Η εξακρίβωση της ουσιώδους και αντικειμενικής αληθείας συνιστά ανυπερθέτως το διαχρονικώς δυσχερές αποδείξιμο, εξ αυτού του λόγου, ορισμένοι, μετέρχονται ευχερώς και ανενδοιάστως, το ιταμό και ιδιαζόντως απεχθές αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, εν άλλοις λόγοις, ορισμένοι ωθούνται εκ ταπεινών ελατηρίων, δολίων διαδίδουν κατά τρίτου, γεγονότα, τα οποία, καθίσταται αντικειμενικά ικανά και πρόσφορα, να διαβάλλουν και να βάλλουν κατά της ηθικής ακεραιότητας του εκάστοτε πολιτικού αντιπάλου.
Ως εκ τούτου λοιπόν, καθίσταται σύνηθες, να ποινικοποιεί, κανείς την πολιτική ζωή, ούτως ώστε να εξουδετερώσει τους πολιτικούς αντιπάλους δια του στίγματος το οποίο δημιουργείται, μόνον δια της υποβολής της μηνύσεως μέχρις ότου τελεσιδικήσει ένας δικαστικός αγώνας, λόγω της εξ ορισμού βραδυπορίας τελεσιδικίας μίας αποφάσεως.
Κατά συνέπεια λοιπόν η προσφυής και προσφιλής αυτή πρακτική συντελείται, κατ΄’ εξακολούθησιν τόσον μεταξύ των φυσικών προσώπων, όσο και εκ μέρους κομμάτων προς άλλα στελέχη αντιπάλων κομμάτων, με αποτέλεσμα, να παρεμβάλλεται ως προς τούτου, η Τρίτη εξουσία, ήτοι τα Μ.Μ.Ε και να διογκώνουν μία τέτοια κατάσταση υπέρ του κόμματος ή του ισχυρού ενίοτε φυσικου προσώπου, το οποίο φέρεται ως εγκαλών θύμα.
Άρα η διασπορά ψευδών ειδήσεων, η διέγερση σε ανυπακοή ήσε διχοστασία, συνιστά ανυπερθέτως μία αντικειμενική πραγματικότητα ψηλαφητοί τοις πάσιν, αρκεί, ο εκάστοτε μηχανισμός ο οποίος μετέρχεται αυτές τις πρακτικές να σύγκειται με το εκάστοτε κατεστημένο, τότε και μόνον τότε, οι ως άνω αντικειμενικά αξιόποινες πράξεως της οιονεί δολοφονίας χαρακτήρων τίθενται εις το απυρόβλητο.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν δημιουργούνται δύο οιονεί κάστες, οι ισχυροί και η μη, οι πρώτοι κατισχύουν διώκουν τους ασθενείς πολιτικώς αντιπάλους των, επιβάλλοντας στανικώς τους κανόνες τους, και ταυτόχρονα, διαστρεβλώνουν την αντικειμενική πραγματικότητα, εις βάρος του, καταπείθοντας την αδαή εκ του μακρόθεν υδαρή, πνευματικώς ευνουχισμένη μάζα.
Η ισχύς αυτής, καθίσταται αρρήκτως συνυφασμένη και με την προπαγάνδα μονολιθικής επιβολής, της ιδεολογίας του εκάστοτε κόμματος, διώκοντας τους αντιφρονούντες προσάπτοντας τους το στίγμα, του αντιρρησία συνειδήσεως, εισάγοντας καθ’ όν τρόπον, ένα νεοπαγή θεσμό πιστοποιήσεως φρονημάτων προς τον εκάστοτε διαφωνούντα.
Ως εκ τούτου, αυτοδικαίως, δυνάμει των ανωτέρω καθιδρύεται μία σοβούσα μάστιγα η οποία επιδρά ουσιωδώς ως προς την χειραγώγηση της κοινής γνώμης, η οποία δεν είναι έτερη από το αυθεντικό δόγμα, της πολιτικής ορθότητας.
Δηλαδή, επιβάλλεται ένας νέος φονομενταλισμός ένας οιονεί φιελεύθερος μακαρθισμός, προς την λογοκρισία, οιουδήποτε τολμά να διατυπώσει μία διαφορετική άποψη εκ της κρατούσης απόψεως αυτής καθ’ εαυτής διώτει διώκειται απηνώς, φέρων το τεχνητό στίγμα του «εγκληματίου σκέψεως».
Οι πρακτικές αυτές, της συντεταγμένης και συντονισμένης εκστρατείας και εν γένει βιομηχανίας λάσπης συνιστά μία εξ αντικειμένου πραγματικότητα, η οποία καθίσταται αδυσώπητη και μη αντιμετωπίσημη διότι οι μηχανισμοί των Μ.Μ.Ε (ραδιοτηλεοπτικά μέσα καθώς και μέσα κοινωνικής δικτυώσεως ευθυγραμμίζονται) εν ακαρεί χρόνω και κυκλοτερώς να πλήξουν ανενδοίαστα τον εκάστοτε λογιζόμενο ως εχθρό.
Η ως άνω καθίσταται η μία όψη του νομίσματος δηλαδή ο στραγγαλισμός της ελευθερίας εκφράσεως και ο εξοστρακισμός του εκάστοτε σεσημασμένου εχθρού, εκ του προσκηνίου, πυξ λάξ, ενίοτε εργαλειοποιώντας και την Δικαιοσύνη.
Η έτερη άποψη του νομίσματος καθίσταται η κατάχρηση της ελευθερίας εκφράσεως, κατά καταστρατήγηση της αρχής της αναλογικότητας η οποία εξικνείται, πέραν και πάνω από το αναγκαίο όριο και μέτρων καθότι, παραβιάζεται η νομιμότητα, καθότι θίγονται τα έννομα αγαθά, δίκην της αόριστης έννοιας της πληροφορήσεως της ολότητας, εξ ού και καθίσταται αδηρίτως αναγκαίο, να παρεμβαίνει ενίοτε η νομοθετική εξουσία προκειμένου να αμβλύνει τέτοιου είδους οιονεί κερκόπορτες οι οποίες, δημιουργούνται κατά στρέβλωση εφαρμογής της Νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, απαιτείται η αναγκαία εξισορρόπηση και συμβιβασμός, αφενός της εν τοις πράγμασι σύμμετερη ελευθερίας έκφρασης με απόλυτο σεβασμό εν γένει προς την νομιμότητα, χωρίς «θεμιτές» αυτοδικίες, ή κατ’ εξακολούθηση και ενίοτε εσκεμμένες, παραβιάσεις της νομοθεσίας, προς εξυπηρέτηση αλλότριων πολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό του μανδύου της ελεθερίας η οποία διολισθαίνει αυτοδικαίως εις ασυδοσία και συναφώς, η εκάστοτε εξουσία να μην ποδηγετεί, χειραγωγεί και κατευθύνει, καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας της, ορισμένα φίλα προσκείμενα δημόσια μέσα ενημερώσεως, προς εξουδετέρωση και εξανδραποδισμού του πολιτικού εχθρού, ωσεί ενδείξεως επιβολής και εξουσίας.
