Εκκινών το εν λόγω άρθρο παραθέτω ένα απόσπασμα από τον παμμέγιστο «Παπαδιαμάντη» περί της εννοίας των Χριστουγέννων. “Προ των σήμερον υλιστών, δαρβινιστών και θετικιστών υπήρξαν οι απαισιόδοξοι, οι ορθολογισταί και οι κριτικισταί’ αλλά παρήλθον’ προ αυτών ήσαν οι πανθεϊσταί, αλλ’ εξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται εν τη σκιά, αφανίζονται, αφού επί βραχύ τέρψωσι τους φιλοκαίνους και τους φιλαναγνώστας δια περιέργου συναυλίας λέξεων και γνωμών. Ο δε Χριστός έμεινε και θα μένη…Ο πόθος της μωράς επιδείξεως, η μανία του καινά εκάστοτε λέγειν, η δοκησισοφία, ο τύφος και η οίησις άγουσιν εις τας συγχρόνους αθεϊστικάς θεωρίας, από των οποίων τουναντίον απάγει η ειλικρινής και ακραιφνής φιλοσοφική συζήτησις της προ των οφθαλμών ημών κειμένης αληθείας”.
Η έλευσις των Χριστουγέννων, της Αγίας τοιαύτης ημέρας Γεννήσεως του Θεανθρώπου, της τεκούσης ελπίδος δια ημάς τους Ορθοδόξους χριστιανούς, καθίσταται οντολογικό ορόσημο, διότι ο Ιησούς εγκαθίδρυσε δια του βίου Του, μία χαρούμενη προοπτική, εναντίον του φυσικού καταναγκασμού της φθοράς του θνησιγενούς μας βίου, εις την οποία υποκείμεθα, εκόντες άκοντες, συνεπεία της αδυσώπητης επιρροής του πανδαμάτορος χρόνος, επί της χοϊκής μας φύσεως.
Το δυσήνιο μάγμα της φθοράς της φύσης μας υπό την αναπόδραστη επιρροή του χρόνου και την ίδρυση της αληθούς προοπτικής της Αιώνιας Ζωής, χάραξε ο Ιησούς, δια του βίου και της εν γένει διδασκαλίας του, αλλά και απέδειξε εις την πράξη δια τους δύσπιστους μονολοθικά ορθολογιστές, ότι κατέλυσε τον Θάνατο με τον Θάνατο, συντρίβωντας πανηγυρικά τον Άδη, καθότι, μετά το Εκούσιον Πάθος, Εσταυρώθη και Ανεστήθη την Τρίτη Ημέρα κατά τας γραφάς και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι εις τον Επουράνιο πατέρα μας.
Τας ημέρας αυτάς, ιδίως κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, καθίσταται μία πνευματική ημέρα, ουσιαστικά οικογενειακή, μακράν από την καταναλωτική ευήθεια της μηδενισμού της αποχαυνωτικής ουτιδανοσύνης, διότι, προσδοκάς την έλευση της ελπίδας η οποία ενσαρκώνεται εις το πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Η ψυχαγωγία του Εκκλησιαμού τις ημέρες αυτές, ή η μαγεία της ανθρώπινης επαφής, δημιουργεί μία ιδιαίτατα ξεχωριστή ατμόσφαιρα, συν την διατήρηση ενός ευφρόσυνου κλίματος το οποίο εντείνεται με την ανταλλαγή ευχών και την εν γένει εγκάρδια κατάσταση.
Πρόκειται δια μία ολιγοήμερη ανακωχή από το άγος και το ιδιαίτατο άγχος της καθημερινότητας και των συνακολούθων αντιξοοτήτων ιδιαίτατα κατά τις ιδιαζόντως δυσχερείς αυτές συνθήκες της χαλεπής πανδημίας.
Ωσαύτως, πέραν όμως από ημάς, υπάρχουν και άλλοι συμπολίτες μας οι οποίοι πένονται ή νοσούν με αποτέλεσμα να μην δύνανται να απολαύσουν όπως δει την μαγεία των Χριστουγέννων, εξ αυτού λοιπόν του λόγου, δέον όπως είμεθα προσεκτικοί ως προς τις εκδηλώσεις ή εάν καθίσταται εφικτό να επικουρήσουμε οικονομικά εκ του υστερήματος μας τους ανθρώπους αυτούς.
Το μείζον είναι ότι εξ αφορμής έστω της προσωρινής αυτή ανάσας των εορτών, να υπερβούμε την εγωκεντρική αυτονομία της προσωπικότητάς μας, προκαλώντας ένα γόνιμο ρήγμα του ατομοκεντρισμού μας, ούτως ώστε να εμβαθύνουμε καταδυόμενοι εις τους εαυτού μας δια να βυθομετρήσουμε το μέτρο προσφοράς ανιδιοτελώς και σιωπηρώς προς τον αδελφό όπου μας έχει ανάγκη.
Η αγάπη δεν συνιστά καταναγκασμό, ή επιβολή, ή επίδειξη μίας συμπεριφοράς, όπως ουδόλως σημαίνει ότι αποτελεί μία πράξη αδυναμίας ή μαλθακότητας, εις τον αντίποδα συνιστά το καταλυτικό συγχωρητικό ένζυμο δια την θεμελίωση των ανθρώπινων σχέσεων διότι συγκεφαλαιώνει ως συστατικό στοιχείο του πυρήνα την συγχώρηση και την αλληλοκατανόηση.
Το μείζον ζητούμενο, εν προκειμένω, έγκειται εις το γεγονός ότι, ανέκαθεν, ιδίως όμως τα τελευταία χρόνια, πόσω δε μάλλον, επί των ημερών μας, η έλευση των Χριστουγέννων, δεν κομίζει εις την κοινωνία το παραμικρό.
Εν προκειμένω, θα προβώ εις μία αναγκαία διάκριση, ίνα να οριοθετήσω απαραιτήτως την σκέψη μου, διότι ο καθείς καθίσταται ελεύθερος και δύναται αδιατάρακτα αν εμβαθύνει εις τον Χριστιανικό βίο ή να ακολουθήσει ανυπερθέτως προς τον Μυστηριακό βίο ανά πάσα στιγμή, είτε θεολογικά-επιστημονικά ή βιωματικά μέσω του Κλήρου της Ελλαδικής Εκκλησίας ανά την Επικράτεια.
Εντούτοις, αυτό το οποίο εγώ καταδεικνύω και στηλιτεύω δια του παρόντος είναι ότι η Συντεταγμένη Πολιτεία, παρασιωπά εκκωφαντικά και δια δολίας προαιρέσεως την Γέννηση του Θεανθρώπου ή την απόδοση της δέουσας Τιμής δια μέσου της θεσμικά οργανωμένης πολιτείας όπως θα έδει.
Τούτο δε το λέγω, διότι καίτοι υφίσταται αρκούντος επαρκές νομικό οπλοστάσιο δια του Καταστατικού Χάρτη της Πατρίδας ήτοι το Σύνταγμα αναφορικώς με την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδόξου παραδόσεως, δοθέντος ότι πρόκειται ανυπερθέτως, δια το συστατικό στοιχείο της πολιτισμικής και ιστορικής μας ταυτότητας, εξ ού και η εθνική μας σημαία, εξ εκρήξεως του εθνο-απελευθερωτικού αγώνος και εντεύθεν, η επίσης Πολιτεία ποιείται την νήσσαν.
Απορίας δε άξιον, είναι ότι ανώτατοι αξιωματούχοι της εν λόγω Πολιτείας, καθαιρούν και τις Ιερές εικόνες, κατά έναν ιταμό και άκρως προκλητικό τρόπο, διότι τοιουτοτρόπως επιδεικνύουν έλλειψη σεβασμού προς τα Όσια και Ιερά αυτού του τόπου, μα προπάντων απαξιώνουν τον θεσμό τον οποίο υπηρετούν ο οποίος θέλοντας και μη, καθίσταται άρρηκτα συνδεδεμένος με την Ορθόδοξη παράδοσή μας.
Εν άλλος λόγοις δηλαδή καλώς ή κακώς, εάν οι ανώτατοι αξιωματούχοι αυτού του τόπου δεν νιώθουν Έλληνες ή Χριστιανοί Ορθόδοξοι, καθίσταται αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα τους, πλην όμως, εφόσον οι ίδιοι επέλεξαν αν υπηρετήσουν από καθέδρας δια των αξιωμάτων δηλαδή τον Ελληνικό λαό, οφείλουν να περιποιούνται τον δέοντα σεβασμό προς την Ιστορία αυτού του τόπου.
Ο Χριστιανισμός συγκερνάται με τον Ελληνισμό, ως οργανική του συνέχεια, τούτο τεκμηριώνεται, πέραν από την Βυζαντινή ασφαλώς αυτοκρατορία, αλλά ιδίως κατά την εθνεγερσία κατά του Τουρκικού ζυγού, όπου όλη η επιχειρηματολογία ήτο θεολογική εξ αυτού του λόγου υφίσταται και ο επιστημονικός όρος «η Θεολογίας της επαναστάσεως», εννοώ ότι το επίκεντρο της εξεγέρσεως των πρωτουργών ηρώων, ομνύαν Πίστη, Υπέρ Πίστεως και Πατρίδας και με σημαία τους τα δύο μεγάλα αυτά μεγέθη πότισαν δια του αίματος τους τα Ιερά Ελλαδικά χώματα, εξασφαλίζοντας την ελευθερία προς τις επιγενόμενες γενιές, μέχρι σήμερον.
Η ως άνω ευσύνοπτη αναδρομή υπογραμμίζει την αδιαμφισβήτητη ιστορική και εν συνεχεία Νομική (μέσω των Συνταγμάτων) άμεση και άρρηκτη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να πρέπει, η αλήθεια αυτή ως οιονεί παρακαταθήκη να διαφυλάσσεται ως «κόρην οφθαλμού» από τις νεότερες γενιές.
Εν τω ων ως άνω πλαισίων, της εκδήλωσης ασέβειας των κρατούντων προς την Ορθοδοξία, τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών, δεν προβάλλουν ως οργανωμένο Κράτος, την Γέννηση του Θεανθρώπου, ούτε μέσω των Δήμων, της Περιφέρειας αλλά ούτε και δια μέσου της Κρατικής Τηλεοράσεως, αποδεικνύοντας κατά αυτόν τον τρόπο, την περιφρόνησή τους, ή εάν θέλετε την εσκεμμένη και καθ’ υπόδειξη στάση τους.
Τούτο δε το συνάγω εκ των στολισμών, κυριαρχούν περίτεχνα λαμπιόνια και ετερόκλητης λογής φτιασίδια, εισέτι και φάτνες πλην όμως ουδόλως εικονίζεται το πρόσωπο του Θεανθρώπου, το αυτό μετά τις ευχές, τα ραδιόφωνα και εν γένει τα μέσα, αναφέρονται προσεκτικά και ουδέτερα περί εορτών, ουδεμία μνεία περί της Γεννήσεως του Θεού, ουδεμία έστω και ακροθιγή ανάλυση, ή φωτεινή έκπληξη κατά τις επικείμενες αυτές Άγιες ημέρες.
Η πλήξη της προπαγάνδας δια μέσου των μέσων εν γένει μαζικής ενημέρωσης έχει καταστεί παροιμιώδης αλλά και η προβαλλόμενη ρητορική μίσους εις βάρους του Χριστιανισμού, ούχ ήττον, ημείς δέον όπως ανανήφουμε, να καταδεικνύουμε τα ως άνω κακώς κείμενα και να διατηρούμε άσβεστη την φλόγα της Αληθείας αλλά και την ακατάλυτη πίστη προς την Τριαδικό Θεό, την μοναδική διηνεκή καταφυγή μας, ιδιαίτατα κατά τους χαλαιπούς καιρούς του οποίου ανυπερθέτως σήμερον βιώνουμε.
Εν κατακλείδι, εύχομαι προς όλους, Καλά Χριστούγεννα, χαρά, ελπίδα και εσωτερική αναγέννηση.
