Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ένας βασικός στόχος της κυβέρνησης αλλά δεν είναι η μοναδική μάχη που πρέπει να κερδηθεί.

Ο κ. Τσίπρας πριν αναλάβει την εξουσία μιλούσε για τα «ματωμένα πλεονάσματα», όταν αυτά δεν ξεπερνούσαν το 0,7% του ΑΕΠ. Επί των ημερών του προσέφερε στους δανειστές θηριώδη πλεονάσματα άνω του 4% και μάλιστα σε συνθήκες ύφεσης ή αναιμικής ανάπτυξης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά εφήρμοσε πολιτική αφαίμαξης κεφαλαίων στερώντας από την πραγματική οικονομία επενδυτικούς πόρους (λόγω της περικοπής του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) και διαθέσιμα εισοδήματα, μέσω της υπερφορολόγησης. Επιπλέον δέσμευσε τη χώρα σε πολυετή λιτότητα με την υποχρέωση εμφάνισης πλεονασμάτων 3,5% έως και το 2022.

Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα των Συριζαίων ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε δεσμευθεί για υψηλότερα πλεονάσματα δεν είναι απολύτως ακριβές για δύο λόγους. Πρώτον γιατί ο στόχος συνδεόταν με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% (που ποτέ δεν επιτεύχθηκαν επί Τσίπρα) και δεύτερον γιατί μετά την καταστροφική διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 η οικονομία «κουβαλά» και τα μέτρα του τρίτου μνημονίου, σε βάρος επιχειρηματικής δράσης και καταναλωτικών δυνατοτήτων.

Επομένως, ναι, τα πλεονάσματα πρέπει να μειωθούν αν είναι δυνατόν από το 2020 ώστε να απελευθερωθούν δυνάμεις και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Ομως δεν πρέπει αυτή η διαπραγμάτευση να μετατραπεί σε αυτοσκοπό της κυβέρνησης, όλα να περιστρέφονται γύρω από ένα τραπέζι συζητήσεων και τα υπόλοιπα να παραλύουν. Το έχουμε δει στο παρελθόν, δεν πρέπει να επαναληφθεί ξανά. Υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν ώστε το επενδυτικό πλαίσιο να γίνει πιο φιλικό, το κράτος να λειτουργεί με αποτελεσματικότερο και ποιοτικότερο τρόπο, το εκπαιδευτικό σύστημα και το ΕΣΥ να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της νέας εποχής.

Η έμμεση μείωση του πλεονάσματος κατά 0,5%, με τον συνυπολογισμό των κερδών των ομολόγων που επιστρέφονται στην Ελλάδα από τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, μπορεί να είναι το πρώτο βήμα ώστε να δημιουργηθεί ο δημοσιονομικός χώρος για τη μείωση της φορολογίας. Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα διαπραγματευτικά χαρτιά της χώρας και πότε θα τα χρησιμοποιήσει. Ωστόσο το πολιτικό παιχνίδι είναι πιο σύνθετο, απαιτεί συλλογική δράση και σχέδιο πέραν του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων.

Οπως έχει πει σε ανύποπτο χρόνο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι καιρός να ασχοληθούμε με τον «παρανομαστή» των δημοσιονομικών μεγεθών, δηλαδή με το πώς θα αυξηθεί η «πίτα» της οικονομίας, γιατί μόνο έτσι οι στόχοι θα γίνουν πιο εφικτοί, μέχρι να μειωθούν…

Το παράδειγμα της Κύπρου στην εκπαίδευση

Στη συνταγματική αναθεώρηση του 2006 ο τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου δείλιασε μπροστά στις εσωκομματικές αντιδράσεις και απέσυρε τους βουλευτές του από την ψηφοφορία με αποτέλεσμα να μην επιτραπεί η λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Στην Κύπρο το πολιτικό σύστημα ήταν πιο ώριμο, ακόμη και οι αριστεροί του ΑΚΕΛ διείδαν τις ευκαιρίες ανάπτυξης από το εκπαιδευτικό τους σύστημα και επένδυσαν στα Πανεπιστήμια.

Σήμερα το 5% του ΑΕΠ της Κύπρου παράγεται από τον τομέα της εκπαίδευσης ενώ μέσα σε 10 χρόνια ο αριθμός των φοιτητών που σπουδάζει στη χώρα διπλασιάσθηκε. Η Κύπρος έχει μετατραπεί σε εκπαιδευτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και προσελκύει νέους από όλη την Ευρώπη αλλά και τη Μέση Ανατολή.

Η Ελλάδα έχασε άλλη μία ευκαιρία επί Τσίπρα που απέρριψε την αναθεώρηση του άρθρου 16. Η πολιτική υποκρισία είναι προφανής (όταν μάλιστα τα παιδιά πολλών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σπουδάζουν σε ιδιωτικά σχολεία) αλλά πια δεν έχει μεγάλη σημασία. Το επιστημονικό δυναμικό της Ελλάδας που σήμερα αναζητεί ευκαιρίες απασχόλησης στην Κύπρο ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσε να εργάζεται σε μη κρατικά πανεπιστήμια συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη και κυρίως στη δημιουργία ενός «εκπαιδευτικού θαύματος».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου