόσεων, αλλά και το ότι κανένα από τα 180 περίπου μονοπλάνα που διέθετε, δεν είχε κλειστό θάλαμο διακυβέρνησης.

Πρωταίτιος της αδυναμίας της γαλλικής Αεροπορίας να αντιμετωπίσει την Λουφτβάφε τον Μάιο και τον Iούνιο του 1940, θεωρήθηκε –κατόπιν εορτής– ο στρατηγός Ανρί Πεταίν, ο ήρωας του Βερντέν κατά τον προηγούμενο πόλεμο, ο οποίος υποστήριζε ότι μία δύναμη 250 καταδιωκτικών θα ήταν υπερεπαρκής για την από αέρος κάλυψη ολόκληρης της γαλλικής επικράτειας. Από εκεί και πέρα, ως ένα δεύτερο αίτιο της γαλλικής ήττας και στον αέρα το Μάιο του 1940, μπορεί οπωσδήποτε να θεωρηθεί η αδυναμία της γαλλικής αεροπορικής βιομηχανίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών.

Η χειρότερη τροχοπέδη που η τελευταία αντιμετώπισε ήταν η μεγάλη εθνική απεργία του 1936, η οποία τελικά οδήγησε σε μία σειρά σημαντικών ανακατατάξεων και τέλος στην κρατικοποίηση όλων σχεδόν των γαλλικών εταιρειών σχεδίασης και κατασκευής αεροσκαφών και αεροπορικών συστημάτων.

Συνολικά 23 εταιρείες, οι οποίες αντιπροσώπευαν το 80% της γαλλικής αεροπορικής βιομηχανίας συγχωνεύθηκαν τότε, ενώ μόνο το 10% των εταιρειών κατασκευής κινητήρων και ελίκων κρατικοποιήθηκε και συγχωνεύθηκε μέσα από μία ταχύτατη διαδικασία, η οποία χωρίς καμία εξήγηση άφησε έξω κορυφαίους κατασκευαστές όπως την Ισπάνο-Σουίζα, την Ρενώ και την Γκνομ-Ρον.

Η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε με βάση καθαρά πολιτικά δεδομένα, θα αποδεικνυόταν καταστροφική στο μέλλον, καθώς ενώ τα κρατικά εργοστάσια (που έπαιρναν και τις γενναίες επιχορηγήσεις) παρήγαγαν κανονικά μεγάλους αριθμούς νέων αεροσκαφών, οι εταιρείες κατασκευής κινητήρων και παρελκομένων αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στους ρυθμούς παραγωγής τους, με αποτέλεσμα από το καλοκαίρι του 1939 μέχρι και τον Απρίλιο του 1940, εκατοντάδες νέα καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά αεροσκάφη να στοιβάζονται έξω από τις γραμμές παραγωγής, περιμένοντας κινητήρες και έλικες προκειμένου να παραδοθούν στις μονάδες, που με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών τα περίμεναν εναγωνίως.

Επιπρόσθετα, η κρατικοποίηση και οι συγχωνεύσεις εταιρειών είχαν σαν αποτέλεσμα σοβαρές καθυστερήσεις στις γραμμές παραγωγής, κυρίως λόγω των σοβαρών ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα μέσα στο 1937.

Οι ανακατατάξεις αυτές δεν ήταν τίποτε άλλο από μία σειρά νέων κανονισμών λειτουργίας που επιβλήθηκαν από το ίδιο το κράτος και αφορούσαν τον καθορισμό των ωρών εργασίας, του ορίου των υπερωριών σε ημερήσια και μηνιαία βάση, τους κατώτατους μισθούς των εργαζομένων κ.ο.κ.

Επίσης, είχαν να κάνουν και με την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων και την αγορά νέων εργαλειoμηχανών και νέου μηχανολογικού εξοπλισμού.

Όλες αυτές οι διαδικασίες (σε συνδυασμό με το ότι ακόμη και όταν η σκιά του πολέμου ήταν πλέον ορατή, τα γαλλικά εργοστάσια κατασκευής αεροσκαφών δεν λειτουργούσαν ούτε σε εικοσιτετράωρη βάση αλλά ούτε και τα Σαββατοκύριακα!) είχαν ένα πολύ μεγάλο κόστος τόσο σε χρήματα όσο και σε χρόνο.

Χαρακτηριστικό της καθυστέρησης που σημειώθηκε στην ανάπτυξη και την κατασκευή νέων αεροσκαφών είναι το ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης πλήρους χρονιάς των κρατικοποιήσεων, το 1937, κατασκευάστηκαν μόλις 145 καταδιωκτικά αεροσκάφη, εκ των οποίων τα 60 μόνο ήταν μονοπλάνα D 510 και τα υπόλοιπα διπλάνα.

Τέλος, παρά τις συγχωνεύσεις των εταιρειών που πραγματοποιήθηκαν μέσω των κρατικοποιήσεων, το πρόβλημα της υπερπροσφοράς πολλών διαφορετικών σχεδιάσεων εξακολούθησε να παραμένει, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα μίας πλήρους και σωστής αξιολόγησης και επιλογής, καθώς η Αεροπορία έπρεπε αναγκαστικά να αγοράσει «κάτι» από όλα.

Έτσι, από το 1936 μέχρι το 1940 πραγματοποιήθηκαν δεκάδες μικρές παραγγελίες αεροσκαφών, τα οποία ήταν αφενός λίγα σε αριθμό και αφετέρου «φτωχά» σε επιδόσεις και επιχειρησιακές δυνατότητες, αφού ακόμη και οι διαδικασίες υποβολής προδιαγραφών και αξιολόγησης του υπουργείου Αεροπορίας δεν είχαν ανανεωθεί ποτέ και ήταν ίδιες με αυτές που ίσχυαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20!

Αυτοί ήταν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η γαλλική Αεροπορία παρελάμβανε μέχρι και τον Ιούνιο του 1938 ξεπερασμένα D510 και περίμενε για αρκετό καιρό την παραλαβή των πρώτων σύγχρονων Μοράν Σωλνιέρ MS 406. Χρειάστηκε να έρθει ο Ιανουάριος του 1939 για να παραληφθούν τα πρώτα 13 MS 406, ενώ μέχρι και τον Αύγουστο του 1939 (λίγες εβδομάδες πριν το ξέσπασμα του πολέμου) ο «Στρατός του Αέρα» διέθετε 442 καταδιωκτικά αεροσκάφη που –υπό προϋποθέσεις– μπορούσαν να θεωρηθούν σύγχρονα, μαζί με 107 αμερικάνικα Χωκ 75 της Κέρτις.

Σε ό,τι αφορά τώρα την κατάσταση της δύναμης των γαλλικών βομβαρδιστικών, αυτή ήταν ακόμη πιο τραγική. Από τα 399 συνολικά διαθέσιμα βομβαρδιστικά, πέντε μόνο LeO 451 (που είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία το καλοκαίρι του 1939) μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόμαχα. Τα υπόλοιπα γαλλικά βομβαρδιστικά που αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά της δύναμης κρούσης του «Στρατού του Αέρα» ήταν στην πλειοψηφία τους απηρχαιωμένα αεροσκάφη των τύπων Bloch 200 και Amiot 143, με ανοικτά κόκπιτ και πολυβολεία και σταθερά συστήματα προσγείωσης.

Αντιλαμβανόμενοι την κρισιμότητα της κατάστασης, οι Βρετανοί προτείνουν την αποστολή Εκστρατευτικής Δύναμης (British Expeditionary Force/ BEF) στη Γαλλία, μετά την εκδήλωση της γερμανικής επίθεσης στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Ως τμήμα του εκστρατευτικού αυτού Σώματος θα αποσταλεί και μία δύναμη βρετανικών καταδιωκτικών Χάρικαιην και Γκλαντιαίητορ (Air Component) και βομβαρδιστικών Μπατλ και Μπλενχάιμ (Advanced Air Striking Force/ AASF), η δράση της οποίας μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ Βρετανών και Γάλλων. Οι μεν επιμένουν στο ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν και οι δε υποστηρίζουν ότι αυτό δεν ήταν αρκετό και ότι στην ουσία εγκαταλείφθηκαν.

Εναρξη των επιχειρήσεων
Κάτω Χώρες & βόρεια Γαλλία

Η περίοδος του «ψεύτικου πολέμου» ουσιαστικά και επίσημα τερματίστηκε με την επίθεση των δυνάμεων του Γ’ Ράιχ στις 10 Μαΐου 1940, σε Βέλγιο, Ολλανδία και Γαλλία ταυτόχρονα. Την ημέρα εκείνη ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν αναγκάζεται να παραιτηθεί, μετά από μία σειρά ασφυκτικών πιέσεων και έντονων επικρίσεων που δέχθηκε στο Κοινοβούλιο, όχι μόνο τις ημέρες πριν από την εκδήλωση της επίθεσης, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια των γερμανικών επιχειρήσεων σε Νορβηγία και Δανία.

Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τού είχαν καταλογίσει σοβαρές ευθύνες, αφού είχε καθυστερήσει εγκληματικά την αποστολή βρετανικών αεροναυτικών δυνάμεων εκεί, περιμένοντας την απόφαση της Σουηδίας (!) να παράσχει βοήθεια ή όχι στις γειτονικές της χώρες.

Η γερμανική επίθεση στις Κάτω Χώρες, με βάση τη φιλοσοφία του «κεραυνοβόλου πολέμου» (Blitzkrieg), άρχισε με τον βομβαρδισμό των δύο μεγαλύτερων ολλανδικών πόλεων, του Ρότερνταμ και της Χάγης, από αεροσκάφη του 2ου Στόλου της Λουφτβάφε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες. Σχεδόν παράλληλα, βομβαρδίστηκε και πολυβολήθηκε ανηλεώς από Bf-109 και Me-110 κάθε ολλανδική στρατιωτική εγκατάσταση για χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο της μίας ώρας, ενώ αμέσως μετά 475 τρικινητήρια μεταγωγικά Ju-52 αποβίβαζαν στρατεύματα σε όλα τα κύρια αεροδρόμια της χώρας και πραγματοποιούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών, δημιουργώντας αεροπρογεφυρώματα στις γέφυρες γύρω και έξω από το Ρότερνταμ και σε κάθε κομβικό σημείο του ολλανδικού οδικού δικτύου.

Οι Ολλανδοί αιφνιδιάστηκαν σε τόσο μεγάλο βαθμό, που χρειάστηκε να περάσουν αρκετές ώρες για να κατορθώσουν να συντονιστούν και να αντιδράσουν. Μόνο το απόγευμα απέκρουσαν ένα μέρος των γερμανικών επιθέσεων στα αεροδρόμια του Ίπενμπουργκ και του Βάλκενμπουργκ, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στις αερομεταφερόμενες μονάδες του στρατηγού Κουρτ Στούντεντ, καταστρέφοντας στο έδαφος και στον αέρα 157 συνολικά Ju-52.

Η ολλανδική Αεροπορία, την ημέρα της επίθεσης, είχε μόλις 132 επιχειρησιακά διαθέσιμα αεροσκάφη. Από αυτά, τα 40 ήταν απηρχαιωμένα Fokker C.X. και C.V., καθώς και αναγνωριστικά Koolhoven F.K.51. Τα πλέον αξιόμαχα ολλανδικά καταδιωκτικά ήταν τα Fokker G.1A και τα μονοθέσια D.XX1. Όσα από αυτά παρέμειναν άθικτα μετά τους πρώτους γερμανικούς βομβαρδισμούς, ευρίσκοντο σχεδόν μονίμως στον αέρα αντιμετωπίζοντας τους επερχόμενους γερμανικούς σχηματισμούς. Όλα καταρρίφθηκαν από Bf-109 και Me-110C μέσα σε δύο ημέρες, ενώ οι Ολλανδοί χειριστές κατόρθωσαν να πετύχουν την κατάρριψη 3 μόλις He-111.

Μέχρι τις 14 Μαΐου η τύχη της Ολλανδίας είχε κριθεί, ενώ και το Βέλγιο είχε σχεδόν καταληφθεί. Εκεί, η γερμανική εισβολή ξεκίνησε με έναν πρωτοποριακό τρόπο, καθώς για πρώτη φορά γινόταν χρήση ανεμοπτέρων για τη μετάβαση επίλεκτων δυνάμεων σε συγκεκριμένα σημεία πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Πρώτος στόχος των γερμανικών αερομεταφερόμενων δυνάμεων ήταν το υπερσύγχρονο οχυρό του Έμπεν Εμαέλ βόρεια της Λιέγης.

Συνολικά 41 ανεμόπτερα DFS 230 που ρυμουλκήθηκαν από Ju-52 τόσο πάνω από το οχυρό όσο και πάνω από τις τρεις συνολικά γέφυρες της διώρυγας του Αλβέρτου που συνέδεαν οδικά το Μάαστριχτ με τις κυριότερες πόλεις της βελγικής ενδοχώρας, προσγειώθηκαν, χωρίς η βελγική άμυνα να αντιληφθεί το τι ακριβώς συνέβαινε. Μέσα σε 24 ώρες, το οχυρό παραδιδόταν με συνολικές απώλειες από τη γερμανική πλευρά 6 νεκρούς και 19 μόλις τραυματίες. Οι δε γέφυρες της διώρυγας του Αλβέρτου πέρασαν ανέπαφες στον έλεγχο της Βέρμαχτ, αφού οι Βέλγοι δεν πρόλαβαν να τις ανατινάξουν.

Αργότερα κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης Μαΐου, οι Βρετανοί απέστειλαν 5 μονοκινητήρια βομβαρδιστικά Φαίρεϋ Μπατλ της AASF με πληρώματα που προσφέρθηκαν εθελοντικά, να βομβαρδίσουν τις γέφυρες συνοδευόμενα από όσα Χάρικαιην μπορούσαν να διατεθούν (12 αεροσκάφη). Έτσι τα αεροσκάφη των Νο 1, Νο 73, Νο 85 και Νο 87 Μοιρών Δίωξης, πέταξαν μαζί και πίσω από τα Μπατλ κατά τη διάρκεια της αποστολής. Τα 8 Χαρικαίην της Νο 1 Μοίρας έφτασαν πρώτα πάνω από την περιοχή των στόχων και αμέσως δέχθηκαν την επίθεση ενός μεγάλου αριθμού Bf-109 που περιπολούσαν σε μεγαλύτερο ύψος.

Μέσα σε ελάχιστα λεπτά τα 6 έπεφταν από τα πυρά των γερμανικών αεροσκαφών, αλλά ο αντικειμενικός σκοπός της προπορείας των Χάρικαιην της Νο 1 Μοίρας είχε επιτευχθεί. Τα Μπατλ κατόρθωσαν και πέρασαν προς τους στόχους τους. Τότε όμως ήταν που ήρθε και η ολοκληρωτική καταστροφή, αφού 4 από τα 5 βομβαρδιστικά, καταρρίφθηκαν σχεδόν αμέσως από τα γερμανικά αντιαεροπορικά!

Επάνω στις γέφυρες που οι Γερμανοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν άθικτες, δεν έπεσε ούτε μία βόμβα. Στο δυτικό μόνο άκρο της γέφυρας του Βρενχόφεν συνετρίβη το τελευταίο αεροσκάφος, μετά από προσπάθεια του χειριστή του να την καταστρέψει πέφτοντας επάνω της. Τόσο αυτός, o υποσμηναγός Ντόναλντ Γκάρλαντ, όσο και ο παρατηρητής του, σμηνίας Τομ Γκρέι, τιμήθηκαν μετά θάνατον με τον Σταυρό της Βικτωρίας, τους πρώτους που απονεμήθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε ό,τι αφορά την επίθεση στη Γαλλία, από την αυγή μέχρι και το σούρουπο της 10ης Μαΐου, η Λουφτβάφε προσέβαλε 42 συμμαχικά (γαλλικά και βρετανικά) αεροδρόμια και πεδία προσγείωσης στην ευρύτερη περιοχή της βόρειας και βορειοανατολικής Γαλλίας. Οι επιθέσεις εστιάστηκαν στις αεροπορικές βάσεις της Λυόν, του Ντιζόν, του Μετζ, του Νανσύ και του Ρομυλί, οι οποίες τελικά υπέστησαν σχετικά περιορισμένες ζημιές, καθώς η κύρια επιθετική της προσπάθεια στράφηκε την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων εναντίον των 30 περίπου αεροδρομίων της Ολλανδίας και του Βελγίου.

Τα βομβαρδιστικά He-111, Do.17 και Ju-88 που πραγματοποίησαν αποστολές βομβαρδισμού την ημέρα εκείνη ήταν συνολικά περισσότερα από 400. Οι Γάλλοι χειριστές των Μοιρών Δίωξης της Βόρειας Ζώνης Αεροπορικών Επιχειρήσεων (ZOAN) κατέρριψαν 42 γερμανικά βομβαρδιστικά μέχρι το βράδυ της 10ης Μαΐου, ενώ οι Βρετανοί συνάδελφοί τους δήλωσαν την καταστροφή άλλων 36. Και τα δύο αυτά νούμερα βέβαια δεν είναι επιβεβαιωμένα, καθώς τόσο τα αρχεία των περισσότερων βρετανικών αλλά και γαλλικών Μοιρών που επιχειρούσαν από αεροδρόμια της βόρειας Γαλλίας κατά την αρχική φάση της επίθεσης, καταστράφηκαν.

Η δύναμη της γαλλικής Αεροπορίας ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ζώνες. Η Βόρεια Ζώνη Αεροπορικών Επιχειρήσεων (Zone d’Operations Aeriennes Nord/ ZOAN) που ήταν και αυτή που υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες σε καταδιωκτικά κατά την αρχική φάση της γερμανικής επίθεσης, περιλάμβανε 4 Πτέρυγες Δίωξης, με 16 Μοίρες εξοπλισμένες με καταδιωκτικά MS 406, Η-75 και ΜΒ 152 στην πλειοψηφία τους.

Οι 4 δε από αυτές ήταν Μοίρες Νυχτερινής Δίωξης εξοπλισμένες με δικινητήρια Ποτέζ 631. Στον τομέα της δύναμης σε αεροσκάφη βομβαρδισμού υπήρχαν διαθέσιμες 3 Πτέρυγες Βομβαρδισμού, με 6 μόλις Μοίρες στη δύναμη των οποίων υπήρχαν 67 μόνο δικινητήρια αεροσκάφη. Από αυτά, μόνο τα 22 Leo 451 των GB I/12 και GB II/12 (Groupement de Bombardement) μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόμαχα.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις μονάδες αναγνώρισης και παρατήρησης, μόνο μία Μοίρα (GR II/33) υπαγόταν στη γαλλική Αεροπορία. Όλες οι άλλες μονάδες αναγνώρισης και παρατήρησης της ΖΟΑΝ υπάγονταν απευθείας στο αρχηγείο του γαλλικού Στρατού. Στη διάθεση της 1ης Στρατιάς (1re Armee) υπήρχαν 8 Μοίρες Αναγνώρισης και Παρατήρησης με 69 αεροσκάφη συνολικά, στη 2η Στρατιά υπήρχαν 5 Μοίρες με δύναμη 45 αεροσκαφών, στην 7η Στρατιά υπήρχαν 4 Μοίρες με 40 ετοιμοπόλεμα αεροσκάφη και στη διάθεση της 9ης Στρατιάς υπήρχαν 5 Μοίρες με 37 αεροσκάφη.

Η Ανατολική Ζώνη Αεροπορικών Επιχειρήσεων (Zone d’Operations Aeriennes Est-ZOAE) περιλάμβανε την ενισχυμένη 10η Πτέρυγα Δίωξης με 6 Μοίρες και 126 καταδιωκτικά, δύο Πτέρυγες Βομβαρδισμού με 4 Μοίρες συνολικής δύναμης 28 μόλις απαρχαιωμένων στην πλειοψηφία τους αεροσκαφών και μία Μοίρα (GR I/52) αναγνώρισης και παρατήρησης. Όπως και στην περίπτωση της ΖΟΑΝ, έτσι κι εδώ, στη διάθεση της 3ης Στρατιάς υπάγονταν 6 Μοίρες με 50 αεροσκάφη, στη 4η Στρατιά 3 Μοίρες με 22 αεροσκάφη και στην 5η Στρατιά, 5 Μοίρες Αναγνώρισης και Παρατήρησης με 41 αεροσκάφη.

Στη Νότια Ζώνη Αεροπορικών Επιχειρήσεων (Zone d’Operation Aeriennes Sud – ZOAS) υπάγονταν μία μόνο Πτέρυγα Δίωξης με δύο Μοίρες και 57 αεροσκάφη (56 MS406 και ένα D 520), ενώ υπήρχε και μία μικτή Μοίρα Βομβαρδισμού/Αναγνώρισης και παρατήρησης με 4 μόνο αεροσκάφη επιχειρησιακά διαθέσιμα και 3 Μοίρες Αναγνώρισης και Παρατήρησης με 22 αεροσκάφη που υπάγονταν απευθείας στην 5η Στρατιά.

Τέλος, στη Ζώνη Αεροπορικών Επιχειρήσεων της περιοχή των Άλπεων (Zone d’Operations Aeriennes des Alpes – ZOAA) υπάγονταν 8 Μοίρες Δίωξης (μεταξύ αυτών και η GC I/145 που ήταν επανδρωμένη με Πολωνούς χειριστές) με 94 αεροσκάφη, 6 Πτέρυγες Βομβαρδισμού με 13 Μοίρες και 97 αεροσκάφη, ενώ σε ό,τι αφορά τη δύναμη των αεροσκαφών αναγνώρισης υπήρχαν υπαγόμενες στη Στρατιά των Άλπεων 8 Μοίρες με 34 αεροσκάφη.

Οι βρετανικές Μοίρες καταδιωκτικών που υπάγονταν στο Αεροπορικό Απόσπασμα (Αir Component) της BEF με διοικητή τον υποπτέραρχο Μπλάουντ και έδρευαν στη Γαλλία στις 10 Μαΐου ήταν οι 85η και 87η της 60ης Πτέρυγας Δίωξης (Fighter Wing) με αεροσκάφη Χάρικαιην Mk.I, 607η και 615η της 61ης Πτέρυγας Δίωξης με διπλάνα Γκλαντιαίητορ και ελάχιστα Χαρικαίην Mk.I και οι 3η και 79η της 63ης Πτέρυγας Δίωξης με Χάρικαιην Mk.I. Στη δύναμη του Αεροπορικού Αποσπάσματος υπάγονταν επίσης οι 18η και 57η Μοίρες της 70ής Πτέρυγας Βομβαρδισμού/Αναγνώρισης με αεροσκάφη Μπλενχάιμ Mk.V, η 53η Μοίρα της 52ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού, επίσης με Μπλενχάιμ Mk.IV, οι 4η, 13η και 16η Μοίρες της 50ής Πτέρυγας Στρατιωτικής Συνεργασίας (Army Cooperation Wing) με αεροσκάφη Λύσαντερ και οι 2η και 26η Μοίρες της 51ης Πτέρυγας Στρατιωτικής Συνεργασίας, επίσης με αεροσκάφη Λύσαντερ.

Το Αεροπορικό Απόσπασμα πλαισίωνε και η Προωθημένη Δύναμη Κρούσης (ΑASF) της RAF με διοικητή τον υποπτέραρχο Πλαίηφαιρ.

Στη δύναμή της υπάγονταν οι 1η, 73η, 212η και 501η Μοίρες της 67ης Πτέρυγας Δίωξης με αεροσκάφη Χαρικαίην Mk.I, οι 105η, 114η, 139η και 150η Μοίρες της 71ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού με μονοκινητήρια Μπατλ και δικινητήρια Μπλενχάιμ Mk.V, οι 88η, 103η και 208η Μοίρες της 75ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού εφοδιασμένες με αεροσκάφη Μπατλ και οι 12η, 142η και 226η Μοίρες της 76ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού, εφοδιασμένες με αεροσκάφη του ίδιου τύπου.

Οι γαλλικές και οι βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις που επιχειρούσαν από αεροδρόμια και πεδία προσγείωσης στη βόρεια και βορειοανατολική Γαλλία, παρέμειναν μάλλον άθικτες την 10η Μαΐου, αφού η Λουφτβάφε εστίασε την επιθετική της προσπάθεια στα αεροδρόμια του Βελγίου και της Ολλανδίας.

Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση φαινόταν να χειροτερεύει από ώρα σε ώρα, το γαλλικό Γενικό Αρχηγείο Αεροπορίας δίσταζε αρχικά να αποστείλει τα διαθέσιμα συμμαχικά βομβαρδιστικά, εναντίον των γερμανικών χερσαίων δυνάμεων που προχωρούσαν νοτιοδυτικά με μεγάλη ταχύτητα, μέσω δύο κύριων οδικών αρτηριών που οδηγούσαν στο Μως και το Σεντάν. Τελικά, διαταγές επίθεσης από αέρος δόθηκαν στις έντεκα το πρωί, αλλά ακόμη και τότε δεν αφορούσαν την προσβολή μεγάλων συγκεντρώσεων των γερμανικών δυνάμεων στα σημεία που αυτές είχαν εντοπιστεί.

Ο στρατηγός Ντ’ Αστιέρ Ντε Λα Βιγκερί, ως επικεφαλής της ΖΟΑΝ, έστειλε σήμα στο Γενικό Αρχηγείο ζητώντας την έκδοση νέων σαφέστερων διαταγών, που θα κάλυπταν έστω και μερικώς τις επιχειρησιακές ανάγκες των δύσκολων εκείνων ωρών, ενώ ο διοικητής των βρετανικών αεροπορικών δυνάμεων στη Γαλλία (BAFF-British Air Forces France) πτέραρχος Μπάρατ, μη έχοντας άλλα περιθώρια αναμονής, αποφάσισε να πράξει αυτόβουλα.

Τηλεφώνησε λοιπόν στον Γάλλο διοικητή του νοτιοανατολικού μετώπου στρατηγό Ζωρζ και τον πληροφόρησε ότι επρόκειτο πολύ σύντομα να αποστείλει μία δύναμη κρούσης πάνω από τις κύριες συγκεντρώσεις των γερμανικών χερσαίων δυνάμεων σε Βέλγιο και Ολλανδία.

Στις δύο το μεσημέρι, κάποια συμμαχικά αναγνωριστικά που επέστρεψαν έχοντας κατορθώσει να ξεφύγουν από τα πανταχού παρόντα Bf-109 και Μe-110, έφεραν αεροφωτογραφίες μεγάλων εχθρικών φαλαγγών που προωθούνταν από το Λουξεμβρούργο. Αποφασίστηκε λοιπόν η ταχύτερη δυνατή απογείωση 32 μονοκινητήριων βρετανικών βομβαρδιστικών Φαίρει Μπατλ των 12ης, 103ης, 105ης, 142ης, 150ής, 218ης και 226ης Μοιρών Βομβαρδισμού. Πλησιάζοντας προς την περιοχή των στόχων, τα βρετανικά βομβαρδιστικά που συνοδεύονταν από 8 μόνο Χαρρικαίην των Νο 1 και Νο 73 Μοιρών, χωρίστηκαν σε τέσσερα κύματα των οκτώ.

Η επίθεση που ακολούθησε είχε μάλλον φτωχά αποτελέσματα για τους Βρετανούς, καθώς παρά το ότι δεν εμφανίστηκαν γερμανικά καταδιωκτικά, 13 Μπατλ κατερρίφθησαν από τα πυρά των αντιαεροπορικών Βίρλινγκ των 20 χλστ. που συνόδευαν τις φάλαγγες, ενώ τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατόρθωσαν να επιστρέψουν έχοντας υποστεί μικρής ή μεγάλης έκτασης ζημιές! Στις τρεις και μισή το μεσημέρι, άλλα 32 αεροσκάφη του ιδίου τύπου επιχείρησαν να πλήξουν τις γερμανικές φάλαγγες της 16ης Στρατιάς στο Λουξεμβούργο και μάλιστα χωρίς συνοδεία καταδιωκτικών.

Αυτή την φορά, όμως, τα Βf-109 εμφανίστηκαν πάνω από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει ενωρίτερα κι έτσι αφενός και πάλι τα αποτελέσματα της αποστολής ήταν μηδαμινά, αφετέρου μέσα σε λίγα λεπτά χάθηκαν 10 Μπατλ στις εμπλοκές που σημειώθηκαν. Μόνο κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων, οι Βρετανοί είχαν χάσει 23 αεροπλάνα, νούμερο απαγορευτικό για τη συνέχιση της διεξαγωγής τέτοιου είδους επιχειρήσεων. Έτσι, καμία άλλη παρόμοια απόπειρα διεξαγωγής αποστολών με Μπατλ δεν πραγματοποιήθηκε την ημέρα εκείνη.

Από την άλλη πλευρά, τα δικινητήρια Μπλενχάιμ που είχαν στη διάθεσή τους οι BAFF χωρισμένα σε 6 Μοίρες, υπέστησαν επίσης βαριές απώλειες. Τέσσερις από τις Μοίρες αυτές, οι ενταγμένες στην αεροπορική δύναμη του υποπτέραρχου Μπλάουντ, ανέλαβαν την ίδια ημέρα (10 Μαΐου) την προσβολή και την ανακοπή της προέλασης των τεθωρακισμένων δυνάμεων του στρατηγού Φον Μποκ που διέσχιζαν το Βέλγιο.

Κι εδώ όμως, τα αποτελέσματα ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα και οι απώλειες σε αεροσκάφη απογοητευτικές. Από την πρώτη κιόλας σοβαρή εμπλοκή με τον εχθρό, η RAF διαπίστωνε ότι δύο από τους βασικότερους τύπους της δύναμης των βομβαρδιστικών αεροσκαφών που διέθετε ήταν επιχειρησιακά αν όχι άχρηστοι, επικίνδυνα ευάλωτοι.

Για τη γερμανική πλευρά, οι εξελίξεις ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικές. Μετά το τέλος του πολέμου εκτιμήθηκε ότι ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη Ιστορία, χερσαίες δυνάμεις δεν λειτούργησαν τόσο καλά σε συνδυασμό με αεροπορικές. Η Λουφτβάφε είχε στη διάθεσή της 3.500 αεροσκάφη τα οποία τραβήχτηκαν από τη δύναμη των 2ου και 3ου Στόλων (Luftflotte 2 και 3) των Άλμπερτ Κέσελρινγκ και Χιούγκο φον Σπέρλε αντίστοιχα.

Τα αεροσκάφη ισοκατανεμήθηκαν (ανά 750 περίπου) σε 5 Αεροπορικά Σώματα (Fliegerkorps Ι, ΙΙ, ΙV, V και VII). Το πρώτο τελούσε υπό τις διαταγές του Λόθαρ φον Ριχτχόφεν, εξαδέλφου του διάσημου άσσου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Απέναντι σε αυτή την ισχυρότατη αεροπορική αρμάδα, η γαλλική Αεροπορία είχε να αντιπαρατάξει 900 περίπου επιχειρησιακά διαθέσιμα αεροσκάφη, μαζί με άλλα 230 περίπου που ανήκαν στην RAF. Από τα τελευταία, τα 90 περίπου ήταν καταδιωκτικά και το 1/3 περίπου του αριθμού αυτού, ήταν διπλάνα Γκλόστερ Γκλαντιέιτορ των Νο 607 και Νο 615 Μοιρών Δίωξης.

Με την έναρξη των επιχειρήσεων, οι τελευταίες αυτές μονάδες αξιοποιήθηκαν κυρίως μέσω της διεξαγωγής αποστολών συνοδείας των αναγνωριστικών Λύσαντερ, αλλά μετά τις βαριές απώλειες που υπέστησαν τα τελευταία τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος, η δραστηριότητά τους περιορίστηκε στο ελάχιστο και τα Γκλαντιέιτορ περιπολούσαν στους ουρανούς της βόρειας Γαλλίας ψάχνοντας για ευκαιριακούς στόχους, αλλά και για σχηματισμούς γερμανικών βομβαρδιστικών.

Εκτός από τις δύο Μοίρες των Γκλαντιέιτορ, στη Γαλλία είχαν αποσπαστεί και δύο Μοίρες, οι Νο 85 και Νο 87, εφοδισμένες με Χαρρικαίην Μk.I. Λίγες ώρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής οι μονάδες αυτές ενισχύθηκαν από άλλες τρεις, τις Νο 3, Νο 79 και Νο 504 Μοίρες, ενώ μία τέταρτη, η Νο 501, αποσπάστηκε για την κάλυψη της ευρύτερης περιοχής των οχυρών της «Γραμμής Μαζινώ».

Η τελευταία μάλιστα, με το που έφτασε στη νέα της έδρα, την πόλη Μπεθενβίλ, ανέλαβε αμέσως καθήκοντα. Τα αεροσκάφη της που είχαν απογειωθεί από την αεροπορική βάση του Τάγκμερ, αφού προσγειώθηκαν και ανεφοδιάστηκαν με καύσιμο, απογειώθηκαν ξανά αμέσως, προκειμένου να αναχαιτίσουν μία επερχόμενη δύναμη 40 τουλάχιστον He-111, ενώ οι τεχνικοί και το υπόλοιπο προσωπικό της μονάδας έφτασαν στη νέα της έδρα μία ώρα αργότερα.

Την 11η Μαΐου, η αναποτελεσματικότητα και η ακαταλληλότητα των μονοκινητήριων βομβαρδιστικών Μπατλ στη διεξαγωγή επιχειρήσεων φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο. Οκτώ αεροσκάφη που «τραβήχτηκαν» από τη δύναμη των Νο 88 και Νο 208 Μοιρών, απογειώθηκαν νωρίς το πρωί για την εκτέλεση μίας αποστολής προσβολής των γερμανικών στρατευμάτων που πλησίαζαν τα γαλλικά σύνορα, έχοντας σχεδόν διασχίσει το Λουξεμβούργο.

Τα αεροσκάφη πέταξαν σε μικρό ύψος προκειμένου να αποφύγουν τον εντοπισμό τους από τα εχθρικά καταδιωκτικά, αλλά και να αιφνιδιάσουν τη γερμανική αντιαεροπορική άμυνα. Και η τακτική αυτή όμως δεν λειτούργησε, καθώς ένα μόνο κατόρθωσε να επιστρέψει, έχοντας υποστεί αρκετές ζημιές. Το πλήρωμά του ανέφερε ότι είδε 3 τουλάχιστον αδελφά αεροσκάφη να πέφτουν φλεγόμενα από τα πυρά γερμανικών Bf-109E!

Λίγο αργότερα, ένας αριθμός Μπλενχάιμ της Νο 114 Μοίρας Βομβαρδισμού διατάχθηκε να απογειωθεί με στόχο τις γέφυρες της διώρυγας του Αλβέρτου, προκειμένου να ανακοπεί η προέλαση των γερμανικών αρμάτων προς το Τόνγκερεν. Λίγο πριν την ολοκλήρωση όμως των εργασιών ανεφοδιασμού τους με καύσιμο και της φόρτωσης των βομβών στις καταπακτές τους, το αεροδρόμιο στο οποίο ευρίσκοντο, σε μία περιοχή κοντά στο Σουασόν, δέχθηκε την επίθεση ενός μεγάλου αριθμού γερμανικών βομβαρδιστικών Do-17 που πετούσαν σε μικρό ύψος. Ο αιφνιδιασμός των Βρετανών ήταν πλήρης και σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο του ενός λεπτού το σύνολο σχεδόν των Μπλενχάιμ των Νο 114 και Νο 139 Μοιρών που βρισκόταν στο αεροδρόμιο, καταστράφηκε!

Τα ελάχιστα αεροσκάφη που απέμειναν, αποτραβήχτηκαν δυτικά, καθώς η δύναμη των βρετανικών μέσης ακτίνας βομβαρδιστικών στη Γαλλία είχε πλέον συρρικνωθεί στο μισό της αρχικής. Τόσο η βελγική –με 9 Μπατλ της Μοίρας 5/ΙΙΙ/3 που είχαν απομείνει– όσο και η γαλλική Αεροπορία –με 10 δικινητήρια LeO 451 των GB I/12 και GΒ ΙΙ/12 της 1ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού και 18 Μπρεγκέ 693 των GBA I/54 και ΙΙ/54 (Groupement de Bombardement d’Assault) της 18ης Πτέρυγας Κρούσης της ΖΟΑΝ– αποπειράθηκαν να προσβάλουν και οι ίδιες τις γέφυρες, χωρίς να επιτύχουν όμως το παραμικρό και χάνοντας 15 αεροσκάφη (6 Μπατλ, 8 Μπρεγκέ 693 και 1 LeO 451).

Έτσι, αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 12 Μπλενχάιμ των Νο 21 και Νο 110 Μοιρών που απογειώθηκαν από αεροδρόμια της Μεγάλης Βρετανίας, μαζί με έναν αριθμό γαλλικών LeO 451 των G.B.I/12 και G.B.II/12 της 6ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού της ΖΟΑΕ, επανέλαβαν την επίθεση στις γέφυρες προσεγγίζοντας από διαφορετικές διευθύνσεις.

Και εδώ όμως, κανένα αποτέλεσμα δεν επετεύχθη λόγω του πυκνού γερμανικού αντιαεροπορικού πυρός, ενώ τέσσερα από τα βρετανικά και ένα από τα γαλλικά αεροσκάφη κατερρίφθησαν και όλα τα υπόλοιπα υπέστησαν ζημιές.

Την ίδια ημέρα, η 25η Πτέρυγα Καταδιωκτικών (Groupement De Chasse) που διέθετε μόλις 20 MS-406 της Μοίρας GC III/1 και 11 ΜΒ 152 της Μοίρας GC II/8, μαζί με 4 Χάρρικαιην που διέθεσε το βρετανικό αεροπορικό απόσπασμα, πέταξαν πάνω από το Βέλγιο με σκοπό να παράσχουν κάλυψη σε μονάδες της γαλλικής 7ης Στρατιάς και της BEF, που προσπαθούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους στους ποταμούς Μως και Ντιλέ. Κατά την πορεία τους προς την περιοχή της αποστολής, η προαναφερθείσα δύναμη πλαισιώθηκε και από έναν αριθμό 8 περίπου αμερικανικής κατασκευής Χωκ 75, τα οποία ανήκαν στην GC I/4 της 23ης Πτέρυγας Δίωξης.

Η συγκεκριμένη μονάδα ήταν επιφορτισμένη με την κάλυψη των βρετανικών και γαλλικών βομβαρδιστικών που επιχειρούσαν στην περιοχή των συνόρων της Γαλλίας με το Λουξεμβούργο προς υποστήριξη των συμμαχικών χερσαίων δυνάμεων. Πάνω από την Άντβερπ, τα γαλλικά αεροσκάφη ενεπλάκησαν με Bf-109E της φημισμένης JG26, στις 17.45 και στις 19.10. Οι Γερμανοί χειριστές πέτυχαν την κατάρριψη έξι εξ αυτών στην πρώτη εμπλοκή, από τα οποία τα 4 τουλάχιστον ήταν αμερικάνικα Κέρτις Χωκ 75 (με κάποιο από αυτά πετούσε και ο διοικητής της GC.I/4 Ταγματάρχης Χερτώ), ενώ στη δεύτερη πέτυχαν την κατάρριψη ενός MS-406 και έχασαν ένα αεροσκάφος (η πρώτη απώλεια της JG 26 κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), του οποίου ο χειριστής πιάστηκε αιχμάλωτος.

Αυτή ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες εξόδους της JG 26 εναντίον των γαλλικών Χωκ 75. Το αμερικανικής κατασκευής καταδιωκτικό μπορεί να υστερούσε σε ταχύτητα (303 μ.α.ώ.) και οπλισμό (4 ή 6 πολυβόλα των 7,5 χλστ.) σε σύγκριση με το Bf-109E, εθεωρείτο όμως ένας εξαιρετικά επικίνδυνος αντίπαλος στα χέρια έμπειρων Γάλλων χειριστών, καθώς είχε πολύ καλύτερο βαθμό στροφής και μπορούσε πολύ εύκολα να «πάρει» την ουρά των γερμανικών καταδιωκτικών. Συνολικά, 11 Γάλλοι χειριστές απέκτησαν τον τίτλο του «άσσου», πετυχαίνοντας περισσότερες από 10 καταρρίψεις με το αεροσκάφος αυτό. Συνολικά δε, το αμερικανικό καταδιωκτικό καταλογίστηκε επίσημα με την κατάρριψη 230 γερμανικών αεροσκαφών, από τις 10 Μαΐου μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών.

Το βράδυ της 11ης προς 12η Μαΐου, η Διοίκηση Βομβαρδισμού της RAF έστειλε σχηματισμούς αεροσκαφών Χάμπτεν και Γουάιτλεη πάνω από το Μόναχο και το Γκλαντμπάχ, πραγματοποιώντας την πρώτη βρετανική αεροπορική επιδρομή πάνω από γερμανικό έδαφος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ και την επομένη (12 Μαΐου) η καταστροφή των γεφυρών της διώρυγας του Αλβέρτου συνέχισε να παραμένει ο πρωταρχικής σημασίας στόχος για τη δύναμη της RAF στη Γαλλία.

Τα πράγματα όμως είχαν χειροτερέψει και οι γέφυρες δεν ήταν ο μοναδικός πονοκέφαλος των Συμμάχων. Νωρίς το πρωί, μία σειρά αναφορών από πληρώματα των αναγνωριστικών Λύσαντερ επιβεβαίωνε την προώθηση 4 τουλάχιστον γερμανικών τεθωρακισμένων μεραρχιών, νοτίως της διώρυγας του Αλβέρτου, προς το Ντινάντ.

Η πρώτη αεροπορική επίθεση από την πλευρά των Συμμάχων πραγματοποιήθηκε από 9 Μπλενχάιμ της Νο 139 Μοίρας στον οδικό άξονα Μάαστριχτ-Τόνγκερεν, με στόχο την προσβολή των γερμανικών δυνάμεων. Για άλλη μία φορά, η καταστροφή για τα βρετανικά δικινητήρια ήταν ολοκληρωτική, καθώς 7 από τα 9 συνολικά αεροσκάφη κατερρίφθησαν από τα αντιαεροπορικά και τα γερμανικά καταδιωκτικά.

Κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, οι αποστολές εναντίον των γεφυρών συνεχίστηκαν από δικινητήρια Μπλενχάιμ, τα οποία απογειώθηκαν από αεροδρόμια στη νοτιοανατολική Αγγλία. Μία δύναμη 24 αεροσκαφών των Νο 15 και Νο 40 Μοιρών Βομβαρδισμού, επιτέθηκαν στις γέφυρες του Μως, στα περίχωρα του Μάαστριχτ. Και εκεί όμως, η Λουφτβάφε μαζί με το πυκνό αντιαεροπορικό πυρ, για πολλοστή φορά καραδοκούσαν.

Πριν καν ο στόχος βρεθεί εν όψει, 10 βρετανικά βομβαρδιστικά κατερρίφθησαν! Το απόγευμα, μία σειρά επιδρομών επάνω από τις γερμανικές φάλαγγες στην ευρύτερη περιοχή του Μπουιλόν ανέβασε το ποσοστό των απωλεσθέντων βομβαρδιστικών της RAF κατά τις επιχειρήσεις στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες τη συγκεκριμένη ημέρα, στο 62%. Οι επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων της Βέρμαχτ συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της νύχτας όπου οι απώλειες των βρετανικών αεροσκαφών ήταν μηδαμινές σε σύγκριση με αυτές των ημερήσιων επιδρομών, αλλά και τα αποτελέσματά τους ουσιαστικά ήταν άνευ σημασίας.

Για τη γαλλική Αεροπορία δίωξης, η 12η Μαΐου ήταν μία σημαντική ημέρα, καθώς μία γαλλική Μοίρα εφοδιασμένη με Χωκ 75 κατέρριψε 16 Ju-87 Stuka που πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίων μίας γαλλικής φάλαγγας τεθωρακισμένων στις Αρδέννες. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αποδεικνυόταν το πόσο ευάλωτο ήταν σε επιθέσεις καταδιωκτικών το διάσημο γερμανικό βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως.

Οι βαριές απώλειες των βρετανικών βομβαρδιστικών της 12ης Μαΐου και ο ουσιαστικός αφανισμός της δύναμης των Μπλενχάιμ του αεροπορικού αποσπάσματος στη Γαλλία, είχαν σαν αποτέλεσμα τη διεξαγωγή μίας μόνο επιθετικής ενέργειας από την πλευρά των Βρετανών στις 13 του μήνα. Ένας μικρός αριθμός Φαίρευ Μπατλ της Νο 226 Μοίρας Βομβαρδισμού βομβάρδισε ένα εργοστάσιο στην πόλη Μπρέντα και κατόπιν επιχείρησε να μπλοκάρει την κεντρική οδική αρτηρία της ακινητοποιώντας οχήματα και άρματα της 9ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, με απώτερο στόχο την έστω και για μικρό χρονικό διάστημα ακινητοποίησή της. Η συγκεκριμένη γερμανική δύναμη ήταν αυτή που πίεζε άλλωστε ασφυκτικά τη γαλλική 7η Στρατιά, στις απεγνωσμένες εκκλήσεις της οποίας η μόνη αεροπορική κάλυψη που παρασχέθηκε ήταν αυτά τα λίγα Μπατλ.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Μαΐου έγινε πλέον αντιληπτό ότι η κύρια γερμανική επιθετική ενέργεια προς νότο είχε επικεντρωθεί στον τομέα του Σεντάν. Στις απεγνωσμένες του προσπάθειες να διατηρήσει τις γαλλικές αμυντικές γραμμές αμετακίνητες, ο στρατηγός Μπιλότ, διοικητής των γαλλικών δυνάμεων στην περιοχή, τηλεφώνησε στον πτέραρχο Μπάρατ και του ζήτησε να στείλει αμέσως όσα αεροσκάφη είχε διαθέσιμα (γύρω στα 70 Μπατλ), προκειμένου να πλήξουν τις πλωτές γέφυρες που οι Γερμανοί είχαν «ρίξει» στον ποταμό Σωμ.

Χωρίς χρονοτριβή, ο Βρετανός πτέραρχος έδωσε εντολή να απογειωθούν 5 αεροσκάφη της Νο 103 Μοίρας και 5 της Νο 150 Μοίρας Βομβαρδισμού, τα οποία παραδόξως πραγματοποίησαν την αποστολή και επέστρεψαν ανέπαφα στις βάσεις τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας οι επιθέσεις συνεχίστηκαν από γαλλικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη, τα οποία υπέστησαν βαρύτατες απώλειες. Το ίδιο συνέβη και με τις τελευταίες απόπειρες των εναπομεινάντων βρετανικών βομβαρδιστικών. Το ποσοστό των απωλειών της RAF στις απογευματινές επιχειρήσεις καταστροφής των γερμανικών πλωτών γεφυρών έφτασε το 56%, με επίσημα καταγεγραμμένη την απώλεια 102 μελών πληρωμάτων, τη στιγμή που μόνο 2 γέφυρες καταστράφηκαν!

Πέραν αυτών, η 14η Μαΐου ήταν και η ημέρα που με παρέμβαση του αρχηγού της Διοίκησης Καταδιωκτικών της RAF, Αρχιπτέραρχου Χιου Ντάουντιγκ, αποτράπηκε η αποστολή πρόσθετων Χαρρικαίην στη Γαλλία. Ο Ντάουντιγκ, σε έκτακτη συνάντηση που είχε με τον Άγγλο πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, επέμεινε σθεναρά στις θέσεις του, που ήθελαν την αποστολή πρόσθετων πολύτιμων καταδιωκτικών στη Γαλλία μάταιη και επικίνδυνη για την κατάσταση που θα αντιμετώπιζε στο άμεσο μέλλον η ίδια η Βρετανία.

Δύο περίπου μήνες αργότερα, θα αποδεικνυόταν πόσο δίκιο είχε, αφού τα 120 αεροσκάφη που ζητούσαν οι Γάλλοι, ούτως ή άλλως δεν θα ήταν δυνατόν να αλλάξουν τις ισορροπίες και να πάρουν από τη Λουφτβάφε το πλεονέκτημα της αεροπορικής κυριαρχίας και υπεροχής σε όλους σχεδόν τους τομείς, ενώ αποδείχθηκαν πολύτιμα στην αντιμετώπιση των γερμανικών αεροπορικών επιδρομών πάνω από την Αγγλία, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1940.

Χωρίς να έχουν άλλη εναλλακτική λύση, οι Βρετανοί αναγκάστηκαν το πρωί της 15ης Μαΐου να στείλουν ξανά 12 Μπλενχάιμ του 2ου Γκρουπ της Διοίκησης Βομβαρδισμού πάνω από τις γερμανικές φάλαγγες, αυτή τη φορά όμως συνοδευόμενα από 150 γαλλικά καταδιωκτικά που, εκτός από το ότι είχαν επωμισθεί την προστασία των βρετανικών αεροσκαφών, ανέλαβαν και την κατά περίπτωση προσβολή των γερμανικών φαλαγγών.

Τα δε Μπατλ πραγματοποίησαν μία μόνο έξοδο στην περιοχή του Σεντάν, μετά τη δύση του ηλίου. Από απόψεως συνολικών απωλειών, μέχρι και τη λήξη των επιχειρήσεων το βράδυ της 15ης Μαΐου, η RAF είχε χάσει στη Γαλλία 86 Μπατλ, 81 Μπλενχάιμ, 9 Λύσσαντερ και 71 Χαρρικαίην και Γκλαντιαίητορ!

Η εκκένωση της Δουνκέρκης

Από το πρωί της 16ης Μαΐου άρχισε στην ουσία η αποχώρηση των βρετανικών μονάδων από τη Γαλλία. Τα Μπατλ και τα ελάχιστα Μπλενχάιμ που είχαν απομείνει ανέπαφα, είτε είχαν μεταφερθεί σε ασφαλή αεροδρόμια νοτιοδυτικά είτε είχαν επιστρέψει στην Αγγλία. Οι επιχειρήσεις βομβαρδισμού εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων που πλέον εισέβαλαν στη Γαλλία από τον βορρά και από τα βορειοανατολικά γινόταν μόνο από αεροδρόμια της νοτιοανατολικής Αγγλίας, κυρίως από αεροσκάφη Μπλενχάιμ του 2ου Γκρουπ της Διοίκησης Βομβαρδιστικών.

Παρ’ όλα αυτά, οι επαναλαμβανόμενες βαριές τους απώλειες συνέχισαν να αμαυρώνουν κάθε αποστολή. Σε μία μάλιστα αποστολή που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 17ης Μαΐου από τα 12 αεροσκάφη της Νο 82 Μοίρας με στόχο το Γκεμπλάξ, μόνο ένα κατόρθωσε να επιστρέψει! Τα υπόλοιπα 11 κατερρίφθησαν από Bf-109 μόλις «έσπασαν» τους σχηματισμούς τους, λόγω του πυκνού γερμανικού αντιαεροπορικού πυρός.

Σταδιακά, στην ασφάλεια που προσέφεραν τα βρετανικά αεροδρόμια μεταφέρθηκαν και τα καταδιωκτικά Χαρρικαίην και Γκλαντιαίητορ των Νο 615 και Νο 607 Μοιρών, αφού πρώτα κάλυψαν την οπισθοχώρηση όλων των μονάδων της RAF μαζί με το προσωπικό και το υλικό τους προς τα δυτικά και κατόπιν προς την Αγγλία. Τελικά, όλα τα βρετανικά αεροσκάφη αποχώρησαν από τη βορειοδυτική Γαλλία στις 21 Μαΐου μετά από διαταγή του Αντιπτέραρχου Μπλάουντ και στις ημέρες που ακολούθησαν ο νότιος τομέας της Διοίκησης Καταδιωκτικών ανέλαβε να καλύψει από αέρος την αποχώρηση και των χερσαίων βρετανικών, βελγικών και γαλλικών δυνάμεων από τα λιμάνια της Βουλώνης, του Καλαί και της Δουνκέρκης.

Όσον αφορά στα γαλλικά βομβαρδιστικά, αυτά ελάχιστα κατόρθωσαν να επιτύχουν, καθώς αφενός ήταν στην πλειοψηφία τους απαρχαιωμένα και εντελώς ακατάλληλα για να λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις, αφετέρου η ταχύτητα της γερμανικής προέλασης ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Γάλλους να τα αποσύρουν προς το κεντρικό τμήμα της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι το ότι πολλές φορές τα γαλλικά πληρώματα, επιστρέφοντας για προσγείωση στις βάσεις τους, έβλεπαν γερμανικά άρματα μέσα και έξω από αυτές.

Σοβαρές απώλειες υπέστησαν οι Μοίρες Βομβαρδισμού που διέθεταν τα πιο σύγχρονα αεροσκάφη, όπως τα LeO 451 και τα αμερικανικά Glenn Martin 167F και DB7. Οι μονάδες αυτές συμμετείχαν στις επιχειρήσεις και σταδιακά ενισχύονταν από αεροσκάφη των παραπάνω τύπων, τα οποία ανήκαν σε Μοίρες Βομβαρδισμού που έδρευαν στο Μαρόκο και την Αλγερία.

Από την πλευρά τους, οι γαλλικές Μοίρες Δίωξης στο σύνολό τους είχαν χάσει περισσότερα από 150 αεροσκάφη μέχρι την 5η Ιουνίου. Η πρώτη εμπλοκή μεταξύ των βρετανικών Σπιτφάιρ και των Bf-109 σημειώθηκε πάνω από τις βορειοδυτικές γαλλικές ακτές στις 23 Μαΐου και κατά τη διάρκειά της οι χειριστές της Νο 92 Μοίρας με έδρα το Χόρντσερτς κατέρριψαν 6 γερμανικά καταδιωκτικά χάνοντας 1 μόνο Σπιτφάιρ.

Οι Γερμανοί χειριστές, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών του πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, συναντούσαν έναν ισάξιο –εάν όχι ανώτερο– αντίπαλο στον αέρα.

Στις 25 Μαΐου, η Βουλώνη κατελήφθη από τις γερμανικές δυνάμεις, ενώ την αμέσως επόμενη ημέρα έπεσε και το Καλαί. Η Δουνκέρκη πλέον απέμεινε το μόνο ανοικτό λιμάνι για την εγκατάλειψη του γαλλικού εδάφους από τις βρετανικές δυνάμεις.

Εκεί λοιπόν επικεντρώθηκε μέχρι και την 4η Ιουνίου (που ολοκληρώθηκε η εκκένωση) η κύρια επιθετική προσπάθεια της Λουφτβάφε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την αναγκαστική παρουσία του συνόλου σχεδόν της δύναμης του νότιου τομέα της Διοίκησης Καταδιωκτικών πάνω από τις γαλλικές ακτές, ενώ και η Διοίκηση Βομβαρδιστικών συνέχισε να στέλνει αεροσκάφη στα μετόπισθεν των Γερμανών.

Λόγω των επιτακτικών αναγκών της επιχείρησης «Ντάιναμο» (έτσι ονομάστηκε η προσπάθεια απεγκλωβισμού των βρετανικών στρατευμάτων από τη Γαλλία), ακόμη και τα Λόκχηντ Χάντσον και Άβρο Άνσον της παράκτιας διοίκησης (Coastal Command) επιστρατεύθηκαν εκτελώντας αποστολές βομβαρδισμού, αναγνώρισης και κάλυψης των πλοίων και των πλοιαρίων, στα οποία επιβιβάζονταν τα βρετανικά στρατεύματα στη Δουνκέρκη. Μέχρι και την κατάληψη του λιμένος από τα γερμανικά στρατεύματα, κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν τη Γαλλία από το λιμάνι και τις παραλίες 338.226 Βρετανοί, Γάλλοι και Βέλγοι στρατιώτες, παρά τις συνεχείς επιθέσεις των γερμανικών βομβαρδιστικών. Από τις 16 Μαΐου μέχρι και το τέλος της επιχείρησης «Ντάιναμο», η RAF είχε χάσει άλλα 180 περίπου αεροσκάφη, ενώ οι απώλειες της Λουφτβάφε ανήλθαν σε 240 περίπου μονάδες όλων των τύπων για την ίδια περίοδο.

Η τελική φάση της μάχης

Πρίν καλά καλά η Δουνκέρκη πέσει στα χέρια των Γερμανών, η Λουφτβάφε άρχισε τη διεξαγωγή της επιχείρησης «Πώλα». Η επιχείρηση αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από μία σειρά συνεχών βομβαρδισμών σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και έργα υποδομής στα περίχωρα του Παρισιού, από 500 συνολικά βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροσκάφη.

Κατά την πρώτη ημέρα της επιχείρησης πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις σε 13 γαλλικά αεροδρόμια, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή 16 αεροσκαφών στο έδαφος και την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας έξι διαδρόμων απο/προσγείωσης.

Επίσης, βομβαρδίστηκαν και καταστράφηκαν 22 σιδηροδρομικοί σταθμοί και 15 εργοστάσια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 254 πολίτες και να τραυματιστούν 652. Στην προσπάθειά της να αναχαιτίσει τους σχηματισμούς της Λουφτβάφε, η γαλλική Αεροπορία πραγματοποίησε συνολικά 243 εξόδους, πετυχαίνοντας την κατάρριψη 26 γερμανικών αεροσκαφών και χάνοντας 17 δικά της καταδιωκτικά.

Στις 5 Ιουνίου οι χειριστές των γαλλικών καταδιωκτικών, που κάλυπταν τα βομβαρδιστικά και τα επιθετικά φίλια αεροσκάφη που υποστήριζαν από αέρος την προσπάθεια του γαλλικού Στρατού να ανακόψει τη γερμανική προέλαση στο Σωμ, πραγματοποίησαν 438 εξόδους καταρρίπτοντας 40 εχθρικά αεροσκάφη και χάνοντας 15.

Από την άλλη πλευρά, τα γαλλικά βομβαρδιστικά πέταξαν 126 εξόδους ρίχνοντας κατά τη διάρκειά τους 60 τόνους βομβών σε γερμανικούς στόχους. Την ίδια ημέρα, μονάδες της Διοίκησης Βομβαρδισμού της RAF επανήλθαν στη Γαλλία και άρχισαν την εκτέλεση επιχειρήσεων.

Τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιουνίου, ένα Farman 223 της γαλλικής Ναυτικής Αεροπορίας απογειώνεται από το Μπορντώ, πετά μέσω Δανίας και Βαλτικής μέχρι το Βερολίνο, όπου πραγματοποιεί βομβαρδισμό από ύψος 5.400 ποδών προκαλώντας ζημιές σε ένα εργοστάσιο. Είναι η πρώτη αποστολή βομβαρδισμού με στρατηγικό χαρακτήρα από τη γαλλική πλευρά.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στις 10 Ιουνίου η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο σε Γαλλία και Βρετανία. Στο νότο, τη διεξαγωγή των αεροπορικών επιχειρήσεων κατά της ιταλικής Αεροπορίας (Regia Aeronautica) ανέλαβε σχεδόν κατά αποκλειστικότητα η γαλλική Ναυτική Αεροπορία, η οποία διέθετε συνολικά 132 αεροσκάφη.

Το βράδυ της 11ης προς 12η Ιουνίου, η Διοίκηση Βομβαρδισμού της RAF χρησιμοποίησε 36 αεροσκάφη τύπου Χουάιτλεϋ των 10ης, 51ης, 58ης, 77ης και 102ης Μοιρών, που έλαβαν την κωδική ονομασία «Χάντοκ», για την προσβολή στόχων σε ιταλικό έδαφος, γύρω από το Τορίνο.

Σταδιακά, μετά τον πρώτο αυτό βομβαρδισμό ιταλικών στόχων από αέρος, η παρουσία της ιταλικής Αεροπορίας αυξάνεται πάνω από τη νότια Γαλλία. Στις 13 και στις 15 Ιουνίου δικινητήρια βομβαρδιστικά Φίατ BR.20 συνοδευόμενα από διπλάνα καταδιωκτικά Φίατ CR.42 πραγματοποιούν μία σειρά επιθέσεων σε γαλλικούς στόχους, στην ευρύτερη περιοχή της Μασσαλίας.

Και στις δύο περιπτώσεις σημειώθηκαν εμπλοκές με γαλλικά Μπλοκ MB.151 της Μοίρας AC.3, ενώ στις 15 του μήνα υπήρξαν απώλειες και από τις δύο πλευρές, αφού από τις ιταλικές επιθέσεις καταστράφηκαν στο έδαφος 6 Βόουτ 156F του γαλλικού Ναυτικού, ενώ κατερρίφθησαν και 4 ΜΒ.151. Από την άλλη πλευρά, τα D520 της Μοίρας G.C.III/6 που ανήκε στην ΖΟΑΑ πέτυχαν την κατάρριψη ενός βομβαρδιστικού BR.20, καθώς και 5 καταδιωκτικών CR.42.

Στις 15 και 16 Ιουνίου αποσύρονται οριστικά από τη Γαλλία τα εναπομείναντα βρετανικά Χαρρικαίην, μαζί με κάποια βομβαρδιστικά Ουέλιγκτον, ενώ στο διήμερο 18 έως 20 Ιουνίου, η γαλλική Αεροπορία αποφασίζει τη μεταφορά όσων καταδιωκτικών είχαν επαρκή ακτίνα, στις βάσεις της στη Βόρειο Αφρική. Η επιχείρηση μεταφοράς που ολοκληρώθηκε πριν από την υπογραφή της γαλλικής συνθηκολόγησης (21 Ιουνίου) είχε ως αποτέλεσμα την ασφαλή προσγείωση στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, 146 συνολικά Χωκ 75 και 160 περίπου Ντεβουατίνε D520.

Οι τελευταίες αποστολές δίωξης της γαλλικής Αεροπορίας πραγματοποιήθηκαν με όσα MS406 και ΜΒ.151/152 είχαν απομείνει, ενώ η τελευταία αποστολή βομβαρδισμού έλαβε χώρα στις 24 Ιουνίου, όταν 11 βομβαρδιστικά τύπου LeO 451 της 6ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού επιτέθηκαν σε πλωτές γέφυρες των Γερμανών κοντά στη Γκρενόμπλ. Από τα αεροσκάφη του τύπου αυτού, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο διέθετε η γαλλική Αεροπορία στον τομέα των βομβαρδιστικών, 180 περίπου κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Βόρειο Αφρική.

Απολογισμός

Οι επιχειρήσεις από αέρος κατά τη διάρκεια της γερμανικής επίθεσης στις Κάτω Χώρες και τη Ν. Γαλλία, στις έξι περίπου εβδομάδες που διήρκεσαν, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή 892 αεροσκαφών της γαλλικής Αεροπορίας (Armee de I’Air) και του γαλλικού Ναυτικού (Aeronavale). Πιο αναλυτικά, οι Γάλλοι έχασαν 508 καταδιωκτικά, 218 βομβαρδιστικά και 166 αναγνωριστικά αεροσκάφη, κάτι περισσότερο από τα 2/3 της συνολικής αεροπορικής τους ισχύος δηλαδή.

Ενδεικτικό της υπεροχής της Λουφτβάφε είναι το ότι από τα 450 Μοράν MS 406 που ήταν επιχειρησιακά διαθέσιμα με το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, καταρρίφθηκαν τα 150 περίπου, ενώ άλλα 100 τουλάχιστον καταστράφηκαν στο έδαφος από τις πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων στη βόρεια και βορειοανατολική Γαλλία.

Τα περισσότερα εναπομείναντα αεροσκάφη του τύπου αυτού, που ουσιαστικά αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά των γαλλικών αεροπορικών δυνάμεων δίωξης, καταστράφηκαν από το προσωπικό των μονάδων στις οποίες ανήκαν, προκειμένου να μην πέσουν άθικτα στα χέρια του εχθρού. Παρ’ όλα αυτά, πολλά MS 406 διασώθηκαν μέχρι και τις 21 Ιουνίου που υπεγράφη η παράδοση της Γαλλίας και χρησιμοποιήθηκαν από τη Λουφτβάφε ως εκπαιδευτικά ή για την κάλυψη των αναγκών της τοπικής αεράμυνας σε διάφορα μέρη της Ευρώπης.

Σημαντικές ήταν και οι απώλειες της RAF, η οποία με βάση τα επίσημα αρχεία της έχασε από τις 10 Μαΐου μέχρι και τις 25 Ιουνίου, 1.026 αεροσκάφη και 1.500 μέλη πληρωμάτων και επίγειου προσωπικού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μετά το τέλος των επιχειρήσεων και παρά τις «οικονομίες» της Διοίκησης Καταδιωκτικών στην αποστολή αεροσκαφών στη Γαλλία, στη δύναμη της τελευταίας είχαν απομείνει μόλις 331 Σπιτφάιρ και Χαρρικαίην και μόνο 36 καταδιωκτικά στις εφεδρείες.

Από την πλευρά της Λουφτβάφε, καταγράφηκε η απώλεια 534 αεροσκαφών όλων των τύπων. Το νούμερο αυτό όμως δεν περιλάμβανε και τα αεροσκάφη που υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών και είτε χρειάστηκαν εκτεταμένες επισκευές είτε τέθηκαν για οριστικά εκτός ενέργειας. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, η φθορά που υπέστη ήταν αναλογικά πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη των συμμαχικών Αεροποριών, εάν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο τα Bf-109 και Me-110 που έριξε στη μάχη, ήταν περίπου 1.000!

Σήμερα, 60 χρόνια μετά, αυτό που έχει γίνει αντιληπτό είναι το γεγονός ότι πέρα από την αδράνεια του γαλλικού υπουργείου Αεροπορίας κατά τη δεκαετία του ’30 και πέρα από την αδυναμία της RAF να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις με επαρκή αριθμό βομβαρδιστικών και καταδιωκτικών αεροσκαφών, η Λουφτβάφε δεν ήταν δυνατόν αντιμετωπιστεί και η Γαλλία δεν ήταν δυνατόν να σωθεί.

Οι Γερμανοί είχαν την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων και τόσο οι χερσαίες όσο και οι αεροπορικές τους δυνάμεις ήταν αριθμητικά πολύ μεγαλύτερες και ποιοτικά –σε υλικό και εκπαίδευση προσωπικού– πολύ ανώτερες.

Η ταχύτατη προέλαση των δυνάμεων της Βέρμαχτ κάτω από την προστασία μίας τόσο αποτελεσματικής και πανταχού παρούσας αεροπορικής ομπρέλας, ήταν κάτι που, τουλάχιστον στην παρούσα χρονική στιγμή, οι Σύμμαχοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν.

Εάν η επιχείρηση κατάληψης των Κάτω Χωρών και της Γαλλίας είχε αρχίσει έξι μήνες αργότερα, είναι σίγουρο ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα), καθώς αφενός η γαλλική Αεροπορία θα είχε στη διάθεσή της τουλάχιστον 1.500 σύγχρονα μαχητικά, αφετέρου και η RAF θα είχε προλάβει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα επανεξοπλισμού και εκσυγχρονισμού της. Όμως με το «εάν» δεν γράφεται Ιστορία.

Η Μάχη της Γαλλίας απέδειξε έμπρακτα πως η γερμανική πολεμική μηχανή στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε τη δυνατότητα να καταλάβει την ευρωπαϊκή ήπειρο στο σύνολό της. Το ότι δεν το κατόρθωσε, δεν οφείλεται μόνο στη σθεναρή αντίσταση της Μεγάλης Βρετανίας σε αέρα και θάλασσα. Οφείλεται και σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, αποκλειστικά και μόνο σε εσφαλμένες επιλογές και λάθη του ίδιου του Χίτλερ.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.