Είχε περάσει πάνω από μήνας από την καταστροφή στο Μάτι. Ένα απόβραδο πήρα το καράβι και πέρασα στη Ραφήνα. Το επόμενο πρωινό μπήκα στο αυτοκίνητο – με την φωτογραφική μηχανή – και πήγα στο Μάτι. Δύο χιλιόμετρα δρόμος.

Μια νεκρόπολη! Μόνο συνεργεία. Πουθενά κάτοικοι. Μπουλντόζες και εργολάβοι επισκευών. Και συνεργεία υλοτόμων. Όσα σπίτια άντεξαν επισκευάζονται. Όλα τα άλλα, θλιβερά απομεινάρια, περιμένουν τις μπουλντόζες.

Προσπέρασα τη νεκρόπολη! Με σφιγμένη καρδιά και άδηλη αγωνία κατευθύνθηκα προς τις παιδικές κατασκηνώσεις του Οίκου Ναύτου, στον Άγιο Ανδρέα. Στις γωνιές τους είχα «ακουμπήσει» μερικές από τις πιο ωραίες αναμνήσεις της παιδικής μου ζωής. Αυτές, μαζί με τις φευγαλέες ασπρόμαυρες παιδικές μνήμες της Άνδρου, με συντρόφεψαν τα χρόνια των μακρινών ταξιδιών κάτω από άλλους ουρανούς. Κι ήταν αυτές που με έσπρωξαν να μείνω στην Ραφήνα. Κι ήταν οι άλλες, που με έκαναν να γυρίσω στην Άνδρο.

«Πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια»… Ήταν ένα σύνθημα των «αναρχικών» σε έναν τοίχο στου Στρέφη. Είχα παρκάρει κάποτε μπροστά ένα πρωινό. Ήταν μια άλλη εποχή. Τότε μπορούσες ακόμα να πάρκαρες στην περιοχή. Αυτή την πατρίδα αναζήτησα σε μια πιο ώριμη ηλικία όταν επέστρεψα.

Όμως η παιδική Αθήνα δεν υπήρχε. Την είχε σαρώσει η τουριστική ανάπτυξη. Την είχε ισοπεδώσει η ανοικοδόμηση. Υπήρχε όμως σε μια γωνιά της Αττικής γης η κατασκήνωση του Οίκου Ναύτου. Την βρήκα ξαφνικά μια μέρα πριν 12 χρόνια. Χτύπησα. Μου άνοιξε μια φύλακας. Μπήκα και φωτογράφιζα συγκινημένος τα κτίρια: τις «κοινότητες» της παιδικής ηλικίας. Το μαγειρείο/εστιατόριο. Την εκκλησούλα. Το γηπεδάκι. Το δάσος με τον δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα.

Πήγαινα σε αυτή την κατασκήνωση από 6 μέχρι 12 ετών. Είκοσι μέρες κάθε καλοκαίρι. Την έκτη χρονιά ζήτησα από τον αρχηγό κι έμεινα 40 μέρες. Εκεί δεκάχρονος και δωδεκάχρονος έμαθα τις πολιτιστικές βραδιές. Θυμάμαι ένα παιδί να παίζει μαγικά πολλά βράδια στο ακορντεόν τα κύματα του Δουνάβεως. Κι εμείς να «ταξιδεύουμε»… Εκεί έκανα και τις πρώτες νυχτερινές εκδρομές με τα άλλα παιδιά στην παραλία.

Κι εκεί πρωτάκουσα το θρυλικό “A Casa Di Rene” που έπαιζε με την κιθάρα του στην παραλία ένας ομαδάρχης. Κι εμείς μαγεμένοι προσπαθούσαμε να μάθουμε τα λόγια στα ιταλικά. Εκεί παίζαμε μπάλα τ’ απογεύματα, πηγαίναμε για μπάνιο τα πρωινά κι εκκλησιαζόμαστε κάποιες Κυριακές κάτω από τα πεύκα έξω από το μικρό ξωκλήσι κουβεντιάζοντας τις πρώτες παιδικές ανησυχίες μας.

Γύρω από αυτές τις μακρινές μνήμες συναντηθήκαμε τυχαία με τον Πέτρο ένα πρωινό στο Γαύριο. Μιλάγαμε συγκινημένοι για τις αναφορές μιας «ανέσπερης ηλικίας». Για τις ομάδες και τις κοινότητες. Για τους κοινοτάρχες και τον αρχηγό. Για τις μουσικές βραδιές που μας έσπρωξαν πέρα από τον κλειστό κύκλο της εποχής…

Με αυτό το «φορτίο» στο νου έφτασα στην πόρτα των κατασκηνώσεων. Ορθάνοικτη. Στα δεκάδες στρέμματα, από τον παραλιακό δρόμο μέχρι την κατασκήνωση, το μισό δάσος αποψιλωμένο από συνεργεία υλοτόμων. Το άλλο μισό καμένο περίμενε την υλοτόμηση του! Και ο μικρός δρόμος από τις κοινότητες μέχρι την θάλασσα θλιβερό απομεινάρι μιας καταστροφής, που έκαψε ζωές, περιουσίες, όνειρα. Και αφάνισε τα σκηνικά των παιδικών μας αναμνήσεων.

Τίποτα δεν απέμεινε από εκείνον τον απλόχωρο παιδικό παράδεισο. Τίποτα δεν απέμεινε από την μελαγχολική εγκατάλειψη που ακολούθησε την περίοδο της ακμής του. Τίποτα και από τις μνήμες κάποιων προσκοπικών ομάδων που τον χρησιμοποίησαν τα τελευταία χρόνια.

Η φωτιά αφάνισε τα πάντα. Η αναγκαία υλοτόμηση εξαφάνισε τα πάντα. Οι παιδικές αναφορές σε γωνιές και σε καταστάσεις χάθηκαν για πάντα. Απόμειναν κάποια σπαράγματα μνημών. Και κάποιοι άνθρωποι που τις δύσκολες νύχτες του χειμώνα – όπως λένε και οι στίχοι του Αλκαίου: «σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ’ το χάρτη/ για μια σταγόνα ουρανό…»

Δεν άντεξα την εικόνα. Γύρισα κι έφυγα. Την επόμενη επέστρεψα στην Άνδρο. Στο Γαύριο κάθισα με τον Πέτρο κι είπαμε δύο λόγια για τα παιδιά των ναυτικών που πήγαιναν στην κατασκήνωση του Οίκου Ναύτου. Και για τις γωνιές της που κάποτε απλώσαμε τις μικρές ζωές μας. Σε μια “πατρίδας”, που χάθηκε δύο φορές. Την πρώτη όταν μεγαλώσαμε κι αφήσαμε πίσω την “πατρίδα” των παιδικών χρόνων. Και την δεύτερη με την φωτιά που αφάνισε όλες τις γωνιές αυτής της “όμορφης και παράξενης πατρίδας”, που έγραψε ο Ελύτης…

Χωρίσαμε μελαγχολικοί. Δεν είχαμε διάθεση για πολλά. Είπαμε πως θα τα ξαναπούμε όταν χειμωνιάσει…

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

ΥΓ. Το κείμενο αφιερώνεται στον Πέτρο. Αποτελεί όμως υπενθύμιση σε όσους χρεώνονται την καταστροφή και δεν ανέλαβαν ποτέ τις ευθύνες τους συμμετέχοντας στην «ύβρη» που ακολούθησε. Ας σκεφτούν έστω και τώρα πως κάθε «ύβρη», όπως δίδαξαν οι αρχαίοι έλληνες, την ακολουθεί η νέμεση…