Αρκετές χώρες έχουν ανακοινώσει την έναρξη σχεδιάσεων μαχητικών 6ης γενιάς, είτε κατά μόνας, είτε σε συνεργασία με άλλες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βρετανία, η Ιαπωνία, η Σουηδία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ινδία και η Κίνα. Τα πρώτα μαχητικά 6ης γενιάς αναμένεται να εισέλθουν σε υπηρεσία τη δεκαετία του ‘30.

Έφτασε η ώρα των µαχητικών 6ης γενιάς; Αυτό το ερώτηµα τίθεται πλέον από όλους τους ειδικούς, καθώς γίνεται φανερό ότι τα αεροσκάφη 5ης γενιάς τα οποία είτε έχουν εισέλθει ήδη σε υπηρεσία, είτε πρόκειται να µπουν τα αµέσως επόµενα χρόνια κινούνται οριακά σε συγκεκριµένα επιχειρησιακά θέµατα.

Το 2035 το F-22 θα είναι ήδη 30 ετών και το F-15 θα πλησιάζει τα 50.

Τα 184 Raptor της αµερικανικής Αεροπορίας θα έχουν υποστεί µέχρι τότε µια κύρια αναβάθµιση και αρκετές επιµέρους (όπως νέα όπλα, υπολογιστικά συστήµατα) δεν θα είναι όµως ικανά να ανταπεξέλθουν στις νέες απειλές που θα έχουν προκύψει.

Και αν το F-22 είναι ένα ώριµο πρόγραµµα πλέον (εισήλθε σε υπηρεσία το 2005) αυτό δεν σηµαίνει ότι παρόµοιες επιχειρησιακός ανάγκες δεν θα έχουν προκύψει για άλλες χώρες όπως η Ρωσία η και η Κίνα.

Οι απειλές είναι αυτές που προσδιορίζουν πρακτικά το επίπεδο των υπό σχεδίαση αεροσκαφών. Η νέα 6η γενιά των µαχητικών αεροσκαφών (είτε επανδρωµένα είτε µη επανδρωµένα) θα πρέπει να διαθέτει βελτιωµένα χαρακτηριστικά.

Αυτά προσδιορίζονται από την πολύ µεγάλη ταχύτητα, το µεγαλύτερο επιχειρησιακό ύψος, νέα συστήµατα προώθησης, αυξηµένη εµβέλεια των πυραύλων µε βελτιωµένα χαρακτηριστικά καθοδήγησης και πολύ υψηλή ταχύτητα, νέες τεχνολογίες όπλων (λέιζερ), προηγµένους αισθητήρες που θα αντικαταστήσουν την έννοια του «παραδοσιακού» ραντάρ, ικανότητα επιχειρήσεων σε πλήρες δικτυoκεντρικό περιβάλλον, δυνατότητα ηλεκτρονικής καταστολής του αντιπάλου SEEA (suppression of enemy electronic activities), και ικανότητα επιχειρήσεων σε µικτά πακέτα επανδρωµένων και µη επανδρωµένων εκδόσεων.

Πιο συγκεκριµένα τα µαχητικά 6ης γενιάς θα συγκεντρώνουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

– Προηγµένες ψηφιακές ικανότητες µε δίκτυο υψηλής ταχύτητας.

– Τεχνητή Νοηµοσύνη (τΝ) συγχώνευση δεδοµένων, κυβερνοπόλεµο, D2D (Digital -to – Digital) και διοίκηση, έλεγχο και επικοινωνίες.

– Επιλογή επανδρωµένης η µη επανδρωµένης έκδοσης µε δυνατότητα κατεύθυνσης από το πιλοτήριο ή αυτόνοµα µε ΤΝ.

– Προηγµένη δυνατότητα ολοκλήρωσης πιλότου-µηχανής, µε προηγµένα πιλοτήρια τα οποία θα παροµοιάζονται µέσα από το κράνος του χειριστή, παρέχοντας ορατότητα 360 µοιρών, µε δυνατότητα ΤΝ στην ενηµέρωση της τακτικής κατάστασης, αντικαθιστώντας τα συµβατικά πιλοτήρια.

– Προηγµένες ικανότητες stealth και ηλεκτρονικών µάχης.

– Προηγµένοι κινητήρες οικονοµικοί στη λειτουργιά τους αλλά µε υψηλή ώση όταν αυτό απαιτείται.

– Όπλα πολύ µεγάλης εµβέλειας.

– Εν δυνάµει δυνατότητα χρήσης όπλων κατευθυνόµενης ενέργειας.

Από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αυτό που απουσιάζει είναι το παλαιό δόγµα της ταχύτητας που κυριάρχησε στη δεκαετία του ΄60. Τα νέα µαχητικά θα είναι µεν ταχύτατα χρησιµοποιώντας προηγµένα συστήµατα προώθησης, άγνωστο όµως παραµένει εάν θα δοθεί έµφαση στην ευελιξία των αεροσκαφών.

Τα πρώτα µαχητικά 6ης γενιάς αναµένεται να πετάξουν µεταξύ του 2030 και 2035 τόσο σε ΗΠΑ όσο και Ρωσία, µε στόχο να ενταχθούν σε υπηρεσία λίγο µετά το 2035. Στις ΗΠΑ υπάρχουν δύο προγράµµατα για το µαχητικό 6ης γενιάς. Το πρόγραµµα FX που αφορά την αµερικανική Αεροπορία (USAF) και το πρόγραµµα Next Generation Air Dominance ή F/A-XX για το αµερικανικό Ναυτικό (USN).

Οι στόχοι στη δηµιουργία των µαχητικών 6ης γενιάς ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Στη Ρωσία των νέο µαχητικό θα κληθεί να αντικαταστήσει τα µαχητικά 4ης και 4++ γενιάς καθώς το Τ-50 θα είναι ακόµη πλήρως επιχειρησιακό και χωρίς.

Στις ΗΠΑ το νέο µαχητικό θα αντικαταστήσει πλήρως τα F-16 και F-15 ενώ στο Ναυτικό το αεροσκάφος θα αντικαταστήσει τα F/A-18E/F Super Hornet.

Είναι όµως µάλλον απίθανο να προχωρήσουν δύο ξεχωριστά προγράµµατα 6ης γενιάς στις ΗΠΑ για τους δύο Κλάδους των ενόπλων δυνάµεων. Πάντως το ίδρυµα RAND σε πρόσφατη µελέτη του είχε απορρίψει ως µη οικονοµικά βιώσιµη την προοπτική συγχώνευσης των δύο προγραµµάτων σε ένα.

Σύµφωνα µε µελέτες του ιδρύµατος προηγούµενα κοινά προγράµµατα που προσπαθούσαν να συνδυάσουν τις απαιτήσεις διαφορετικών Κλάδων οδήγησαν την τελική σχεδίαση σε συµβιβασµούς σε σχέση µε τις αρχικές απαιτήσεις αυξάνοντας το κόστος περισσότερο από ότι αν αυτό αναπτυσσόταν ξεχωριστά.

Συγκρίνοντας το κόστος τεσσάρων πρόσφατων κοινών προγραµµάτων (F-35, T-6A, E-8 JSTARS και V-22 Osprey) σε σχέση µε ισάριθµα προγράµµατα που αφορούσαν ένα Κλάδο (C-17 Globemaster III, F/A-18E/F Super Hornet, F-22 Raptor, T-45 Goshawk), διαπιστώθηκε ότι το κόστος των κοινών προγραµµάτων αυξήθηκε κατά 65% σε σχέση µε το 24% της αύξησης για τα προγράµµατα που αφορούσαν ένα Κλάδο.

Φυσικά σηµαντικότερο κοινό πρόγραµµα το οποίο εκτόξευσε το κόστος ήταν αυτό του F-35. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του GAO το πρόγραµµα του αεροσκάφους στον προϋπολογισµό του 2015 παρουσίαζε αύξηση 43% ε σχέση µε το 2001µε το κόστος ανά µονάδα του αεροσκάφους να έχει αυξηθεί κατά 68%.

Στην υποστήριξη του επιχειρήµατος των δύο ξεχωριστών προγραµµάτων αναφέρεται ως παράδειγµα η ύπαρξη των προγραµµάτων του F/A-18 και F-16.

Το πρώτο υιοθετήθηκε από το Ναυτικό και το δεύτερο από την Αεροπορία. Το ερώτηµα είναι πως θα ήταν η τελική σχεδίαση που θα προέκυπτε στην περίπτωση που τα δύο αυτά προγράµµατα συγχωνεύονταν σε ένα µετά το τέλος του διαγωνισµού LWF.

Στην Κίνα δεν υπάρχει ανάλογο πρόγραµµα καθώς όλες οι προσπάθειες έχουν επικεντρωθεί στην ανάπτυξη των µαχητικών 5ης γενιάς Shenyang J-31 και Chengdu j-20 και προς το παρόν δεν υπάρχουν γνωστές πληροφορίες για κάποιο νεότερο πρόγραµµα. Το πρόγραµµα του µαχητικού 6ης γενιάς έχει αποκτήσει στις ΗΠΑ ιδιαίτερα βαρύτητα, καθώς ο αριθµός των 184 F-22 έχει κριθεί ως ελάχιστος σύµφωνα µε τα νέα δεδοµένα που έχουν προκύψει από το νέο κλίµα «ψυχρού πολέµου» µεταξύ ΗΠΑ και Ρωσία. Η προσπάθεια για επανέναρξη της παραγωγής του αεροσκάφους δεν προχώρησε, αφού υπολογίστηκε ότι το κόστος θα ήταν µεγάλο, που θα καθιστούσε την προσπάθεια άκαρπη.

Το πρόγραµµα του νέου µαχητικού στις ΗΠΑ

Στις 10 Οκτωβρίου του 2012 ο υφυπουργός για την αµυντικές προµήθειες Frank Kendall ανέφερε πως είχε προκύψει η ανάγκη για την εκκίνηση ενός προγράµµατος για µαχητικό 6ης γενιάς. Τον Απρίλιο του 2013 η DARPA ξεκίνησε µια µελέτη για να γεφυρώσει τις διαφορές στις απαιτήσεις που υπήρχαν µεταξύ της USAF και του USN.

O Kendall είχε αποκαλύψει ότι η αρχική χρηµατοδότηση για το πρόγραµµα θα ξεκινούσε στον προϋπολογισµό του 2016. Ως βασικός υπεύθυνος του προγράµµατος αρχικά τοποθετήθηκε η DARPA κάτω από το πρόγραµµα «Πρωτοβουλία Αεροπορικής Υπεροχής». Τόσο η αµερικανική υπηρεσία όσο και η αµερικανική βιοµηχανία λέγεται πως έχουν ήδη ξεκινήσει µελέτες για τις τεχνολογίες του µαχητικού 6ης γενιάς.

Ο Kendall αργότερα επιβεβαίωσε πως η USAF και το USN θα έχουν τις δικές τους εκδόσεις για τις ξεχωριστές επιχειρησιακές απαιτήσεις.

Σε µια πρώιµη µελέτη του 2010 της USAF για το µαχητικό 6ης γενιάς µε τίτλο “Next Gen TACAIR” αναφερόταν ότι το νέο µαχητικό θα πρέπει να διαθέτει «ενισχυµένες ικανότητες σε εµβέλεια, επιβιωσιµότητα, δικτυοκεντρική ικανότητα, αντίληψη τακτικής περιβάλλουσας κατάστασης, διασύνδεση ανθρώπου και συστήµατος και αποτελεσµάτων όπλων.

Πιο συγκεκριµένα αναφερόταν: «Το µελλοντικό αεροσκάφος θα πρέπει να αντιµετωπίζει αντιπάλους εξοπλισµένο µε προηγµένα ηλεκτρονικά συστήµατα επίθεσης, παθητικά συστήµατα εντοπισµού, ολοκληρωµένη ικανότητα αυτοπροστασίας, όπλα κατευθυνόµενης ενέργειας και δικτυοκεντρικές ικανότητες, ενώ θα πρέπει να είναι ικανό να επιχειρεί σε περιβάλλον A2AD («θόλοι» προστασίας) στην περίοδο 2030-2050.

Το µαχητικό 6ης γενιάς θα χρησιµοποιεί προηγµένα συστήµατα κινητήρων όπως αυτά που περιγράφονται στο πρόγραµµα ADVET (Adaptive Versatile Engine Technology) που θα επιτρέπουν υψηλότερες επιδόσεις και µεγαλύτερες εµβέλειες.

Εάν το πρόγραµµα επιζήσει των περικοπών που υπάρχουν στον αµυντικό προϋπολογισµό των ΗΠΑ τότε ένας νέος κινητη΄ρας αναµένεται ένα πρωτότυπο για το Ναυτικό το 2028 και για την Αεροπορία το 2032.

Το Νοέµβριο του 2013 το ίδρυµα Ερευνών της USAF κοινοποίησε µια αίτηση για παροχή πληροφοριών (RFI) για ένα αεροµεταφερόµενο όπλο λέιζερ το οποίο θα πρέπει να βρίσκεται στα µαχητικά 6ης γενιάς µετά το 2030.

Η αµερικανική Αεροπορία ενδιαφέρεται για τρεις τύπους τέτοιων όπλων: χαµηλής ισχύος για κατάδειξη, σκόπευση και εξουδετέρωση των αισθητήρων του αντιπάλου, µέσης ισχύος για την εξουδετέρωση επερχόµενων βληµάτων και υψηλής ισχύος για την καταστροφή εχθρικών µαχητικών και στόχων εδάφους.

Το όπλο θα πρέπει να λειτουργεί από µηδενικό ύψος µέχρι τα 20.000µ. και σε ταχύτητες από Mach 0,6 έως και 2,5.

Ως στόχο το αρχικό RFI είχε θέσει το 2022 για την ολοκλήρωση των υποσυστηµάτων και τη λειτουργία του τουλάχιστον σε περιβάλλον προσοµοίωσης, αλλά είναι άγνωστο εάν η ηµεροµηνία εξακολουθεί να ισχύει. Σε σχέση µε το σύστηµα προώθησης αυτό, όπως αναφέρθηκε, έχει ως στόχο να κάνει τα αεροσκάφη ταχύτερα δίνοντας µεγαλύτερη εµβέλεια.

Με τους κινητήρες της σηµερινής τεχνολογίας να αποδίδουν το µέγιστο της ώσης τους σε ένα συγκεκριµένο σηµείο του φακέλου πτήσης οι νέοι κινητήρες θα µπορούν να ρυθµίζουν το λόγο παράκαµψης για βέλτιστη απόδοση σε οποιοδήποτε ύψος ή ταχύτητα. Αυτό θα δώσει στο αεροσκάφος µεγαλύτερη εµβέλεια, καλύτερη επιτάχυνση και µεγαλύτερη οικονοµία καυσίµου στις διηχητικές περιοχές.

Οι κινητήρες µεταβλητού κύκλου θα µπορούν να διαµορφώνουν την λειτουργία τους έτσι ώστε να λειτουργούν ως καθαρόαιµοι turbojet σε υπερηχητικές ταχύτητες και ως turbofan µε υψηλό λόγο παράκαµψης για µεγαλύτερη οικονοµία σε οικονοµικές ταχύτητες.

">

Η ικανότητα supercruise (χαρακτηριστικό γνώρισµα των µαχητικών 5ης γενιάς) δηλαδή η δυνατότητα να επιτυγχάνεται και να διατηρείται υπερηχητική ταχύτητα µε τη χρήση ξηρής ώσης και µόνο δεν κρίνεται ως βασική προϋπόθεση, αλλά πιθανότατα θα είναι ως ενσωµατωµένη ικανότητα.

Η USAF και το USΝ διατηρούν µεταξύ τους σηµαντικές διαφορές στο πως ο καθένας Κλάδος αντιλαµβάνεται το νέο µαχητικό 6ης γενιάς.

Υπάρχουν όµως και βασικές αρχές στις οποίες και οι δύο συµφωνούν ότι θα πρέπει να ισχύουν στο νέο µαχητικό. Αυτές είναι η παρουσία συστηµάτων τεχνητής νοηµοσύνης (ΑΙ) τα οποία θα µπορούν να δρουν ως επιπλέον βοήθηµα στη λήψη κρίσιµων αποφάσεων από τον πιλότο ενώ και τα δύο αεροσκάφη (εάν τελικά προχωρήσει το σχέδιο δηµιουργίας δύο διαφορετικών µαχητικών για το Ναυτικό και την Αεροπορία) θα πρέπει να µοιράζονται κοινές υποδοµές ανταλλαγής δεδοµένων µε ικανότητα να ανταλλάσουν µεγάλα πακέτα πληροφοριών δεδοµένων.

Οι νεότερες εξελίξεις

Τ ον Μάρτιο του 2015 το αµερικανικό Ναυτικό ανακοίνωσε ότι εργάζεται από κοινού µε την Αεροπορία για την σύνταξη κοινής µελέτης ανάλυσης των εναλλακτικών επιλογών ΑοΑ. Η µελέτη ΑοΑ είναι µια από τις προσπάθειες που πραγµατοποιούνται σε διάφορους τοµείς όπως η τεχνολογία κινητήρων, η αεροδυναµική σχεδίαση, η σχεδίαση stealth και τεχνικές µείωσης του Η/Μ ίχνους.

Μέρος της έρευνας του αµερικανικού Ναυτικού στηρίζεται στο πως το F-35C/Β επιτυγχάνει το ρόλο του προωθηµένου αισθητήρα. Στο πεδίο ασκήσεων White Sands του Νέου Μεξικού ένα F-35B επέδειξε σε άσκηση ακριβώς τη δυνατότητα.

Πετώντας ως προωθηµένος παρατηρητής εντόπισε µια εχθρική απειλή πέρα από τον ορίζοντα µε τους αισθητήρες του χωρίς να διευκρινίζεται εάν πρόκειται για υπέρυθρο αισθητήρα EOTS/DAS ή για ραντάρ.

Στη συνέχεια και χρησιµοποιώντας το σύστηµα ανταλλαγής δεδοµένων MADL (το οποίο θεωρείται διάδοχος του Link 16) µετέδωσε τα δεδοµένα στοχοποίησης σε σταθµό εδάφους AEGIS ο οποίος προσοµοίαζε σκάφος επιφανείας και το τελευταίο µε βολή βλήµατος SM-3 κατέρριψε το στόχο.