Οι αμύητοι στα μυστικά της νομικής επιστήμης είναι εύκολο να παρασυρθούν από την σαγήνη δημοσιογραφικών σχολιασμών της νομικής επικαιρότητας και να υιοθετήσουν άκριτα την “κριτική της κριτικής” που ασκούν μετά το πέρας μιας εισαγγελικής αγορεύσεως ή μετά την έκδοση μιας δικαστικής αποφάσεως όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις αρχές της ποινικής δικονομίας και, ειδικότερα, με την αρχή της αμεροληψίας ή, σε συνώνυμη διατύπωση, της απροσωποληψίας.

Ως “κριτική της κριτικής” νοείται η κριτική που ασκήθηκε δευτερογενώς από ΜΜΕ και απλούς πολίτες κατά της κριτικής που ασκήθηκε πρωτογενώς από εκπροσώπους της νομικής πράξης αλλά και της πολιτικής σε εισαγγελική λειτουργό για υπερβάλλοντα κατηγορητικό ζήλο, υπέρμετρη συναισθηματική φόρτιση (αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε η αποδοχή και δημόσια επίδειξη λουλουδιών που προσφέρθηκαν σε αυτήν από την οικογένεια του θύματος) και εντέλει απαξίωση των δικηγόρων-υπερασπιστών των κατηγορουμένων. Μάλιστα, μερίδα του ημερήσιου Τύπου έφθασε μέχρι του σημείου να κάνει λόγο για “λεβέντισσα εισαγγελέα” που κατέστη “στόχος” του Μαξίμου και των δικηγορικών συλλόγων της χώρας!

Ένα minimum κατανόησης της επίμαχης εισαγγελικής στάσης θα μπορούσε να αντληθεί από προσεγγίσεις σαν και αυτήν που περιέχεται στο παλαιό μελέτημα του Jacques Hamelin, “Ο υπερασπιστής. Απόψεις για το ρόλο του συνηγόρου” (μτφ.: Γ. Πανάγος), Θεσσαλονίκη 1953, σελ. 16: «Οι δικασταί είναι κι αυτοί άνθρωποι, αγαπητέ μου φίλε. Όσο κι αν προσπαθούν να είναι αντικειμενικοί, μη ξεχνάτε πως έχουν τις ευαισθησίες τους και πολλές φορές κυριεύονται από τις εντυπώσεις. Γι’ αυτό έχουμε και ανάλογο χρωματισμό των γεγονότων, με επιδέξιες, ελκυστικές και παθητικές αγορεύσεις. Από δω πηγάζει και η αναγκαιότητα της δικηγορικής τέχνης». Το ότι, όμως, αυτό συμβαίνει δεν σημαίνει και ότι πρέπει να συμβαίνει.

Με αφορμή, λοιπόν, την προαναφερθείσα “κριτική της κριτικής” θα προσπαθήσω να φωτίσω τους λόγους για τους οποίους η ελληνική Ποινική Δικονομία έχει θετικοποιήσει την προσδοκία της μεταχείρισης των προσώπων που συμμετέχουν στη δίκη «κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο» (άρ. 332 ΚΠΔ· βλ. και άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Η λόγω και έργω στάση της εισαγγελικής λειτουργού στην πολύκροτη υπόθεση των “ανθρωπόμορφων κτηνών” της Ρόδου –όπως απεκλήθησαν στην δημοσιογραφική γλώσσα οι δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος (βλ. π.χ. εφημ. “Κυριακάτικη Δημοκρατία”, φ. της 16.5.2020, σελ. 4/5)– είχε πρωτίστως αντίκτυπο στα θεμέλια επί των οποίων έχει οικοδομηθεί ο νομικός μας πολιτισμός και, ως ειδικότερη έκφανση αυτού, η απονομή της (ποινικής) δικαιοσύνης.

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος του Δικαίου Niklas Luhmann, στο κλασικό για την νομική επιστήμη έργο του “Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας” (μτφ.: Κ. Βαθιώτης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1999, σελ. 183) σημείωνε ότι η λειτουργία τής ενώπιον των δικαστηρίων διαδικασίας συνίσταται «στην εξειδίκευση της δυσαρέσκειας, στον κατακερματισμό και στην απορρόφηση των διαμαρτυριών». Μοχλό δε αυτής της διαδικασίας χαρακτήριζε την «αβεβαιότητα για την έκβασή της». «Αυτή η αβεβαιότητα», έλεγε, «αποτελεί την κινητήριο δύναμη, τον πραγματικό νομιμοποιητικό παράγοντα» της διαδικασίας. Συμπλήρωνε δε ότι «αυτή η αβεβαιότητα πρέπει να προστατευθεί και να διατηρηθεί […] με κάθε προσοχή και με όλα τα μέσα που διαθέτει μια τελετουργία», όπως δηλαδή η εν λόγω διαδικασία.

Ένα από αυτά τα μέσα, σημείωνε ο Luhmann, είναι ακριβώς «η εμφατική αναπαράσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας [Unabhängigkeit] και απροσωποληψίας [Unparteilichkeit], με την αποφυγή συγκεκριμένων υποσχέσεων για τη λήψη αποφάσεων αλλά και με την απόκρυψη ήδη ειλημμένων αποφάσεων. […] Η ένταση της αβεβαιότητας πρέπει να διατηρείται μέχρι να κοινοποιηθεί η απόφαση. Ο δικαστής που δεν θα συμμορφωθεί προς αυτήν την επιταγή μπορεί να εξαιρεθεί ένεκα “μεροληψίας” [Befangenheit]» (πρβλ. και την διάταξη του άρ. 15 ΚΠΔ, όπου η δυσπιστία για την αμεροληψία των δικαστικών προσώπων προβλέπεται ρητώς ως λόγος εξαίρεσης).

Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη η εξής διευκρίνιση: Μολονότι το αίτημα της απροσωπόληπτης στάσης είθισται να συνδέεται ρητώς με τους δικαστικούς λειτουργούς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι αφορά και τους εισαγγελικούς λειτουργούς, η μεροληπτική στάση των οποίων πλήττει το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη (βλ. π.χ. Άγγ. Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, 1957, Τόμ. Α΄, σελ. 454· Π. Παναγιωτόπουλο, Σχέσεις δικαστών, εισαγγελέων και συνηγόρων στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ΠοινΧρ 2014, σελ. 246 επ.· Αδ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2019, αριθμ. περ. 166, 180· Από την γερμανική επιστήμη βλ. Vollkommer, Der ablehnbare Richter. Die Durchsetzung des verfassungsrechtlichen Gebots richterlicher Unparteilichkeit im Prozeß, 2001, σελ. 316· Tolksdorf, Mitwirkungsverbot für den befangenen Staatsanwalt, 1988, σελ. 44).

Καίτοι ο εισαγγελεύς δεν δικαιοδοτεί, πάντως «μετέχων απαρχής μέχρι τέλους επ’ ακροατηρίω κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης» και «εκφέρων γνώμη περί της ενοχής, περί της ποινής και περί πάντων των κατά την ποινική δίκη αναφυομένων παρεμπιπτόντων ζητημάτων, “μεταλαμβάνει δικαιοδοτικής λειτουργίας”» (Γ. Γεωργόπουλος, κατά παραπομπή Παναγιωτόπουλου, ό.π., υποσ. 23). Συνακόλουθα, «ο εισαγγελέας λειτουργεί ως ένα αμερόληπτο όργανο της Δικαιοσύνης που βοηθάει τον δικαστή στην διάγνωση της αλήθειας και στην απονομή του δικαίου» (Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2012, αριθμ. περ. 98).

Η απροσωποληψία του δικαστικού λειτουργού και η αβεβαιότητα που εγγυάται για την τελική έκβαση της διαδικασίας επιτελούν τον εξής σημαντικό ρόλο: ωθούν τον αποδέκτη της εκδοθείσας αποφάσεως να εκπληρώσει το δικό του τελετουργικό καθήκον, δηλαδή να συναινέσει στην απόφαση, όποια κι αν είναι αυτή, επιβεβαιώνοντας έτσι «την ισχύ των κανόνων και το λειτούργημα εκείνων που έλαβαν την απόφαση». Γι’ αυτόν τον λόγο «η εναντίωση στην απόφαση δεν έχει πλέον κανένα νόημα και πάντως καμία τύχη. […] Η απόφαση γίνεται αποδεκτή ως δεσμευτική, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εσωτερική ετοιμότητα του αποδέκτη» (Luhmann, ό.π., σελ. 184). Αν, παρά τις εφαρμοσθείσες ασφαλιστικές δικλείδες, ο “ηττημένος” εξακολουθεί να εναντιώνεται στην εκδοθείσα απόφαση, τότε, όπως γλαφυρά αναφέρει ο Luhmann, «μετατρέπεται σε εκκεντρικό, σε πνεύμα αντιλογίας» (ό.π., σελ. 186).

Όντας η ενώπιον των δικαστηρίων διαδικασία μια περίπτωση “υποθετικού προγραμματισμού” [“konditionelle Programmierung”], πράγμα που σημαίνει ότι «βάσει του “Εάν…”, επιλέγεται το προγραμματισμένο “Τότε…”», εκείνο που ενδιαφέρει είναι να καταδειχθεί ότι «εδώ πράγματι υφίσταται ένα προς επίλυση νομικό ζήτημα και ότι υπάρχει η ένδειξη εκείνη, η οποία βάσει του προγράμματος θα πρέπει να προκαλέσει τη λήψη κάποιας απόφασης» (Luhmann, ό.π., σελ. 205). Καταλύτης για την έκδοση της απόφασης είναι η λεγόμενη “εμπειρογνωμοσύνη”, η οποία «ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες μπορεί να αντληθεί από τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες». Καταλήγει δε ο Γερμανός κοινωνιολόγος του Δικαίου σε αυτό που έδωσε αφορμή για τον παρόντα προβληματισμό:

«Με αυτόν τον τρόπο, η απόφαση μπορεί να αναπτύξει ανοσοποιητικές αντιστάσεις έναντι ποικίλων δυνατοτήτων ασκήσεως κριτικής, ιδίως δε α) έναντι της κριτικής που ασκείται σε κάποιο πρόσωπο, β) έναντι της κριτικής που ασκείται στη διαδικασία, γ) έναντι της κριτικής που ασκείται στην ειδική (μη νομική) εμπειρογνωμοσύνη και προπαντός δ) έναντι της κριτικής που ασκείται στις επιρροές (σε αντιδιαστολή με τις ακραιφνώς νομικές συνέπειες). […] Η δικαστική αυστηρότητα του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται η νομική τεκμηρίωση, η διαπίστωση των εννοιών και των γεγονότων ως τέτοιων και όχι ως κάποιων άλλων, ανταποκρίνεται σε αυτήν ακριβώς τη λειτουργία, στο να μειωθούν δηλαδή τα περιθώρια κριτικής των αποφάσεων και να περιορισθεί η κριτική σε λίγες μόνο ελέγξιμες πηγές σφαλμάτων» (ό.π., σελ. 206/207).

Στο ίδιο αποτέλεσμα άγει και η εφαρμογή της αρχής της απροσωποληψίας, μέσω της οποίας επιδιώκεται η νομιμοποίηση του “έσχατου κυριαρχικού χαρακτήρα” [letzte Souveränität] της δικαστικής ετυμηγορίας «ως εάν η απροσωποληψία εμπεριείχε ήδη μιαν εγγύηση αληθείας». De facto, πάντως, «η αρχή της δικαστικής απροσωποληψίας συμβάλλει ώστε οι διάδικοι να δείχνουν εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι ο δικαστής δεν θα έχει ήδη αποδεχθεί προ της ενάρξεως της διαδικασίας κάποιες ειδικές δεσμεύσεις», μεταξύ των οποίων ο Luhmann αναφέρει π.χ. «τη συγγένεια, την πολιτική, τη θρησκεία, τα προβαλλόμενα συμφέροντα, τους ειδικούς επιστημονικούς κλάδους». Υπό αυτό το πρίσμα, «η αρχή της απροσωποληψίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για να ενστερνισθεί ο θιγόμενος το συμβολικό συμβάν που νομιμοποιεί την απόφαση» (ό.π., σελ. 208).

Και καταλήγει ο Luhmann: «Η παρουσίαση της δικαστικής απροσωποληψίας τίθεται σε κίνδυνο, όταν ο δικαστής δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο» (ό.π., σελ. 209).

Η ανωτέρω προσέγγιση υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας του Δικαίου εξηγεί επαρκώς γιατί ήταν αναμενόμενη η κριτική που ασκήθηκε σε βάρος της συγκεκριμένης εισαγγελικής λειτουργού και, αντιστοίχως, γιατί ήταν άστοχη και προπετής η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων με την οποία εκφράσθηκε «η ανησυχία της για παρεμβάσεις και δημόσια σχόλια που λαμβάνουν χώρα σε εν εξελίξει δίκες». Διότι, τηρώντας η εν λόγω εισαγγελεύς μη-απροσωπόληπτη στάση, και δη με έναν τόσο κραυγαλέο τρόπο, υπονόμευσε τον κεντρικό μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης, ο οποίος εγγυάται ακριβώς την τυπική νομιμοποίηση της διαδικασίας. Κι όταν η διαδικασία στερείται τυπικής νομιμοποιήσεως, τότε, βάσει των προεκτεθέντων, η εκδοθείσα απόφαση παραδίδεται βορά στην κριτική, είτε αυτή είναι καλόπιστη είτε κακόπιστη.

Πέρα, όμως, από την πτυχή της τυπικής νομιμοποιήσεως, η αρχή της απροσωποληψίας, συνεπικουρούμενη από την αρχή της απάθειας και της ψυχραιμίας, διαθέτει και μια ουσιαστική πτυχή, στο μέτρο που δι’ αυτής υπηρετείται ο σκοπός εκδόσεως μια δίκαιης αποφάσεως.

Ο αείμνηστος Εισαγγελεύς Σπύρος Κανίνιας, σε σύντομο άρθρο του δημοσιευμένο στα Ποινικά Χρονικά του 1964 (σελ. 618 κ.ε.), υπό τον τίτλο “Ο σκοπός της αγορεύσεως του εισαγγελέως”, έγραφε τα ακόλουθα σημαντικά: «Ο εισαγγελεύς εν τη ποινική δίκη δεν είναι διάδικος […], αλλά δικαστικός λειτουργός εκπροσωπών τον νόμον-“νουν άνευ ορέξεως”. […] Ο εισαγγελεύς ενεργεί υπέρ του συμφέροντος της Πολιτείας. […] Το συμφέρον της Πολιτείας είναι ανιδιοτελές και ικανοποιείται διά της εκδόσεως δικαίας αποφάσεως – ασχέτως αθωωτικού ή καταδικαστικού περιεχομένου ταύτης. Δι’ εκάστην ποινικήν υπόθεσιν υπάρχει μόνον μία δικαία απόφασις, πάσης ετέρας ούσης αδίκου (κατά το μέτρον της απ’ εκείνης αποκλίσεως). Και μόνον μία ορθή αγόρευσις του εισαγγελέως: η την δικαίαν ταύτην απόφασιν προπαρασκευάζουσα και εις ταύτην αποσκοπούσα. […] Οφείλει και δύναται ο εισαγγελεύς να εκφράζη διά της αγορεύσεώς του εν αμεροληψία και αντικειμενικότητι ό,τι ούτος κρίνει –πραγματικώς και νομικώς– προσήκον, επί τω μοναδικώ σκοπώ της εκδόσεως δικαίας αποφάσεως. […] Αναθεωρήσεως χρήζει […] η […] διαδεδομένη αντίληψις ότι η αγόρευσις του εισαγγελέως πρέπει να διακρίνεται διά την “αυστηρότητά” της. Η αντίληψις αύτη είναι σεβαστή, μόνον εφ’ όσον ως αυστηρότητα εννοήσωμεν την εν τη αγορεύσει απαρέγκλιτον τήρησιν των κανόνων της λογικής σκέψεως και της ηθικής εκτιμήσεως. Άλλως η αυστηρότης ουδέν έχει νόημα, καταντώσα ταυτόσημος προς την αυθαιρεσίαν. […] Εφ’ όσον μάλιστα η δικαστική απόφασις ήθελε θεωρηθή ως μία έκφρασις του πολιτισμού της Πολιτείας, τότε και ο εισαγγελεύς πρέπει να θεωρή την εν τη αγορεύσει ελευθερίαν του ουχί ως επαγγελματικόν προνόμιον, αλλ’ ως κατάκτησιν πολιτιστικήν (δηλαδή πνευματικήν) και εαυτόν υπόχρεων προς αξιοποίησιν της ελευθερίας του ταύτης εν τω ουσιωδώς πνευματικώ αγώνι του δικαίου και του αδίκου. Συνεπώς, η ελευθερία του εισαγγελέως εν τη αγορεύσει δεν νοείται μόνον αρνητικώς (έλλειψις δεσμεύσεως εξ υπηρεσιακών εντολών), αλλά και θετικώς (συνειδητή, διά της μαχαίρας του λόγου, δράσις υπέρ του δικαίου). Τούτο, βεβαίως, εξυπονοεί ότι ο εισαγγελεύς τυγχάνει ώριμος προσωπικότης και κατ’ επίγνωσιν εργάτης πολιτισμού εις τον τομέα των κατά νόμον αρμοδιοτήτων του. Η αγόρευσις του εισαγγελέως και η ακολουθούσα ταύτη απόφασις του ποινικού δικαστηρίου, εν τη ορθή τελεολογική θεωρήσει των, αποτελούν ομοκέντρους κύκλους· εις δικονομικώς διάφορα επίπεδα εγγραφομένους, αλλ’ υπό ενιαίου άξονος συνεχομένους. Και τον άξονα τούτον συνιστά το αίτημα του δικαίου, όπερ υποτίθεται διέπον το όλον σύστημα της ποινικής νομοθεσίας. Εντεύθεν η τε αγόρευσις και η απόφασις (η μεν ανεπτυγμένως, η δε συνεπτυγμένως) προσλαμβάνουν αναγκαίως και χαρακτήρα κοινωνικοπαιδαγωγικόν, υπό την ευρείαν έννοιαν, υφ’ ην και το όλον σύστημα της ποινικής νομοθεσίας δύναται και πρέπει να θεωρήται ως όργανον παιδείας των πολιτών».

Κατόπιν των ανωτέρω, η κατακλείδα της εισαγγελικής λειτουργού στην επίμαχη υπόθεση «ας επικρατήσει δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος όλος» (η φράση αυτή ανάγεται στην λατινική ρήση “fiat iustitia, pereat mundus”· επ’ αυτής βλ. Βαθιώτη, Τραγικά διλήμματα στην εποχή του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σελ. 3, υποσ. 1)» αντανακλά μια προδήλως στρεβλή αντίληψη: Ζητούμενο δεν είναι η πάση θυσία απόδοση της δικαιοσύνης, αλλ’ η απόδοσή της μόνο μέσα από την διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης.

Το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο δικαστής έχει αποτελέσει αντικείμενο και φιλοσοφικών στοχασμών. Επί παραδείγματι, ο Βρετανός φιλόσοφος Francis Bacon, στα “Δοκίμιά” του (μτφ.: Σπ. Φέγγος, εκδ. Ζήτρος Αθήνα, 2000, σελ. 255), έγραφε: «Οι δικαστές θα πρέπει να είναι προσεκτικοί με τα σκληρά επιχειρήματα και τα τραβηγμένα συμπεράσματα, διότι δεν υπάρχει χειρότερο βασανιστήριο από το βασανιστήριο των νόμων. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ποινικού Δικαίου, οφείλουν να προσέχουν ώστε εκείνο που προορίζεται για να προκαλεί τον φόβο να μη γίνεται σκληρότατο».

Αλλά και ο Άγιος Φώτιος, μια σπάνια προσωπικότητα του 9ου αιώνος (είχε διατελέσει και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), που με την παρουσία του σφράγισε την πολυμάθεια, την λογιοσύνη και την θεοσέβειά του μια ολόκληρη εποχή, αποτέλεσε δε σημείο αναφοράς και για τους μεταγενεστέρους, στο πόνημά του “Ο Ηγεμών” (μτφ.: Ι. Πλεξίδας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, σελ. 59, αριθμ. 58) περιέγραφε τον άριστο δικαστή ως εξής:

«Άριστο δικαστή να θεωρείς αυτόν, ο οποίος με γρήγορη σκέψη ψάχνει να βρει τη φύση του δικαίου και, όταν τη βρει, τη φανερώνει με παρρησία. Και είναι γρήγορος στο να αποκαθιστά τους αδικημένους και βραδύς στο να τιμωρεί τους αδίκους. Και είναι υπεράνω χρημάτων, αλλά δεν υστερεί σε κύρος. Το ίδιο να θεωρείς και αυτόν που συγκρατεί τον θυμό του και δεν επηρεάζεται από συμπάθειες προσώπων. Άριστο δικαστή, τέλος, να θεωρείς αυτόν που ως μόνη συγγένεια, φιλία και δόξα, στην απονομή του δικαίου ξέρει τη δικαιοσύνη και ως μοναδική αλλοτρίωση, έχθρα και δυσφήμηση αναγνωρίζει την αδικία».

Ζούμε, δυστυχώς, σε μία χώρα, όπου η αμετροέπεια και ο “κανιβαλισμός” έχει μολύνει προ πολλού την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Συνεπώς, οι προηγηθείσες αναλύσεις ομού μετά των επιλέκτων χωρίων φαντάζουν ως ξένο (ρομαντικό και γραφικό) σώμα στο κουφάρι του ήδη βαθέως νοσούντος νομικού μας πολιτισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όποιος παρασυρόμενος από οργή θα θεωρούσε ότι, αν στον Ποινικό μας Κώδικα προβλεπόταν η θανατική ποινή, αυτή θα ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για τέτοιους είδους στυγερά εγκλήματα, θα κατέφερε ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα στον ψυχορραγούντα νομικό μας πολιτισμό.

Διότι, όπως τονίζει ο Γάλλος δοκιμιογράφος Μονταίνιος (Δοκίμια, Βιβλίο Δεύτερο, μτφ.: Φ. Δρακονταειδής, Αθήνα 2005, σελ. 492): «Δεν υπάρχει πάθος που να ταράζει τόσο τη διαύγεια της κρίσης μας όσο η οργή. Κανείς δεν θα δίσταζε να τιμωρήσει με θάνατο τον δικαστή που θα καταδίκαζε έναν άνθρωπο ως εγκληματία από οργή. Τότε, γιατί να είναι επιτρεπτό σε πατέρες και δασκάλους να τιμωρούν και να μαστιγώνουν τα παιδιά υπό το κράτος της οργής; Αυτό δεν είναι πια σωφρονισμός, είναι εκδίκηση».

Το επόμενο βήμα θα ήταν να δούμε τον εισαγγελέα να μετέχει σε εξιλαστήρια τελετή του αρχέγονου Δικαίου ωσάν παραινεθέντα «ἐπενεγκεῖν δόρυ ἐπὶ τῇ ἐκφορᾷ καὶ προαγορεύειν ἐπὶ τῷ μνήματι» (Δημοσθένους, Κατά Ευέργου και Μνησιβούλου ψευδομαρτυριών, § 69· για την θέση ότι «η αγχόνη δεν είναι αντάξια της ομορφιάς μιας χώρας» βλ. Jakobs, Ein Galgen ist der Schönheit eines Landes nicht angemessen, FAZ 10.2.2000, σελ. 56).

Αν, λοιπόν, ο εγκληματίας, ακόμη και ο πιο στυγνός, εξακολουθεί να αποτελεί παραστρατημένο μέλος της κοινωνίας μας και, επομένως, η ποινή επιβάλλεται σε αυτόν επί σκοπώ επανεντάξεώς του στον κοινωνικό ιστό, οργίλες τοποθετήσεις που δεν διαπαιδαγωγούν, δεν νουθετούν την απολωλυία ψυχή, δεν απέχουν πολύ από παρωχημένα αιτήματα “αχρηστεύσεως” του εγκληματία. Άλλωστε τα “ανθρωπόμορφα κτήνη” ως “μη-πρόσωπα” έχουν μεταπέσει σε “εχθρούς” της κοινωνίας, τους οποίους δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να βελτιώσουμε αλλ’ απλώς να εξοντώσουμε.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Κωνσταντίνος Βαθιώτης είναι Αναπλ. Καθηγητή Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.