Τα τελευταία χρόνια η εξωτερική πολιτική του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ έχει προκαλέσει πολλά αντιδράσεις από χώρες με τις οποίες συναλλάσσεται η Τουρκία στα οπλικά συστήματα και που έχουν αρνητική επίδραση στην πολεμική βιομηχανία και στα εξοπλιστικά προγράμματα.

Ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Τουρκίας στην Συρία, Λιβύη και Καραμπαγ, όπως και το ζήτημα των ρωσικών πυραύλων S-400, απασχόλησαν έντονα την τουρκική διπλωματία και δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις της Τουρκίας με πολλές χώρες, ενώ προκάλεσαν πολλών ειδών εμπάργκο στην πολεμική βιομηχανία.

Παράλληλα και το θέμα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνέβαλλε στο να αυξηθούν οι εξωτερικές αντιδράσεις που συχνά εκδηλώνονται σε μερικά εμπάργκο στα εξοπλιστικά προγράμματα.

Ο αντίκτυπος αυτών τω ανοικτών αλλά και των κεκαλυμμένων εμπάργκο που επιβλήθηκαν στην τουρκική πολεμική βιομηχανία από πολλές χώρες, γίνεται όλο και πιο αισθητός μέρα με τη μέρα.

Μια από τα πιο σημαντικές ενδείξεις ότι ο αρνητικός αντίκτυπος αυτών των εμπάργκο διευρύνεται συνεχώς, είναι η αύξηση των καταγγελιών κατά των χωρών που τα επιβάλλουν, από κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Την Τρίτη 2 Μαρτίου σε μεγάλη σύσκεψη που έγινε στην Άγκυρα με όλα τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Πολεμικής Βιομηχανίας υπό την προεδρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διατυπώθηκαν ανοιχτά σοβαρές καταγγελίες σχετικά με αυτά τα εμπάργκο.

Στην ομιλία του Τούρκου προέδρου στη σύσκεψη, καταγγέλθηκε ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει γίνει στόχος πολλών ανοιχτών αλλά και μυστικών εμπάργκο.

Ο πρόεδρος Ερντογάν είχε διαμαρτυρηθεί επίσης για τα εμπάργκο εναντίον της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και σε μια άλλη δημόσια συνάντηση που είχε γίνει τον περασμένο Ιανουάριο όπου επέκρινε συγκεκριμένα τον Καναδά, χωρίς να τον κατονομάσει, επειδή εφάρμοσε εμπάργκο στα οπτικά συστήματα που χρησιμοποιούνται από τα συστήματα στόχευσης στα μη επανδρωμένα ιπτάμενα, Bayraktar UAV, εξοπλισμένα και μη.

Συγκεκριμένα μιλώντας στις 23 Ιανουαρίου, στην Κωνσταντινούπολη στην τελετή καθέλκυσης της 5ης φρεγάτας MİLGEM, που έγινε στη Διοίκηση Ναυπηγείων, ο Ερντογάν είπε : «Για παράδειγμα, υποτίθεται ότι είμαστε φίλοι και είμαστε μαζί στο ΝΑΤΟ. Θέλουμε μια κάμερα για τα İHA SİHA και δεν μας δίνεται . Γιατί ; Ο λόγος, όπως αναφέρουν, είναι ότι έχουμε επέμβει στρατιωτικά στην πολεμική διένεξη Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν. Όμως η Αρμενία επιτίθεται στους αδελφούς μας και πρέπει να δώσουμε την υποστήριξη που μπορούμε. Δεν είμαστε μαζί στο ΝΑΤΟ; Είμαστε μαζί. Γιατί λοιπόν κάνουν μια τέτοια προσέγγιση και μας επιβάλουν σε αντίποινα εμπάργκο για τα drones;».

Ζήτημα υπάρχει και για τα υποβρύχια HDW 214 που κατασκευάζονται από τη γερμανική εταιρεία Thyssenkrupp και χρησιμοποιούνται από το τουρκικό ναυτικό.

Η γερμανική κυβέρνηση είχε λάβει αποφάσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου του 2016 και στις αθρόες συλλήψεις πραξικοπηματιών και πολλών πολιτών που ακολούθησαν, στον περιορισμό της εξαγωγής οπλικών συστημάτων στην Τουρκία που είναι σύμμαχος της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, ως κυρώσεις στην κατάλυση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την τουρκική κυβέρνηση.

Μάλιστα το 2019 το Βερολίνο εξ αιτίας των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα της Συρίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, έχει σκληρύνει ακόμα περισσότερο την στάση της στις εξαγωγές οπλικών συστημάτων στην Τουρκία.

Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι τα τελευταία χρόνια η πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας δεν εισήγαγε λόγω εμπάργκο καμία ποσότητα πυρομαχικών από τη Γερμανία, ενώ έχουν παρουσιαστεί προβλήματα στην προμήθεια ανταλλακτικών για τα πολεμικά αεροπλάνα,

Σημειωτέον ότι συν τοις άλλοις παρουσιάστηκε και πρόβλημα στην παράδοση των γερμανικών υποβρύχιων των οποίων οι συμβάσεις είχαν υπογραφεί τα προηγούμενα χρόνια με πραγματικά πολύ μεγάλο κόστος για την Τουρκία.

Ως μια από τις κύριες αιτίες του εμπάργκο όπλων της Γερμανίας κατά της Τουρκίας αναφέρεται επίσης και η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την απαγόρευση αποστολής όπλων στην Λιβύη. Η Τουρκία κατηγορείται ότι παραβιάζει συστηματικά αυτή την απόφαση.

Για αυτό το θέμα ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χέικο Μάας, δήλωσε τον περασμένο Φεβρουάριο ότι οι χώρες που συνεχίζουν να στέλνουν όπλα και μαχητές στη Λιβύη κατά παράβαση του εμπάργκο του ΟΗΕ, θα λογοδοτήσουν. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ, η Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιορδανία στέλνουν όπλα στη Λιβύη.

Η χώρα που εφαρμόζει επίσης εμπάργκο οπλικών συστημάτων στην Τουρκίας είναι ο Καναδάς.

Όπως αναφέρεται, το εμπάργκο του Καναδά κατά της Τουρκίας γίνεται εξ αιτίας των κατηγοριών ότι η Τουρκία χρησιμοποίησε την στρατιωτική της τεχνολογία υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στον πρόσφατο πόλεμο κατά της Αρμενίας, τον Οκτώβριο του 2020.

Οι καναδικές εταιρείες παράγουν πολύ απαραίτητα ανταλλακτικά που χρησιμοποιούνται στα μη επανδρωμένα ιπτάμενα οχήματα, Baykar (UAV), εξοπλισμένα και μη, που ανήκουν στη Selçuk Bayraktar, του γαμπρού του προέδρου του AKP, Erdoğan.

Επίσης η καναδική εταιρεία Bombardier Recreational Products (BRP) κατασκευάζει κινητήρες «Rotax» που χρησιμοποιούνται σε μη επανδρωμένα ιπτάμενα οχήματα, Bayraktar TB2

Ο οπτικός αισθητήρας και τα συστήματα στόχευσης «WESCAM MX-15D» που χρησιμοποιούνται στα μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα Bayraktar TB2 παράγονται επίσης από την καναδική εταιρεία «L3 Harris WESCAM» με έδρα το Οντάριο.

Είναι γνωστό ότι οι πωλήσεις αυτών των απαραίτητων ανταλλακτικών που χρησιμοποιούνται σε UAV σταμάτησαν, αφού η καναδική κυβέρνηση ανέστειλε τις άδειες εξαγωγής προς Τουρκία.

Γνωστό είναι επίσης ότι η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα παράγωγης των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών, F-35B, σε εφαρμογή κυρώσεων για την προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400.

Παρά τις επί χρόνια προειδοποιήσεις των ΗΠΑ προς την Τουρκία για αυτό το θέμα, τα ρωσικά συστήματα αεροπορικής άμυνας S-400 άρχισαν να μεταφέρονται στην Murted Air Base στην Άγκυρα, από τον Ιούλιο του 2019.

Το σύστημα των S-400 αναμένονταν ότι σε συνδυασμό με την προμήθεια των F-35 που θα αντικαθιστούσαν τον γερασμένο στόλο των F-16, θα ισχυροποιούσαν την Τουρκία και θα την καθιστούσαν πρώτη δύναμη στον εναέριο χώρο της ευρύτερης περιοχής.

Οι Αμερικανοί, παρά του ότι η Τουρκία έχει συνεισφέρει δισεκατομμύρια δολάρια στο project της παραγωγής των F-35, έχουν αναστείλει την συμμετοχή της. Ενώ η Άγκυρα έχει πληρώσει για αυτό το πρόγραμμα 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ, οι Αμερικανοί διέκοψαν την εκπαίδευσή των Τούρκων πιλότων και του τουρκικού τεχνικού προσωπικού και ανέστειλαν την παράδοση οκτώ μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Άγκυρα. Αργότερα, αυτά τα αεροπλάνα συμπεριλήφθηκαν στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ.

Αναφέρεται ότι από αυτό το εμπάργκο κατά της Τουρκίας οι τουρκικές εταιρείες που παράγουν ανταλλακτικά για το F-35 έχουν χάσει 9 δισεκατομμύρια δολάρια. .

Με τα F-35, όπως αναφέρθηκε, η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία θα ήταν μια από τις ισχυρότερες αεροπορικές δυνάμεις στην περιοχή. Η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία είχε παραγγείλει 30 μαχητικά αεροσκάφη F-35 ενώ είχε σχεδιαστεί να αυξηθεί αυτός ο αριθμός σε 120.

Η κατάσταση με το πρόβλημα των F-35 δεν αναμένεται να εξομαλυνθεί λόγω του ότι η νέα κυβέρνηση του Joe Biden στις ΗΠΑ, έχει σκληρύνει την στάση της έναντι της Ρωσίας και για το ζήτημα των ρωσικών πυραύλων S-400.

Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Χούλουσι Ακάρ σε μια προσπάθεια του να εξομαλύνει τις αμερικανικές αντιδράσεις πρότεινε στις ΗΠΑ το «Κρήτη Μοντέλο», που σημαίνει αποθήκευση S-400. Οι ΗΠΑ απέρριψαν την πρόταση χωρίς καν να την συζητήσουν.

Συγκεκριμένα λόγω της αγοράς S-400 από την Άγκυρα η απάντηση των ΗΠΑ στην Τουρκία, ήταν η επιβολή κυρώσεων του νόμου CAATS.

Ο πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, παρά την απόφαση της Γερουσίας των ΗΠΑ για την επιβολή των κυρώσεων, για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε αναβάλει την εφαρμογή του νόμου των κυρώσεων CAATS. Ωστόσο, λόγω της νομικής υποχρέωσης που του επιβλήθηκε από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, ο Τραμπ επέβαλε τελικά τις κυρώσεις λίγες μέρες πριν αποχωρήσει από το αξίωμα του, τον περασμένο Δεκέμβριο.

Ο νόμος κατά των κυρώσεων, (CAATSA), που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 2017 και υπεγράφη από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ορίζει ότι τουλάχιστον πέντε από τις 12 αναγραφόμενες επιλογές κυρώσεων θα εφαρμοστούν σε χώρες που πραγματοποίησαν εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία στον τομέα της άμυνας και των πληροφοριών.

Οι πέντε επιλογές κυρώσεων που επέλεξε ο Τραμπ για την Τουρκία αναφέρθηκαν ότι ήταν οι εξής :

– Απαγόρευση χορήγησης άδειών εξαγωγής στην προεδρία της τουρκικής Πολεμικής Βιομηχανίας οπλικών συστημάτων αμερικανικής προέλευσης και τεχνολογίας,

– Απαγόρευση χορήγησης δανείων προς την Προεδρία της τουρκικής Πολεμικής Βιομηχανίας από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ, για κονδύλια άνω των 10 εκατομμυρίων δολαρίων εντός περιόδου 12 μηνών,

– Απαγόρευση κάθε συναλλαγής με την προεδρία της τουρκικής Πολεμικής Βιομηχανίας.

– Επιβολή απαγόρευσης βίζας στον Πρόεδρο της Αμυντικής Βιομηχανίας lsmail Demir, τον αντιπρόεδρο, Faruk Yiğit, τον επικεφαλής του Τμήματος Αεροπορικής Άμυνας και Διαστήματος, SSB, Serhat Gençoğlu και τον Διευθυντή Προγράμματος Διευθύνσεων Περιφερειακών Συστημάτων Άμυνας, SSB, Mustafa Alper Deniz.

– Προβλέπεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ των υπαλλήλων που περιλαμβάνονται στις κυρώσεις θα παγώσουν επίσης.

Οι απαγορεύσεις για την μεταφορά οπλικών συστημάτων και τεχνολογίας και η απαγόρευση χορήγησης πιστώσεων ενδέχεται να επηρεάσουν σοβαρά την τουρκική Πολεμική Βιομηχανία κατά την περίοδο εφαρμογής των κυρώσεων.

Ένα άλλο στοιχείο που έπαιξε ρόλο στις αποφάσεις των ΗΠΑ για την εφαρμογή των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, είναι και οι εξαγωγές της τουρκικής Πολεμικής Βιομηχανίας σε τρίτες χώρες εξαρτημάτων οπλικών συστημάτων που κατασκευάζονται από τις ΗΠΑ και χρησιμοποιούνται από την Τουρκία.

Η πιο πρόσφατη περίπτωση αυτή της αιτίας κυρώσεων ήταν το ζήτημα της πώλησης πολεμικών ελικοπτέρων, T-129 Atak, στο Πακιστάν.

Η LHTEC (Light), κοινοπραξία βρετανικών εταιρειών Rolls-Royce και American Honeywell, παράγει και χρησιμοποιεί τους κινητήρες «LHTEC T800» που χρησιμοποιούνται στα ελικόπτερα T-129 Atak που παράγονται στην τουρκική αεροπορική πολεμική βιομηχανία, TAI, στην Άγκυρα, σε συνεργασία με την ιταλική Agusta/Westland.

Η Τουρκία μετά από διαπραγματεύσεις με το Πακιστάν σχεδίαζε να πουλήσει 30 ελικόπτερα T-129 για 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Υπήρξε όμως άμεση αντίδραση των ΗΠΑ που ενημέρωσαν την Άγκυρα ότι οι αμερικάνικες μηχανές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ελικόπτερα για πώληση σε τρίτες χώρες.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Νίκος Χειλαδάκης είναι Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος