ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Αυτό το 9,9% του Βελόπουλου ΄διαβάζεται και ανάποδα: 6,6%. Και αν...

Επιχείρηση «Χρυσός»: Η πιο επιτυχημένη επιχείρηση της CIA στον Ψυχρό Πόλεμο

Δύο χρόνια μετά το 1950. Ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται στο απόγειό του. Κέντρο του παραμένει το πολυκρατούμενο και πολυεθνικό Βερολίνο

Επιχείρηση «Χρυσός»: Η πιο επιτυχημένη επιχείρηση της CIA στον Ψυχρό Πόλεμο

CIA και ΜΙ6 αποφασίζουν να προβούν σε μια επιχείρηση κύρους και πληροφοριών. Αποφασίζουν να παγιδεύσουν τα επικοινωνιακά δίκτυα των Σοβιετικών στο Βερολίνο, μέσω μιας υπόγειας σήραγγας κάτω από τα «σύνορα» της δυτικής και της ανατολικής ζώνης. Ενας «τυφλοπόντικας», όμως, αποκαλύπτει τα σχέδια των Δυτικών στην KGB, η οποία τα ακυρώνει. Το όνομα του «Εφιάλτη» ήταν Τζορτζ Μπλέικ.

Με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πρώην κραταιά πρωτεύουσα του Γ΄ Ράιχ, το Βερολίνο, είχε καταστραφεί πλήρως. Το μένος των Σοβιετικών για τις θηριωδίες των Ναζί στη χώρα τους ήταν αρκετό για να τους οδηγήσει να καταστρέψουν εκ βάθρων τη γερμανική πρωτεύουσα θέλοντας να τη μεταβάλουν σε μια νέα «Περσέπολη». Η καταστροφή αυτή δεν ολοκληρώθηκε χάρις στην επέμβαση της Δύσης.

Το δράμα όμως του γερμανικού λαού στο Βερολίνο, μόλις είχε αρχίσει…

Κατόπιν συμφωνίας των συμμαχικών δυνάμεων, μετά την ανακωχή, τον Μάιο του 1945, η πόλη χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες πολιτικο-στρατιωτικού ελέγχου, την αμερικανική, τη σοβιετική, τη βρετανική και τη γαλλική. Στη γερμανική πρωτεύουσα το σκηνικό του Ψυχρού Πολέμου άρχισε να στήνεται από τις πρώτες κιόλας πανηγυρικές ημέρες της νίκης των Συμμάχων επί του Άξονα.

Η σοβιετική διοίκηση και οι υπηρεσίες της αρχίζουν σταδιακά να δημιουργούν τα «ώτα» τους στο Βερολίνο και στη Δυτική Γερμανία μέσα στις πολυπληθείς στρατιωτικές και διπλωματικές αποστολές των Δυτικών, όσο και μέσα στον πληθυσμό της πόλης. Το Κρεμλίνο θα καταφέρει να διεισδύσει στα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Δυτικής Γερμανίας και να στρατολογήσει επιφανείς πολιτικούς, δημοσιογράφους και τραπεζίτες.

Οι Αμερικανοί με τη σειρά τους αναδιοργανώνουν τις δικές τους υπηρεσίες πληροφοριών. Το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (Office of Strategic Services/OSS), διαλύεται και για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πριν θεσμοθετηθεί η CIA και οι στρατιωτικές υπηρεσίες παίζουν τον κυριότερο ρόλο στη συλλογή πληροφοριών στην κατεστραμμένη πόλη.

Τους Αμερικανούς ακολουθούν Βρετανοί και Γάλλοι. Οι υπηρεσίες πληροφοριών τους έπρεπε πια να λειτουργούν και να επιχειρούν σε ένα ειρηνικό περιβάλλον. Αυτό σήμαινε μετάβαση από τις επιχειρησιακές προτεραιότητες του πολέμου (π.χ. διατήρηση ομάδων δολιοφθορών και υποστήριξή τους με προσωπικό και υλικό) σε αυτές της ειρηνικής περιόδου (δημιουργία δικτύων πληροφοριοδοτών σε εδάφη και κυβερνητικούς μηχανισμούς υπό την άμεση σοβιετική επιρροή).

Το 1948 ήταν ένα από σημαντικότερα έτη του ψυχροπολεμικού Βερολίνου, όταν οι Σοβιετικοί προχώρησαν στον πλήρη αποκλεισμό του δυτικού τμήματος της πόλης. Η εισαγωγή νέου νομίσματος, του δυτικού μάρκου, ήταν η πρόφαση που περίμενε για αρκετό καιρό ο Ιωσήφ Στάλιν για να δοκιμάσει την αντοχή των Δυτικών. Η Δύση όμως, με τη μνημειώδη αερογέφυρα σωτηρίας απέδειξε έμπρακτα ότι δεν θα υπέκυπτε στις πιέσεις του Κρεμλίνου.

Οι αυταπάτες στα κέντρα των αποφάσεων και στις υπηρεσίες της Δύσης έπαυσαν πλέον. Αντίπαλοι στον αγώνα κυριαρχίας στο Βερολίνο δεν είναι πια οι εναπομείναντες Ναζί, αλλά οι Σοβιετικοί, οι οποίοι εννέα χρόνια αργότερα θα προχωρούσαν στην πλήρη διχοτόμηση της πόλης με την ανέγερση του ομώνυμου τείχους.

Επιχείρηση «Χρυσός»

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές του 1950 οι σταθμοί των δυτικών υπηρεσιών πληροφοριών στο Βερολίνο διαπίστωσαν ότι οι σοβιετικές Αρχές χρησιμοποιούν νέα δίκτυα επικοινωνιών ανάμεσα στα γενικά επιτελεία, τις μονάδες και την κεντρική διοίκηση της KGB στην Ανατολική Γερμανία και στο νοσοκομείο του Αγίου Αντωνίου στο Κάρλσχορστ, που βρισκόταν λίγο πιο έξω από το Βερολίνο.

Στις αρχές του 1951 ο διοικητής της Βάσης Επιχειρήσεων της CIA στο Βερολίνο, Γουίλιαμ Χάρβεϊ ενημερώθηκε από υφισταμένους του ότι οι Σοβιετικοί αντικαθιστούσαν σταδιακά τις ασύρματες επικοινωνίες τους με επίγεια ενσύρματα δίκτυα. Οι Αμερικανοί διαπίστωσαν ότι αυτές οι αλλαγές είχαν άμεσες συνέπειες στη συλλογή πληροφοριών για τις σοβιετικές προθέσεις και κινήσεις αναφορικά με το Βερολίνο.

Οι δυτικές υπηρεσίες είχαν απέναντί τους το σοβιετικό υπουργείο Κρατικής Ασφαλείας, τον προκάτοχο της KGB, που διατηρούσε υπό τον έλεγχό του τα ενσύρματα επίγεια και εναέρια δίκτυα επικοινωνιών στο Ανατολικό Βερολίνο και την Ανατολική Γερμανία. Τα εναέρια καλώδια χρησιμοποιούνταν από ανώτατα στελέχη του Στρατού, των υπηρεσιών ασφαλείας, του κόμματος και της σοβιετικής κρατικής μηχανής.

Αποτελούσαν εκ των πραγμάτων έναν εξαιρετικά δυσπρόσιτο στόχο για Αμερικανούς και Βρετανούς εφόσον φυλάσσονταν στενά από περιπόλους και ήταν σε αυτά εγκατεστημένες εξελιγμένες συσκευές ασφαλείας που κρυπτογραφούσαν τη φωνή των συνδιαλεγομένων. Σταδιακά λοιπόν άρχισε να αναπτύσσεται στην αμερικανική πλευρά προβληματισμός για το κατά πόσο οι Δυτικοί θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τα επίγεια δίκτυα επικοινωνιών των Σοβιετικών.

Το σκεπτικό μιας επιχείρησης υποκλοπής ήταν απλό. Εφόσον ήταν δυνατόν να εντοπιστεί και να παγιδευθεί κάποιο επίγειο δίκτυο, θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Σοβιετικούς να ανακαλύψουν ότι «κάτι δεν πήγαινε καλά».

Ήδη η βρετανική ΜΙ6 είχε εμπειρία υποκλοπής σοβιετικών επιγείων δικτύων. Από το 1949 οι Βρετανοί υπέκλεπταν επίγειες επικοινωνίες των σοβιετικών δυνάμεων στην Βιέννη. Η Επιχείρηση «Ασήμι», όπως είχε ονομασθεί, βασιζόταν στην ανακάλυψη των προπολεμικών επιγείων επικοινωνιακών δικτύων που χρησιμοποιούσε η αυστριακή κυβέρνηση.

Οι Σοβιετικοί, αναπτύσσοντας τα δίκτυά τους, τα ενσωμάτωναν πολλές φορές στους προπολεμικούς αυστριακούς κυβερνητικούς κόμβους. Οι Βρετανοί, σκάβοντας από το υπόγειο ενός σπιτιού στη Βιέννη περί τα 35 μέτρα, είχαν καταφέρει να εντοπίσουν και να παγιδέψουν τα τηλεφωνικά καλώδια που χρησιμοποιούνταν από το σοβιετικό αρχηγείο της πόλης. Η CIA αποφάσισε να συνδράμει τη βρετανική προσπάθεια και έτσι από το 1951 το «Ασήμι» έγινε, εκτός από κοινή επιχείρηση, ο προπομπός μιας μελλοντικής επιχείρησης στο Βερολίνο.

Η βάση της CIA στο Βερολίνο εστίασε την προσοχή της σε στελέχη της εταιρείας τηλεπικοινωνιών του Δυτικού Βερολίνου. Απώτερος σκοπός ήταν ο εντοπισμός εργαζομένων στο Ανατολικό Βερολίνο, οι οποίοι θα ήταν σε θέση να δώσουν πληροφορίες για τα επίγεια σοβιετικά δίκτυα και τους χρήστες τους. Η δημιουργία επαφών με υπαλλήλους σταθμών τηλεπικοινωνιών από το Δυτικό και το Ανατολικό Βερολίνο ξεκίνησε το 1952.

Τη χρονιά αυτή μέλη του Τομέα Δ΄ του Γραφείου Ειδικών Επιχειρήσεων της CIA στο Βερολίνο, που είχε ως κύρια αποστολή επιχειρήσεις κατά αντίπαλων επικοινωνιακών δικτύων, κατάφεραν να στρατολογήσουν ένα στέλεχος του ταχυδρομικού γραφείου μέσω του οποίου διεξάγονταν υπεραστικά τηλεφωνήματα από το Βερολίνο στο Λίχτενμπουργκ. Το άτομο αυτό προμήθευσε τη CIA με καταλόγους συνδρομητών-χρηστών των καλωδίων που διαχειριζόταν.

Οι ογκώδεις κατάλογοι μεταφέρονταν από τον ίδιο κοντά στα όρια του σοβιετικού με τον αμερικανικό τομέα, όπου ο Ουόλτερ Ο’́Μπράιαν, στέλεχος του Τομέα Δ΄, τους φωτογράφιζε. Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1952 η βάση της CIA έκανε επαφές με άτομα που εργάζονταν σε παρόμοιες θέσεις στο Ανατολικό Βερολίνο προκειμένου να επαληθεύει συνεχώς τις πληροφορίες που συνέλεγε, ούτως ώστε να ήταν κάποια στιγμή δυνατός ο εντοπισμός του «αδύνατου» σημείου των σοβιετικών επιγείων δικτύων.

Η υπό σχεδίαση επιχείρηση εισήλθε σε νέα φάση με τη στρατολόγηση μιας γυναίκας που εργαζόταν στο ίδιο ταχυδρομικό γραφείο (Βερολίνου-Λίχτενμπουργκ). Κύρια δουλειά της «πηγής», με το κωδικό όνομα «Το Κορίτσι των Αριθμών», ήταν να συνδέει τις γραμμές υπεραστικών κλήσεων που χρησιμοποιούνταν από τις σοβιετικές και ανατολικογερμανικές Αρχές.

Η ίδια διατηρούσε υπηρεσιακές καρτέλες με στοιχεία του κάθε συνδρομητή και της γραμμής που χρησιμοποιούσε. Η ύπαρξη αυτού του πληροφοριοδότη θεωρήθηκε από τους Αμερικανούς κάτι «πολύ καλό για να είναι αληθινό». Η επιβεβαίωση όμως μέσω άλλων πηγών, των πληροφοριών που παρέδιδε η γυναίκα, όπως από έναν νομικό που εργαζόταν στο υπουργείο Ταχυδρομείου και Τηλεπικοινωνιών της Ανατολικής Γερμανίας και από έναν υπάλληλο του ίδιου οργανισμού που παρέδωσε έναν χάρτη με την ακριβή θέση των επιγείων δικτύων στην περιοχή του Βερολίνου, έκανε τη CIA να ελπίζει ότι η επιχείρηση θα μπορούσε να επιτύχει.

Με τη συλλογή και ανάλυση των παραπάνω στοιχείων οι Αμερικανοί κατάφεραν να χαρτογραφήσουν τα δίκτυα. Ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1953, ένας άνθρωπος της CIA που εργαζόταν σε ταχυδρομικό γραφείο του Ανατολικού Βερολίνου κατάφερε να συνδέσει μια τηλεφωνική γραμμή του επιγείου σοβιετικού δικτύου σε ένα κύκλωμα του Δυτικού Βερολίνου. Για λίγη ώρα ένας τεχνικός της CIA που παρουσιάστηκε ως υπάλληλος της υπηρεσίας ταχυδρομείου του Δυτικού Βερολίνου κατάφερε να μαγνητοφωνήσει μια τυχαία συνομιλία δυο Σοβιετικών αξιωματούχων, η οποία κρίθηκε «ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα» από τα στελέχη της βάσης της CIA.

Στα τέλη του καλοκαιριού, τον Αύγουστο, στάλθηκε από το Βερολίνο η επίσημη πρόταση για την ανάληψη της επιχείρησης υποκλοπής των σοβιετικών δικτύων στον διευθυντή της CIA Άλλεν Ντάλες. Η πρόταση περιεχόταν σε ένα υπόμνημα του στρατηγού Λουκιανού Τρούσκοτ, επικεφαλής του Γραφείου Ειδικών Επιχειρήσεων της CIA στη Γερμανία.

Η προτεινόμενη επιχείρηση θα διεξαγόταν μέσα από ένα τούνελ 500 περίπου μέτρων, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα βρισκόταν μέσα στα εδαφικά όρια του Ανατολικού Βερολίνου. Ο διευθυντής της CIA έδωσε την έγκρισή του για την επιχείρηση «Χρυσός» στις 20 Ιανουαρίου του 1954. Οι επιχειρησιακές προετοιμασίες από πλευράς της βάσης της CIA στο Βερολίνο άρχισαν πια να επισπεύδονται.

Από τα πρώτα στάδια του σχεδιασμού της επιχείρησης, οι Αμερικανοί από φόβο «διαρροής» περιόρισαν στο ελάχιστο τον κύκλο των ατόμων που γνώριζαν για την υπό σχεδίαση επιχείρηση. Ανώτερα στελέχη της CIA δεν ενημερώθηκαν παρά αφότου ανέλαβαν υπηρεσία στο Βερολίνο αποκλειστικά στο συγκεκριμένο σχέδιο. Μοιραία, όμως, η επιχείρηση έγινε γνωστή στην KGB από έναν «τυφλοπόντικα» στη ΜΙ6, τον Τζορτζ Μπλέικ.

Ο «Τυφλοπόντικας»

Με τον παραπάνω όρο στην ανεπίσημη γλώσσα των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας προσδιορίζεται ένα άτομο το οποίο κατέχοντας μια σημαντική θέση σε έναν κυβερνητικό οργανισμό παρέχει πληροφορίες σε αντίπαλη υπηρεσία πληροφοριών.

Ο Τζορτζ Μπλέικ, ενώ εργαζόταν ως αξιωματικός πληροφοριών στην ΜΙ6, ήταν ο άνθρωπος που προειδοποίησε έγκαιρα τους Σοβιετικούς για τα σχέδια των Βρετανών και των Αμερικανών να υποκλέψουν τις επικοινωνίες τους στο Βερολίνο.

Μεγαλωμένος στο Κάιρο από έναν θείο του που ήταν συνιδρυτής του αιγυπτιακού κομμουνιστικού κόμματος, με μητέρα Ολλανδή και πατέρα Βρετανοεβραίο, ο Μπλέικ πήρε μέρος στην ολλανδική αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατόπιν κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό.

Προτού τελειώσει ο πόλεμος, το 1944 εντάχθηκε στην ΜΙ6, τα στελέχη της οποίας δεν ανίχνευσαν στον νεοπροσληφθέντα Μπλέικ τη λανθάνουσα ιδεολογική επιρροή του θείου του. Πέντε χρόνια μετά, το 1949, ο Μπλέικ αποσπάστηκε στη βρετανική διπλωματική αποστολή στη Σεούλ. Το 1950, με το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας, συνελήφθη μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό από τον βορειοκορεατικό Στρατό που εισέβαλε στην πόλη.

Αιχμάλωτος ήδη για έναν χρόνο, ο Μπλέικ θα δώσει στους Βορειοκορεάτες δεσμοφύλακές του ένα σημείωμα γραμμένο στα ρώσικα, σύμφωνα με το οποίο επιθυμούσε να επικοινωνήσει με μέλη της σοβιετικής πρεσβείας στη Βόρεια Κορέα για την παροχή από μέρους του απορρήτων πληροφοριών. Σε συνάντησή του με αξιωματούχο της KGB παραδέχθηκε ότι υπηρετούσε στην ΜΙ6 και προθυμοποιήθηκε να εργαστεί για τις σοβιετικές υπηρεσίες πληροφοριών.

Ύστερα από μια σειρά επιτυχών συνεντεύξεων-ανακρίσεων ο Μπλέικ εντάχθηκε στην ΚGB με το κωδικό όνομα «Διομήδης». Η λήξη του πολέμου της Κορέας και η απελευθέρωση των αιχμαλώτων το 1953, σήμαναν την επιστροφή του Μπλέικ στη Βρετανία. Ο «Διομήδης», ένας «ήρωας-αιχμάλωτος» θα περάσει την υπηρεσιακή του άδεια το ίδιο έτος στην Ολλανδία, όπου και θα ολοκληρωθεί η στρατολόγησή του από την KGB.

Για την ΚGB ο «Διομήδης» αξιολογήθηκε ως «πηγή» εξαιρετικής σημασίας, η ύπαρξη της οποίας δεν θα έπρεπε να διακινδυνευθεί σε καμία περίπτωση. Έτσι ελάχιστοι ανώτατοι αξιωματούχοι της γνώριζαν την πραγματική του ταυτότητα και πού εργαζόταν. Σύμφωνα με το Σεργκέι Κοντράσεβ, «ελεγκτή» του «Διομήδη» στο Λονδίνο την εποχή εκείνη, μόνο 3 ανώτατοι αξιωματικοί της Α΄ Γενικής Διεύθυνσης (Συλλογή Πληροφοριών) της KGB γνώριζαν την ύπαρξη του Βρετανού «τυφλοπόντικα» στην ΜΙ6. Ο διευθυντής της Α΄ Διεύθυνσης ενημέρωσε τον ομόλογό του της Θ΄́Διεύθυνσης (Ασφάλεια Επικοινωνιών) αποκλειστικά για διαδικαστικούς λόγους, επειδή ο «τυφλοπόντικας» σχετιζόταν με τη συλλογή πληροφοριών από τηλεπικοινωνιακά μέσα και υποκλοπές.

Ο Μπλέικ έδωσε αρχικά στους Σοβιετικούς πληροφορίες για δίκτυα κατασκόπων των Δυτικών στην Ανατολική Γερμανία κατά τα έτη 1953-1955 και για επιχειρήσεις υποκλοπών και παραβίασης του απορρήτου του διπλωματικού ταχυδρομείου εις βάρος σοβιετικών αποστολών και εγκαταστάσεων στο Λονδίνο. Ο ίδιος παραδέχθηκε στα απομνημονεύματά του, το 1990, ότι περίπου 400 κατάσκοποι των Δυτικών συνελήφθησαν από πληροφορίες που έδωσε στην KGB. Αν και έγραψε ότι κανείς τους δεν έπαθε τίποτα, αρκετοί ιστορικοί αμφισβητούν ανοιχτά τους ισχυρισμούς του. Πολλοί κατάσκοποι εκτελέστηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν για χρόνια.

Ως ειρωνεία της τύχης, ο Μπλέικ ήταν ένα από τα μέλη της ομάδας της ΜΙ6 που ενημερώθηκαν στις 22 Οκτωβρίου του 1953 από τους Αμερικανούς. Ο «Διομήδης» που είχε ήδη δώσει πληροφορίες στον Σοβιετικό «ελεγκτή» του στο Λονδίνο για την επιχείρηση «Ασήμι», κατάφερε να του μεταφέρει αυτούσια τα πρακτικά συσκέψεων της CIA και της ΜΙ6 μεταξύ 16-18 Δεκεμβρίου του 1953, αναφορικά με την υπό σχεδίαση επιχείρηση.

Η συνάντηση των δύο ανδρών έλαβε χώρα στον δεύτερο όροφο ενός λονδρέζικου λεωφορείου στις 18 Ιανουαρίου του 1954. Ο «Διομήδης» παρέδωσε ένα αντίγραφο καρμπόν των πρακτικών το οποίο ο «ελεγκτής» του, ο Κοντράσεβ, πήρε χωρίς να το φωτογραφίσει, επειδή σε κάπoια σημεία φαινόταν δυσανάγνωστο. Η επιχείρηση ήταν πια καταδικασμένη.

Η KGB είχε στη διάθεσή της ακριβείς πληροφορίες για το πού θα λάμβανε χώρα η επιχείρηση, ποιοι αξιωματικοί πληροφοριών των δυτικών υπηρεσιών είχαν εμπλακεί, ποια επίγεια καλώδια αποτελούσαν στόχους, πού περίπου βρίσκονταν τα εν λόγω δίκτυα και τι είδους εξοπλισμός θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί από τους Δυτικούς.

Επιπρόσθετα, οι Σοβιετικοί έλαβαν από τα πρακτικά τις εκτιμήσεις της CIA και της MI6 για τον αριθμό του προσωπικού που θα χρειαζόταν για την υποστήριξη της επιχείρησης και την επεξεργασία των πληροφοριών. Οι μαγνητοταινίες με τις υποκλοπές θα παραδίδονταν, μέρα παρά μέρα, στη βρετανική κρυπτογραφική υπηρεσία (General Communications Head Quarters/ GCHQ) και στην αμερικανική υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (National Security Agency/ NSA).

Το Κρεμλίνο όμως προσανατολίσθηκε σταθερά, όπως θα δούμε παρακάτω, στην απόλυτη προστασία της «πηγής» του, επιλογή που προκάλεσε δυσχέρειες στην εκμετάλλευση των ήδη παρασχόντων πληροφοριών σχετικά με την επιχείρηση «Χρυσός».

To τούνελ του Βερολίνου

Μετά την έγκριση του Άλεν Ντάλλες, οι προετοιμασίες για την επιχείρηση επιταχύνονται. Αμερικανοί και Βρετανοί έχουν ήδη καταλήξει στην τοποθεσία των καλωδίων-στόχων. Κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου Σόνενφενλντ-Τσόσεε, στον σοβιετικό τομέα της πόλης, βρίσκονται τα καλώδια 150, 151 και 152 σε βάθος περίπου 70 εκατ.

Σε ένα σημείο ο αυτοκινητόδρομος που περνά δίπλα από το νεκροταφείο του Ρούντοβ απέχει από τον αμερικανικό τομέα περίπου 500 μ. Ως βιτρίνα-κάλυμμα οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν την κατασκευή θέσεων ραντάρ ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και αποθηκών κατά μήκος του δρόμου, στον αμερικανικό τομέα.

Οι τρεις «αποθήκες» άρχισαν να κατασκευάζονται στις αρχές του 1954. Η μια, η αποθήκη όπου θα στεγαζόταν το υποτιθέμενο ραντάρ, κατασκευάστηκε με βαθύ υπόγειο προκειμένου να είναι δυνατή από εκεί η εκσκαφή του τούνελ. Την ίδια περίοδο βρετανικές και αμερικανικές μονάδες μηχανικού εκπαιδεύονταν σε τεχνικές κατασκευής τούνελ στο Σάρεϊ και στο Νέο Μεξικό.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, σε βάθος 4 μ., η μονάδα του αμερικανικού μηχανικού άρχισε τη διάνοιξη της σήραγγας. Η ανακάλυψη όμως νερού λίγες ημέρες αργότερα καθυστέρησε για λίγο διάστημα τις εργασίες, ενώ κρίθηκε σκόπιμη από τους επικεφαλής η εγκατάσταση πλυντηρίου ρούχων στο κτήριο του ραντάρ, το οποίο είχε ήδη περατωθεί.

Οι Σοβιετικοί και Ανατολικογερμανοί συνοριακοί φύλακες ίσως να υποψιαζόνταν κάτι εάν έβλεπαν συνεχώς μέσα στις λάσπες τους Αμερικανούς συναδέλφους τους που υποτίθεται ότι υπηρετούσαν σε μια χαμηλής σπουδαιότητας μονάδα.

Επιπρόσθετα, για την οπτική παρακολούθηση του σοβιετικού τομέα, δίπλα στις αποθήκες κατασκευάστηκε ειδικό φυλάκιο 24ωρης βάρδιας. Στα έκτακτα μέτρα ασφαλείας των κτηρίων που ελήφθησαν, συμπεριλήφθηκε και η εγκατάσταση μικροφώνων κοντά στα συρματοπλέγματα που χώριζαν τις δύο ζώνες.

Έτσι, οποιαδήποτε περίπολος από την άλλη πλευρά ή κάποιος «εισβολέας» θα ήταν δυνατόν να γίνουν αμέσως αντιληπτοί. Γενικά, η ασφάλεια των εγκαταστάσεων και η απόκρυψη των δραστηριοτήτων εντός αυτών, απασχόλησαν τη CIA και την MI6 εφόσον θα έπρεπε να δίνεται συνεχώς η εντύπωση ότι οι αποθήκες-εγκαταστάσεις αποτελούν τα καταλύματα μιας κανονικής στρατιωτικής μονάδας, το προσωπικό της οποίας σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να δείχνει απομονωμένο από τον έξω κόσμο.

Έτσι, η καθημερινή οδική επικοινωνία από και προς τη βάση διατηρήθηκε, αν και δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή σε «λεπτομέρειες» (για παράδειγμα όλα τα οχήματα ήταν επιμελώς σκεπασμένα ούτως ώστε να γίνεται δύσκολη παρατήρηση των επιβαινόντων και των υλικών, που μετεφέρονταν).

Το τούνελ ολοκληρώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1955. Η μονάδα του αμερικανικού Μηχανικού έσκαψε την οριζόντια σήραγγα, ενώ οι Βρετανοί σκαπανείς την κάθετη, μέσω της οποίας έφτασε η ομάδα των τεχνικών των δύο υπηρεσιών στα καλώδια στόχους. Η όλη «αρχιτεκτονική» του τούνελ, που εγκρίθηκε προφορικά από τον ίδιο τον Άλεν Ντάλες, τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, περιλάμβανε την απομόνωση του υπόγειου χώρου κάτω από τις τηλεπικοινωνιακές γραμμές, από το υπόλοιπο τούνελ, με μια ατσάλινη θύρα.

Στον μικρό αυτό χώρο θα εγκαθίσταντο οι ενισχυτές και γενικά το σύνολο των συσκευών που θα έστελναν τα υποκλαπέντα μηνύματα στο υπόγειο της αποθήκης για καταγραφή και περαιτέρω επεξεργασία. Στο ύψος δε των συνόρων της αμερικανικής και της σοβιετικής ζώνης τοποθετήθηκαν στα τοιχώματα του τούνελ εκρηκτικά, η χρήση των οποίων θα παρέμενε η «τελευταία επιλογή» εάν κάτι «δεν πήγαινε καλά».

Η εικόνα του τούνελ συμπληρωνόταν από σύστημα ανανέωσης του αέρα, σιδερένιες δοκούς και αμμόσακους στα τοιχώματα, συρματοπλέγματα στο ύψος της αμερικανικής ζώνης, ένα μικρό ξύλινο βαγονέτο και από μια ταμπέλα στα ρωσικά, στο ύψος της συνοριακής γραμμής, που ανέγραφε «εισέρχεσθε στον αμερικανικό τομέα».

Η διαδικασία της παγίδευσης των καλωδίων που έγινε κυρίως από τους Βρετανούς με επικεφαλής έναν από τους πλέον εξειδικευμένους τεχνικούς της ΜΙ6, τον Τζον Γουάικ, κράτησε 4 μήνες (από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 1955) και ήταν μια εξαιρετικά επίπονη διαδικασία. Κάθε σύνδεση της γραμμής-στόχου με το καλώδιο υποκλοπής θα έπρεπε να γίνει κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην επηρεαστεί η ποιότητα της επικοινωνίας. Οποιαδήποτε αλλοίωση θα γινόταν αμέσως αντιληπτή από τους Σοβιετικούς.

Συνολικά, τα τρία καλώδια που παγιδεύθηκαν περιελάμβαναν 273 μεταλλικά ζεύγη από τα οποία περνούσαν 1.200 κανάλια. Περίπου 500 κανάλια χρησιμοποιούνταν κάθε δεδομένη χρονική στιγμή από τους Σοβιετικούς και τους Ανατολικογερμανούς. Από τον Αύγουστο λοιπόν του 1955, οπότε και ξεκίνησε η επιχείρηση, μετατέθηκαν στις συνοριακές εγκαταστάσεις μεταφραστές για την επί τόπου παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της επιχείρησης.

Οι βασικές συσκευές υποκλοπών και μαγνητοσκόπησης που χρησιμοποιήθηκαν ήταν βρετανικής προέλευσης, από το Γενικό Γραφείο Ταχυδρομείου και από την εταιρεία British Ferrograph Company of South Shields. Παράλληλα, η ομάδα ηλεκτρονικών της CIA κατάφερε να κατασκευάσει μια συσκευή με την οποία ήταν δυνατή η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο επιλεγμένων κυκλωμάτων.

Ένα ανέκδοτο περιστατικό για τη χρησιμότητα αυτής της επαναστατικής, για την εποχή της, συσκευής αναφέρεται στην περίπτωση ενός Αμερικανού στρατιωτικού μάγειρα των εγκαταστάσεων ο οποίος, οδηγώντας από το Βερολίνο στην Φρανκφούρτη, χάθηκε και εισήλθε, κατά λάθος, στη σοβιετική ζώνη.

Αν και ήταν ακόμη επιτρεπτή η διζωνική κυκλοφορία στρατιωτικού προσωπικού χαμηλής σημασίας, οι Ανατολικογερμανοί τον συνέλαβαν. Υποκλέπτοντας λοιπόν την επικοινωνία της μονάδας τους, οι Αμερικανοί κατάφεραν να παρακολουθήσουν όλη τη διαδικασία που ακολούθησαν προτού απελευθερώσουν τον συμπατριώτη τους.

H ΚGB αντεπιτίθεται

Οι Σοβιετικοί, είχαν βρεθεί σε μια ιδιότυπη θέση. Γνώριζαν ότι οι επικοινωνίες τους υποκλέπτονται αλλά δίσταζαν να προχωρήσουν σε μια ευρύτερη επιχείρηση παραπληροφόρησης. Τα κανάλια επικοινωνιών ήταν εκατοντάδες και πρακτικά δεν ήταν δυνατόν το 100% που υπέκλεπταν οι Δυτικοί να αποτελέσει ελεγμένη παραπληροφόρηση από τη διοίκηση και τους αναλυτές της KGB.

Το «Κέντρο» (κωδική ονομασία του αρχηγείου της KGB στη Μόσχα) ενεργούσε με βασικό άξονα την προστασία του Μπλέικ, ο οποίος αν και μετατέθηκε σε σταθμό της ΜΙ6 στο Βερολίνο από τον Απρίλιο του 1955, για λόγους ασφαλείας αποφασίσθηκε από πλευράς των Σοβιετικών να απέχει από την παρακολούθηση της υπό εξέλιξη επιχείρησης.

Στα τέλη του 1955 ο διευθυντής της KGB στην Ανατολική Γερμανία Γεβγένι Πιτοβράνοφ έλαβε από το Κρεμλίνο πληροφορίες για την Επιχείρηση «Χρυσός» και έδωσε οδηγίες για την οπτική παρακολούθηση των αμερικανικών εγκαταστάσεων. Η KGB έστειλε στο Βερολίνο μια ειδικευμένη ομάδα τεχνικών για να εντοπίσει από ποιο ακριβώς σημείο των καλωδίων υπέκλεπταν τις επικοινωνίες οι Δυτικοί.

Η ομάδα, διεξάγοντας ενδεικτικές υποκλοπές εις βάρος των σοβιετικών στρατιωτικών επικοινωνιών, διαπίστωσε «παντελή έλλειψη» κανόνων ασφαλείας στις συνδιαλέξεις διοικητών μονάδων και επιτελών στο Ανατολικό Βερολίνο. O Πιτοβράνοφ παρουσίασε στον διοικητή των σοβιετικών δυνάμεων στην Ανατολική Γερμανία, στρατάρχη Αντρέι Γκρέκο, μια κασέτα-δείγμα αφήνοντάς τον άναυδο για τις σοβαρές πιθανότητες διαρροής διαβαθμισμένων πληροφοριών.

Την ίδια όμως περίοδο στη Μόσχα ο γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος της ΕΣΣΔ Νικήτα Κρουστσόφ, όντας ενήμερος για την κοινή επιχείρηση της CIA και της ΜΙ6, έδινε οδηγίες η αποκάλυψη του τούνελ να μετατραπεί σε μια εκστρατεία προπαγάνδας κατά της Δύσης. Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που έδωσε στους επιτελείς του, ο Μπλέικ θα έπρεπε να προστατευθεί από οποιαδήποτε σοβιετική «αποκάλυψη».

Επίσης, θα έπρεπε από την αρχή να κατηγορηθούν για την επιχείρηση οι Αμερικανοί και να υποβαθμιστεί ο ρόλος των Βρετανών. Και αυτό γιατί ο Κρουστσόφ ήταν υποχρεωμένος να λάβει σοβαρά υπόψη του την επίσημη επίσκεψή του στη Μεγάλη Βρετανία τον ερχόμενο Απρίλιο.

Στο Κρεμλίνο, κατόπιν σειράς διαβουλεύσεων, αποφασίσθηκε ότι όταν θα «αποκαλυπτόταν» το τούνελ, ο διοικητής των σοβιετικών δυνάμεων στην Ανατολική Γερμανία θα απέστελε επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας στον Αμερικανό ομόλογό του, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη.

Κρίθηκε δε σκόπιμη η πρόσκληση δημοσιογράφων από το Ανατολικό και Δυτικό Βερολίνο για να δουν από κοντά τις εγκαταστάσεις του τούνελ. Τέλος, οι Σοβιετικοί θα μελετούσαν το σύνολο των συσκευών που θα έπεφταν στα χέρια τους, δίνοντας ελάχιστη δημοσιότητα σε οποιαδήποτε βρετανική ανάμειξη σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικό.

Στο μεταξύ, η ομάδα των τεχνικών της KGB συνέχιζε να ελέγχει τα δίκτυα των γραμμών στο Βερολίνο. Στα πρώτα στάδια της έρευνας δεν βρέθηκε τίποτα ύποπτο. Όταν αργότερα η έρευνα, που ξεκίνησε από τοπικούς σταθμούς τηλεφωνικών δικτύων, συμπεριέλαβε επιλεγμένα τμήματα του επίγειου δικτύου, εντοπίστηκε το ακριβές σημείο της «δυτικής παρέμβασης».

Αυτό που έμενε ήταν η επινόηση μιας «τυχαίας» δημόσιας αποκάλυψης του τούνελ που θα έπειθε την CIA και την ΜΙ6 ότι απλώς «στάθηκαν άτυχες». Οι Σοβιετικοί όμως, για να αποκρύψουν τη σχέση τους με τον εντοπισμό του τούνελ, εκπαίδευσαν μια μονάδα Ανατολικογερμανών, οι οποίοι και θα «ανακάλυπταν» κατόπιν συγκεκριμένων οδηγιών τα καλώδια.

Το «πράσινο» φως για την επιχείρηση αποκάλυψης το είχε πια το Κρεμλίνο, που περίμενε την κατάλληλη στιγμή, όπως αποδείχθηκε, την επίσημη επίσκεψη Κρουστσόφ στη Μεγάλη Βρετανία τον Απρίλιο.

Το τέλος της επιχείρησης

Ο Απρίλιος του 1956 στο Βερολίνο ήταν ένας μήνας ασυνήθιστα δυνατών βροχοπτώσεων. Τα επίγεια καλώδια σε κάποια σημεία άρχιζαν να αποκαλύπτονται, κάτι που επισημάνθηκε από στελέχη της βάσης της CIA, που εμπλέκονταν άμεσα στην επιχείρηση του τούνελ και από «ανθρώπους» των δυτικών υπηρεσιών σε σταθμούς τηλεπικοινωνιών στην Ανατολική Γερμανία.

Από τα μέσα του μήνα, Σοβιετικοί και Ανατολικογερμανοί άρχισαν να πυκνώνουν τις επιθεωρήσεις τους στα δίκτυα για επιδιορθώσεις. Το βράδυ της 22ας Απριλίου, κατά τις 12.50 π.μ., Αμερικανοί παρατηρητές πρόσεξαν ένα απόσπασμα περίπου 50 Ανατολικογερμανών στρατιωτών να σκάβει και να επιθεωρεί τις γραμμές καλωδίων ανά δύο με τρία μέτρα. Περίπου μια ώρα αργότερα οι στρατιώτες ανακάλυψαν σε βάθος 70 εκατ. τις γραμμές του δικτύου μαζί με τα καλώδια των υποκλοπών. Τα δεύτερα πέρναγαν μέσα από μια κλειστή θύρα που οδηγούσε στο κάθετο τούνελ. Εκεί ήταν τοποθετημένοι οι ενισχυτές που μετέφεραν το σήμα στο υπόγειο του κτηρίου του ραντάρ, στην απέναντι πλευρά των συνόρων.

Ο Χάρβεϊ, ο επικεφαλής της βάσης της CIA κλήθηκε επιτόπου και μαζί με μεταφραστές και άλλους αξιωματικούς πληροφοριών άρχισαν να ακούνε τους διαλόγους των στρατιωτών από ένα μικρόφωνο-κοριό που είχε τοποθετηθεί δίπλα από τα καλώδια. Για την ώρα οι γραμμές τηλεπικοινωνιών παρέμεναν παγιδευμένες. Οι Σοβιετικοί και οι Ανατολικογερμανοί φοβούνταν μήπως η κλειστή θύρα που μεσολαβούσε των καλωδίων και του κάθετου τούνελ ήταν παγιδευμένη με εκρηκτικά. Από το μικρόφωνο έδειχναν απορημένοι.

Συζητούσαν για την χρησιμότητα «αυτού του μεταλλικού κουτιού» (αρχικά θεώρησαν ότι η θύρα ήταν ένα μεταλλικό κουτί παγιδευμένο με εκρηκτικά) δεν έδειχναν καθόλου «σχετικοί» με το τι κρυβόταν κάτω από τα καλώδια και δεν είχαν αναγνωρίσει το μικρόφωνο.

Οι Σοβιετικοί αξιωματικοί που κλήθηκαν, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν άτομα που γνώριζαν τι πραγματικά βρισκόταν πίσω από τα καλώδια, υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το πρωί προτού προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια.

Κατά τις 6.30 π.μ. της επόμενης ημέρας, Κυριακή 23 Απριλίου, δόθηκε εντολή όσες γραμμές επικοινωνιών περνούν από το συγκεκριμένο σημείο να συνδεθούν με το εναέριο δίκτυο.

Ήταν ένα άλλο τέχνασμα της KGB για να πείσει την αμερικανική πλευρά ότι οι σοβιετικές στρατιωτικές υπηρεσίες είχαν πανικοβληθεί από αυτή την «τυχαία» ανακάλυψη. Εξάλλου, η όλη καθυστέρηση εισόδου στην κάθετη σήραγγα με τον φόβο ότι ίσως να ήταν παγιδευμένη με εκρηκτικά, ενίσχυε την εντύπωση ότι η KGB δεν είχε καμία ανάμειξη.

Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν τις συνδιαλέξεις μελών του επιτελείου του Γκρέκο που έψαχναν τον συνταγματάρχη Ιβάν Κοτσιούμπα, στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου, ο οποίος και θα ενορχήστρωνε την επιχείρηση προπαγάνδας που θα ακολουθούσε.

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, οι Σοβιετικοί και Ανατολικογερμανοί τεχνικοί αφαίρεσαν την θύρα και εισήλθαν στο κάθετο τούνελ. Στην άκρη του βρήκαν μια σιδερένια πόρτα στην οποία υπήρχε η ένδειξη στα ρωσικά: «Απαγορεύεται η είσοδος με διαταγή της Διεύθυνσης Επικοινωνιών του Κόκκινου Στρατού». Πίσω από την επιγραφή ήταν οι Δυτικοί, που δικαιολογημένα θεωρούσαν ότι αποτελούσε ακόμη ένα μέτρο προστασίας από «περίεργους».

Οι τεχνικοί δεν κατάφεραν να ανοίξουν την πόρτα και άρχισαν να σκάβουν γύρω γύρω, οπότε μέσα από μια τρύπα είδαν το εσωτερικό του υπόλοιπου τούνελ. Τις δραματικές εκείνες ώρες ο Χάρβεϊ επικοινώνησε με τον επικεφαλής της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης Βερολίνου, στρατηγό Τσαρλς Ντάσερ, τον οποίο ρώτησε εάν θα έπρεπε να είχαν υπόψη τους την πυροδότηση των παγιδευμένων εκρηκτικών.

Ο στρατιωτικός τον ρώτησε με τη σειρά του αν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι δεν θα υπήρχαν απώλειες ανάμεσα στους Σοβιετικούς και τους Ανατολικογερμανούς και έλαβε αρνητική απάντηση. Η επιλογή ανατίναξης εγκαταλείφθηκε. Εξάλλου, τα εκρηκτικά, όπως διαπιστώθηκε εκείνη την ώρα, δεν θα μπορούσαν να καταπλακώσουν τελείως το τούνελ.

Γρήγορα οι Αμερικανοί έστησαν αμμόσακους, συρματόπλεγμα και ένα βαρύ πολυβόλο των 12,7 χλστ. χωρίς ταινία πυρομαχικών, στο όριο του αμερικανικού τομέα. Ο ίδιος ο Χάρβεϊ ήταν μέσα στο τούνελ όταν το μεσημέρι της Κυριακής, γύρω στις 3.00 μ.μ., άκουσε βήματα να πλησιάζουν από την άλλη πλευρά. Ο Αμερικανός, πριν διαφύγει στον δυτικό τομέα τράβηξε βίαια τον μοχλό οπλίσεως για να εκφοβίσει τους εισβολείς, πράγμα που πέτυχε.

Εκείνοι κοντοστάθηκαν φοβισμένοι. Λίγο αργότερα οι Σοβιετικοί τεχνικοί που είχαν πάρει κινηματογραφικές κάμερες για να καταγράψουν επακριβώς τις εγκαταστάσεις διέκοψαν τις συνδέσεις των παγιδευμένων καλωδίων και μετά από λίγο το μικρόφωνο δίπλα από τις γραμμές σίγησε. «Επίσημα» πλέον η επιχείρηση «Χρυσός», έπειτα από 11 μήνες και 11 ημέρες τερματίστηκε από την προσπάθεια των Σοβιετικών και Ανατολικογερμανών τεχνικών που κράτησε σκόπιμα 14 περίπου ώρες.

Την επομένη ημέρα, 23 Απριλίου του 1956, και ενώ ο Κρουστσόφ γινόταν δεκτός από τη βασίλισσα Ελισάβετ, οι σοβιετικές υπηρεσίες ακολουθούσαν τον ήδη συμφωνημένο τρόπο αντίδρασης:

α) επίσημη διαμαρτυρία στον Αμερικανό διοικητή,

β) πρόσκληση δημοσιογράφων για την επόμενη ημέρα να δούνε από κοντά το τούνελ, και

γ) υποβάθμιση του βρετανικού ρόλου.

Λίγες ημέρες αργότερα δημοσιεύθηκε σε μια ανατολικογερμανική εφημερίδα, τη Neues Deutschland («Νέα Γερμανία») ένα παραπλανητικό σχεδιάγραμμα του τούνελ που το έδειχνε να ξεκινά όχι από από το κτήριο του ραντάρ, αλλά από ένα παρακείμενο γκαράζ-αποθήκη.

Η KGB γνώριζε από πού πράγματι προερχόταν το τούνελ αλλά ήθελε με αυτό το «λάθος» να ελαχιστοποιήσει τις υποψίες της CIA και της ΜΙ6, ότι κάποιος «από μέσα» πρόδωσε την επιχείρηση.

Το Κρεμλίνο βέβαια παρουσίασε για προπαγανδιστικούς λόγους μια αλλοιωμένη εικόνα των τελευταίων λεπτών της επιχείρησης «Χρυσός» σύμφωνα με την οποία ένοπλοι Ανατολικογερμανοί και Σοβιετικοί όρμησαν στο τούνελ μέσα από τη μισάνοιχτη σιδερένια θύρα, όπου εκείνη την ώρα δούλευαν στις υποκλοπές Αμερικανοί τεχνικοί. Τρέποντάς τους σε φυγή σταμάτησαν στα όρια του αμερικανικού τομέα βλέποντας την πινακίδα που τους προειδοποιούσε για την αλλαγή της πολιτικοστρατιωτικής ζώνης.

Η σοβιετική προσπάθεια έκθεσης της μυστικής αυτής επιχείρησης στη διεθνή κοινή γνώμη δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αν και το τούνελ επισκέφτηκαν «με την άδεια» των Σοβιετικών περίπου 15.000 Ανατολικογερμανοί για να δούνε από κοντά «τα έργα των πολεμοκάπηλων καπιταλιστών», η όλη εκστρατεία προπαγάνδας δεν βρήκε απήχηση στις δυτικές δημοκρατίες.

Τις επόμενες ημέρες ο δυτικός Τύπος στάθηκε στο πλευρό της CIΑ μιλώντας επαινετικά για τον σχεδιασμό και την όλη ιδέα της επιχείρησης. Η εφημερίδα «New York Herald Tribune» χαρακτήρισε την αποκαλυφθείσα επιχείρηση «χτυπητό παράδειγμα της δυνατότητας των Αμερικανών να αναλαμβάνουν τολμηρές αποστολές» (27 Μαΐου 1956).

Οι Αμερικανοί και Βρετανοί έμειναν με την εντύπωση ότι η ανακάλυψη του τούνελ ήταν τυχαία μέχρι τον εντοπισμό και τη σύλληψη του Μπλέικ το 1961. Ο Χάρβεϊ δε τιμήθηκε από τον Άλεν Ντάλες, για τον ρόλο που έπαιξε στην επιχείρηση, με το Διακεκριμένο Μετάλλιο Πληροφοριών της CIA (Distinguished Intelligence Medal).

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Μια επιτυχής επιχείρηση

Τελικά η Επιχείρηση «Χρυσός», την ύπαρξη της οποίας γνώριζε εκ των προτέρων το «Κέντρο», πέτυχε τους σκοπούς της ή διοχετεύθηκαν από τους Σοβιετικούς παραπλανητικές πληροφορίες, όπως επικράτησε και προβλήθηκε μετά την σύλληψη του Μπλέικ το 1961;

Προσπαθώντας να απαντήσουμε σε αυτό το ουσιώδες ερώτημα, θα βρεθούμε σε ένα δαιδαλώδη «γκρίζο» κόσμο, όπου οι απόλυτες απαντήσεις σπανίζουν. Σύμφωνα με το σύνολο των εγγράφων και φακέλων που CIA και KGB έχουν αποχαρακτηρίσει μέχρι αυτήν τη στιγμή, η σοβιετική πλευρά κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του τούνελ δεν προέβη σε κάποια επιχείρηση παραπλάνησης/παραπληροφόρησης γιατί το Κρεμλίνο δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει με κανένα τρόπο την ασφάλεια του Μπλέικ.

Στην περίπτωση που επιβεβαίωναν οι Δυτικοί κάποια ψευδή πληροφορία από το τούνελ, θα άρχιζαν αμέσως εσωτερικό έλεγχο για το «ποιος γνώριζε τι» για την επιχείρηση «Χρυσός». Από τη μεριά της η GRU και οι υπόλοιπες στρατιωτικές σοβιετικές και ανατολικογερμανικές υπηρεσίες δεν ενημερώθηκαν ποτέ για τον «Διομήδη» και το τούνελ, γιατί θεωρήθηκε ότι μια «διαρροή» από κάποιον κατάσκοπο στις υπηρεσίες αυτές ή μια αποτυχημένη επιχείρηση παραπλάνησης από τις ίδιες θα στοίχιζε τον εντοπισμό του «Διομήδη».

Έτσι σε επίπεδο στρατιωτικών πληροφοριών το τούνελ έδωσε στους Δυτικούς αναλυτές ένα μεγάλο σύνολο στοιχείων και πληροφοριών για να εκτιμήσουν τις σοβιετικές προθέσεις και στρατιωτικές δυνατότητες. Συνολικά υπεκλάπησαν 443.000 συνομιλίες εκ των οποίων οι 368.000 ήταν ανάμεσα σε Σοβιετικούς και οι 75.000 ανάμεσα σε Ανατολικογερμανούς αξιωματούχους.

Η καθημερινή παραγωγή είχε μήκος 2.000 μ. τηλετυπικών μηνυμάτων. Μέχρι το φθινόπωρο του 1959, περί τις 90.000 συνομιλίες είχαν αναλυθεί και μεταφερθεί σε 1.750 πλήρεις αναφορές. Επιπλέον, από τις συνομιλίες έγινε δυνατή η αναγνώριση εκατοντάδων αξιωματούχων του ανατολικού στρατοπέδου καθώς και των θέσεων και των κωδικών ονομάτων τους. Ακόμη έγινε γνωστή στους Αμερικανούς η διαδικασία αναδιοργάνωσης που ελάμβανε χώρα στο Σοβιετικό Υπουργείο Άμυνας, καθώς και η ολοένα και αυξανόμενη συνεργασία στρατιωτικής φύσης που είχαν η Ανατολική Γερμανία, η ΕΣΣΔ και η Πολωνία.

Όσον αφορά δε το υπό ανάπτυξη ατομικό οπλοστάσιο των Σοβιετικών, οι πληροφορίες από το τούνελ βοήθησαν στην αναγνώριση επιστημονικού προσωπικού που σχετιζόταν με το ορυχείο ουρανίου στο Βίσμουτ της Ανατολικής Γερμανίας και με την έρευνα και την εξέλιξη ατομικών όπλων. Σχετικά με τις αεροπορικές δυνάμεις της ΕΣΣΔ αποκαλύφθηκαν 100 νέες εγκαταστάσεις στην Ανατολική Γερμανία και την Πολωνία ενώ επιβεβαιώθηκε η στάθμευση υπερσύγχρονων αεριωθουμένων βομβαρδιστικών της σοβιετικής Αεροπορίας στην Ανατολική Γερμανία.

Η ύπαρξη βομβαρδιστικών τόσο κοντά, σίγουρα ανησύχησε τους Δυτικούς αναλυτές για τις προθέσεις των Σοβιετικών. Το σοβιετικό Ναυτικό όμως έπεσε και αυτό θύμα των σκοπιμοτήτων της KGB, αφού διέρρευσαν σημαντικές πληροφορίες για τον στόλο της Βαλτικής, τις βάσεις του και το προσωπικό του.

Αναφορικά με τις πολιτικοδιπλωματικές κινήσεις των Σοβιετικών στη σκακιέρα του Βερολίνου, οι υποκλοπές από το τούνελ έδωσαν στην CIA και την ΜΙ6 ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τις αρμοδιότητες και τον συντονισμό των ανατολικών υπηρεσιακών και κομματικών αρχών. Κάθε περιστατικό στο Βερολίνο στο οποίο ήταν αναμειγμένοι στρατιώτες ή υπήκοοι των δυτικών δυνάμεων αντιμετωπιζόταν με σύγχυση και αναποφασιστικότητα από τις ανατολικές αρχές αν και οι Σοβιετικοί παρουσιάζονταν πάντα άκαμπτοι όσον αφορά τις θέσεις τους για το Βερολίνο. Απώτερος σκοπός της σοβιετικής πλευράς ήταν η τελική εκδίωξη των Δυτικών από την πόλη και η κατάργηση των τομέων.

Παρ’ όλα αυτά, οι σοβιετικές θέσεις για το νομικό καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου δεν συμφωνούσαν πάντα με τις ανατολικογερμανικές. Επιπλέον, μέσα από το τούνελ έγινε περισσότερο γνωστή η φύση, τα όρια και οι περιορισμοί της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας του Κρεμλίνου στην Ανατολική Γερμανία. Η ενίσχυση της ανατολικογερμανικής οικονομίας αποτελούσε ένα από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ΕΣΣΔ στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου.

Επιπρόσθετα, η CIΑ πληροφορήθηκε έγκαιρα από το τούνελ τη δημιουργία του ανατολικογερμανικού Εθνικού Λαϊκού Στρατού, που συγκροτήθηκε από τις υπάρχουσες παραστρατιωτικές μονάδες. Οι Δυτικοί «ενημερώθηκαν» και για τις προσπάθειες του Κρεμλίνου να επιβάλει στα ανώτατα κλιμάκια του σοβιετικού κατεστημένου τις αποφάσεις του 20ού Κομματικού Συνεδρίου, που ανάμεσα σε άλλα προέβλεπαν και την απαξίωση της μνήμης του Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος πέθανε το 1953.

Όσον αφορά τη σοβιετική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, την GRU, κατέστη δυνατή με τις υποκλοπές η αναγνώριση 350 ανωτέρων αξιωματούχων της. Από το σύνολο των γραμμών που παγιδεύθηκαν 25 χρησιμοποιούνταν από τη διεύθυνση της GRU του σοβιετικού Γενικού Επιτελείου για την επικοινωνία της με σταθμούς πληροφοριών των σοβιετικών δυνάμεων στην Ανατολική Γερμανία. Επίσης, αποσπάστηκαν πληροφορίες για τις δραστηριότητες αυτών των σταθμών, όπως για τις επιχειρήσεις, την οργάνωση και τις αρμοδιότητες ξεχωριστών τμημάτων-μονάδων τους.

Το τούνελ όμως έπληξε εκτός από τις υπόλοιπες σοβιετικές υπηρεσίες πληροφοριών και την ίδια την KGB. Το αρχηγείο της KGB στο Κάρλχοστ, αν και χρησιμοποιούσε κυρίως εναέρια δίκτυα, συνέχιζε να επικοινωνεί με κάποιες μονάδες του με έναν αριθμό επίγειων καναλιών. Έτσι, στάθηκε δυνατή η διαρροή σημαντικών πληροφοριών για την ασφάλεια του ορυχείου του Βίσμουτ που είχε αναλάβει η KGB, για τον «συμβουλευτικό» ρόλο που έπαιζαν οι Σοβιετικοί στο νεο-ιδρυθέν υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, τον προκάτοχο της Stazi, καθώς και για κάποιες επιχειρήσεις υποκλοπών της KGB εις βάρος αμερικανικών δικτύων κοντά στο Πότσδαμ.

Οι Αμερικανοί, έχοντας συγκεντρώσει πρόσθετες πληροφορίες από άλλες πηγές, αποσύρθηκαν από τις συγκεκριμένες γραμμές και οι Σοβιετικοί άρχισαν να αναρωτιούνται για ποιον λόγο διακόπηκε η χρήση των δικτύων. Θύματα όμως του τούνελ έπεσαν και στελέχη της KGB στο Κάρλσχορστ, εφόσον αναγνωρίστηκαν αξιωματικοί πληροφοριών και αποκαλύφθηκαν σχέδια για τη δημοσιοποίηση στοιχείων κατασκόπων των Δυτικών στο Βερολίνο.

Δεν θα γίνουν όμως μόνο υπηρεσιακές πληροφορίες γνωστές από το τούνελ, αλλά απόψεις και κουτσομπολιά αξιωματούχων για τις σχέσεις με τη Δύση και για προσωπικές συνήθειες ατόμων στην κορυφή της σοβιετικής ιεραρχίας. Οι υποκλοπές φανέρωσαν την πρόοδο των ενεργειών του στρατάρχη Ζούκοφ για τον περιορισμό της επιρροής των πολιτικών αξιωματούχων στο σοβιετικό στράτευμα.

Μια δε από τις συνήθειες Σοβιετικών αξιωματούχων που προκάλεσε ποικίλα σχόλια, ήταν η ενασχόληση του διευθυντή της KGB στο Κάρλσχορστ με το κυνήγι αγριόχειρου. Ο Πιτροβάνοφ προτιμούσε να κυνηγά το βράδυ με διόπτρες νυκτός! Ο αντιστράτηγος Πάβελ Ντιμπρόβα σχολίασε σε τηλεφωνική του συνδιάλεξη ότι «ο Πιτροβάνοφ θα σκότωσει κατά λάθος κάποιον ντόπιο με αυτή του τη συνήθεια».

Τέλος, όπως αναφέρεται στα πρόσφατα αποχαρακτηρισθέντα αρχεία Μιτρόχιν, ανάμεσα στα υποκλαπέντα μηνύματα από το τούνελ υπήρχε ένα που αποκάλυπτε την ύπαρξη ενός άγνωστου κατασκόπου των Σοβιετικών στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών στο Βερολίνο. Ο «ανώνυμος» κατάσκοπος ήταν ο Μπλέικ. Οι Δυτικοί άκουσαν λοιπόν, κατά λάθος, ένα μήνυμα για τον άνθρωπο που είχε εκθέσει την επιχείρησή τους!

Επίλογος

Όπως είδαμε, η επιχείρηση «Χρυσός» ήταν τελικά επιτυχής, αν και έγινε γνωστή πολύ πριν αρχίσει η υποκλοπή συνδιαλέξεων και μηνυμάτων. Η προσπάθεια της KGB να προστατεύσει τον Μπλέικ, υπερτιμώντας ουσιαστικά την αξία του, έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.

Το τούνελ, σε γνώση ενός μικρού κύκλου αξιωματικών της KGB που φαίνεται ότι υποβάθμιζαν τη σημασία της ασφάλειας επικοινωνιών για τις υπόλοιπες σοβιετικές υπηρεσίες, αποτέλεσε ένα «χρυσωρυχείο» πληροφοριών για το τι πραγματικά συνέβαινε πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα», σε μια περίοδο που οι Δυτικοί δεν διέθεταν ούτε τα τεχνολογικά μέσα (π.χ. δυνατότητες αεροφωτογράφισης από μεγάλο ύψος) ούτε ιδιαίτερα αξιόλογες «πηγές» στους διαδρόμους εξουσίας στην Ανατολική Γερμανία και την ΕΣΣΔ.

CIA και ΜΙ6 κατάφεραν να δώσουν στους αναλυτές τους και στους πολιτικούς προϊσταμένους τους αξιόλογες πληροφορίες για την οργάνωση των σοβιετικών υπηρεσιών, την ετοιμότητά τους, τις επιχειρήσεις τους, το ατομικό οπλοστάσιό τους, το ηθικό τους και τις προθέσεις τους.

O Μπλέικ συνελήφθη το 1961. Μέχρι τότε οι υπηρεσίες πληροφοριών της Δύσης πίστευαν πως η ανακάλυψη της σήραγγας ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Όμως ο «Διομήδης» δεν ήταν τυχαίος. Όπως αποκαλύφθηκε ο «Διομήδης» ήταν εκτός από «τυφλοπόντικας» και «αίλουρος».

Το 1966 κατάφερε να δραπετεύσει από τις βρετανικές φυλακές και να καταφύγει στη «μητέρα-Ρωσία» στέλνοντας το μήνυμα πως η Μόσχα είχε διεισδύσει για τα καλά στις τάξεις των υπηρεσίων πληροφοριών και κυρίως πως βρισκόταν ένα βήμα μπροστά.

Μέσα από αυτή την υπόθεση μπορεί κανείς να συμπεράνει το αποτέλεσμα μιας επιχείρησης διασποράς ψευδών πληροφοριών. Ενας ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ μυστικών υπηρεσιών οι οποίες ήθελαν να πλήξουν τον «τρόπο σκέψης» του αντιπάλου σε πολλαπλό επίπεδο, προκαλώντας μια λάθος κίνηση ή έναν λάθος χειρισμό που θα επέφερε πολιτικά και επιχειρησιακά οφέλη.

Το βέβαιο είναι πως, αν και βρισκόμαστε στο 2009, πολλές πτυχές της επιχείρησης παραμένουν ακόμη στο «σκοτάδι». Ισως γιατί θα μπορούσε να αποκαλυφθεί πως η επιτυχία δεν ήταν τόσο μεγάλη, ίσως γιατί τελικά να ήταν μεγαλύτερη από αυτή που γνωρίζουμε. Σίγουρα όμως θα παραμείνει ένα μεγάλο μυστήριο. Και ο… χρυσός καλά κρυμμένος μέσα στον άνθρακα.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.