Είχα έναν φόβο στην αρχή πώς θα του το πω. Δεν ήθελα να το εκλάβει ως αμφισβήτηση του αξιόμαχου του στρατεύματος ο εν αποστρατεία φίλος στρατιωτικός που καθόταν απέναντί μου σε μικρό café της Αθήνας. 

Στο τέλος αποφάσισα να του το φέρω πλαγίως μέσα από αναδρομικό αφήγημα με στοιχεία προσωπικά και πεδίο δράσης εκπαιδευτικό, συγγενές σε αυτό που σκεφτόμουν για την περίπτωσή του.

”Τα παλαιότερα χρόνια — πριν την κατάργηση της έπαρσης και της υποστολής της σημαίας το ’17 με συνοδεία του Εθνικού Ύμνου από τους μαθητές των σχολείων –”, άρχισα να λέω, ”τα λίγα λεπτά που χρειαζόταν για να ανυψωθεί στον ιστό το εθνικό μας σύμβολο ήταν ιερά για μαθητές και δασκάλους των δύο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης.”

     ”Γενικότερα μικροί και μεγάλοι — στο άκουσμα της πρώτης νότας του Ύμνου (ενίοτε με αφορμή την παρουσία στρατιωτικού αγήματος που παιάνιζε την έπαρση ή την υποστολή της σημαίας στην ανατολή και τη δύση του ήλιου) — σταματούσαν να περπατούν, να παίζουν, να μιλούν και να εργάζονται.

   ”Αν βρίσκονταν μάλιστα στο κατάλληλο οπτικό πεδίο, είχαν τα μάτια τους καρφωμένα στο γαλανόλευκο πανί ασάλευτα. Το βλέμμα τους διαπερνούσε τις κυματοειδείς αναδιπλώσεις του, σαν να έβλεπαν να ξετυλίγονται πίσω τους πράξεις απίστευτης γενναιότητας και αυτοθυσίας βγαλμένες από σελίδες της ελληνικής ιστορίας.

  ”Ήταν το ίδιο ακριβώς βλέμμα που είχαν τα μάτια του δασκάλου μας στο χωριό όταν συνόδευε με το ακορντεόν τον Εθνικό Ύμνο των μαθητών στο προαύλιο του σχολείου, λίγα μέτρα απ’ την προτομή του ήρωα Συνταγματάρχη στην μάχη του Κιλκίς (21 Ιουνίου 1913), Αντωνίου Καμπάνη.

  ”Βλέμμα φορτωμένο από συγκίνηση και περηφάνια για το εθνικό μας σύμβολο, που βάφτηκε άπειρες φορές με το αίμα αγωνιστών και μαρτύρων. Γι’ αυτό και έγινε ένα στο διάβα της ιστορίας μας με ό,τι αντιπροσωπεύει διαχρονικά η Ελλάδα.

  ”Η Ελλάδα ως σύμβολο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ηθικής ανωτερότητας και της ειρήνης απέναντι στους φιλοπόλεμους αντιπάλους της, εκπροσώπους της δύναμης της πυγμής και της διάθεσης για ωμή κατάκτησή της, κατέληξα κουρασμένη λοξοκοιτώντας τον φίλο στρατιωτικό ο οποίος έγνεφε καταφατικά και με θέρμη δείχνοντας ότι συμφωνεί απόλυτα με αυτά που έλεγα.

 ”Κοίτα τι μπορούν να κάνουν ένα κομμάτι πανί και λίγες νότες σε πανίερο στίχο…”, μονολόγησε συγκινημένος. ”Είναι σαν να καλούν τους Έλληνες να αφουγκραστούν το κάλεσμα της τιμής και της ιστορικής μνήμης. Το κάλεσμα για εθελοθυσία στο όνομα της πατρίδας μας, που βεβαιώνει ότι ο σπόρος των ηρώων του έθνους στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του δεν πήγε χαμένος…”.

 ”Ωστόσο είναι να αναρωτιέται κανείς, αν συμμερίζονται τις απόψεις μας οι περισσότεροι Έλληνες σήμερα, ακόμα και οι στρατευμένοι…”, μουρμούρισα υπαινικτικά.

   Ο φίλος στρατιωτικός μπήκε στο νόημα ευθύς και στάθηκε στο τελευταίο που τον αφορούσε.

 ”Αν εννοείς αυτό που εννοώ, το κάλεσμα της πατρίδας για υπεράσπιση  εδαφών της επικράτειάς της συγκινεί ακόμα — νομίζω — τις ψυχές των Ελλήνων στρατιωτικών στην πλειοψηφία τους. Με το σκεπτικό αυτό, κάθε απόπειρα προσβολής της εδαφικής μας ακεραιότητας θα βρει ενωμένο λαό και στρατό, έτοιμο να συντρίψει τον επιβουλέα!”

 ”Νομίζετε…”, ψιθύρισα άχρωμα. ”Δεν είστε σίγουρος, δηλαδή, ότι τους συγκινεί στο σύνολό τους; Γιατί αυτό έχει άμεση σχέση με την ετοιμότητα των Ε.Δ σε περίπτωση προσβολής από τον εχθρό. Και ως προς το θέμα αυτό, έχουμε ρίξει όσο λίγες φορές το βάρος στα εξοπλιστικά μας…”.

  ”Ναι, το γνωρίζω από πρώτο χέρι αυτό. Αλλά χωλαίνουμε σε πολλά άλλα”, είπε με συννεφιασμένο πρόσωπο.

 ”Σαν τι, δηλαδή;”, τον ρώτησα με ύφος ανήξερης ακολουθώντας πιστά την ”μαιευτική τέχνη” του Σωκράτη.

  ”Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια”, είπε βλέποντάς με να τον κοιτάζω ερωτηματικά. ”Ο εξοπλιστικός εκσυγχρονισμός μας ήταν εθνική επιταγή που άργησε να υλοποιηθεί, αλλά δεν αρκεί για να μας διασφαλίσει αμυντικά, γιατί σε εμπόλεμη σύρραξη πάνω απ’ τα όπλα μετράει η ψυχή. Η ψυχή του Έλληνα, εν προκειμένω…”.

  Του έγνεψα θετικά γιατί συμφωνούσα μαζί του και τον άφησα να συνεχίσει.

 ”Η ψυχή του Έλληνα στρατιώτη υποτιμάται διακυβερνητικά, αλλιώς δεν θα επέτρεπαν οι πολιτικοί να εξασθενήσει η σφυρηλάτηση της εθνικής μνήμης και να ξεθωριάσει η βαμμένη με αίμα αγωνιστών και μαρτύρων ιστορία της Μακεδονίας μας…” είπε με νόημα.

  ”Να ξεθωριάσει η μνήμη αυτών που θυσιάστηκαν στον βωμό υπεράσπισης των αξιών και των ιδανικών της φυλής μας”, ψιθύρισα σαν ηχώ τον καημό του δασκάλου πατέρα μου και χάθηκα στην ανάμνηση εκείνων των λόγων:

  ”Η πολεμική τακτική, η ισχύς των εξοπλισμών, η διάταξη κανόνων και αριθμών, η στρατηγική ευφυΐα και ο εκσυγχρονισμός των όπλων σε τακτά διαστήματα” δεν είναι εχέγγυα επιτυχίας, αν δεν υπάρχει ως υπόστρωμα το υψηλό εθνικό φρόνημα και η ψυχή του ελληνικού στρατού!..”.

   Έτσι ήταν και είναι. Βεβαιώθηκα γι’ αυτό μελετώντας βήμα προς βήμα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μας μέσα στο χρόνο. Το απέδειξε, άλλωστε, η ιστορική εμπειρία και όταν ακόμα η προέλαση του στρατού μας ήταν δύσκολη λόγω αριθμητικής και εξοπλιστικής υπερίσχυσης του εχθρού που ήταν μεγαλύτερος, δυνατότερος και πολεμικότερος από μας.

  ”Οι ”νάνοι” γίνονται ”γίγαντες” όταν υπάρχει ψυχή και πατριωτικός ενθουσιασμός”, είπε ο φίλος στρατιωτικός σαν να διάβαζε το μυαλό μου, και συνέχισε με περίλυπο ύφος. ”Στους καιρούς μας ενθουσιασμός δεν υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Αντίθετα η απαισιοδοξία θεριεύει. Επόμενο είναι, λοιπόν, θέματα όπως η μετανάστευση, η αυξημένη εγκληματικότητα, οι πυρκαγιές και οι φυσικές καταστροφές, να δημιουργούν  ανασφάλεια στους πολίτες και, κατ’ επέκταση, στους στρατιωτικούς, οι οποίοι καλούνται συχνά να παρέμβουν γιατί όλα αυτά επηρεάζουν την εθνική επιβίωση”.

  ”Και το αντίδοτο που προτείνετε για όλα αυτά με επίκεντρο τα του οίκου σας ποιο είναι, στρατηγέ μου”; τον ρώτησα σχεδόν εναγώνια.

  ”Η μη διάσπαση της προσοχής του στρατεύματος σε ο,τιδήποτε άλλο πλην των τομέων ευθύνης του, όπως και η συναίσθηση του εθνικού χρέους για διασφάλιση της αμυντικής θωράκισης της χώρας και της εδαφικής της ακεραιότητας πρέπει να είναι πρώτιστος στόχος. Συναίσθηση του εθνικού χρέους, όμως, χωρίς υψηλό εθνικό φρόνημα δεν νοείται”, κατέληξε ο φίλος στρατιωτικός με νόημα.

 ”Γι’ αυτό επιβάλλεται να ενταχθεί η καλλιέργεια εθνικού φρονήματος ως σχολική διαδικασία στην τάξη”, συμπλήρωσα εγώ πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε ο συνομιλητής μου με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του σαν να τον προέτρεπα να συνεχίσει.

  ”Αν υπάρχει αυτό το υπόβαθρο της σχολικής προεργασίας που λες, τότε θα εξελίξουμε γρηγορότερα την καλλιέργειά του στον στρατό, ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα”, είπε εκείνος αναθαρρημένος. ”Να φτάσουμε, δηλαδή, στην πλήρη ανύψωση του εθνικού φρονήματος  με βάση την ιστορική γνώση, τη μνήμη και τη εμπειρία που αποκτήσαμε από την… ”κόκκινη” επιφυλακή στα ελληνοτουρκικά”.

   Συγκατένευσα θετικά ακούγοντάς τον να υποστηρίζει αυτά που ήθελα να ακούσω.

  ”Πολύ ωραία αυτά, του είπα χαμογελώντας, αλλά στο θέμα του φρονήματος θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της και η στρατιωτική ηγεσία σας. Η ανύψωση του ηθικού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας δεν μπορεί να γίνει απ’ την μια μέρα στην άλλη χωρίς οργανωτικό σχεδιασμό”.

 ”Οργανωτικό σχεδιασμό που να περιέχει και Θουκυδίδεια μαθήματα ψυχοπαθολογίας πολέμου στη θέση του… κομματισμού και του συνδικαλισμού”, διευκρίνισε ο στρατηγός με συγκρατημένο θυμό για το περίσσευμα των δυο τελευταίων που διχάζουν τους στρατευμένους. ”Άρα οι απαιτήσεις είναι μεγάλες για τις εκάστοτε ηγεσίες μας. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να προστεθούν στα κριτήρια εξέλιξης και ιεραρχίας των ανώτερων και κατώτερων αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων  της χώρας και κάποια ‘ειδικά’ προτερήματα”.

   ”Εννοείτε σίγουρα ότι πρέπει να διεγείρουν, να εμπνέουν και να τονώνουν την αυτοπεποίθηση του στρατού οι ηγεσίες του στο πλαίσιο της στρατηγικής ανασύνταξης και επανιεράρχησης των εθνικών συμφερόντων”, συμπλήρωσα.

   Έσκασε ένα γελάκι απρόσμενο και έγειρε προς εμένα το χέρι με θέρμη.

  ”Σε αναγορεύω εδώ και τώρα συνάδελφό μου για τα περί σημαίας και φρονήματος. Με ένα κομμάτι ιερό πανί και εθνικό φρόνημα στα ύψη δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα”, είπε χαμογελώντας και δώσαμε τα χέρια σαν παλιοί φίλοι και συνάδελφοι…