Τη θεώρηση ως «μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης», προβλέπει τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή από το ΚΚΕ και έκαναν δεκτή για να τεθεί προς ψήφιση οι υπουργοί κ.κ. Νίκος Παππάς και Έφης Αχτσιόγλου.

Στόχος είναι να προστατευτούν οι απλήρωτοι εργαζόμενοι, που παραμένουν εγκλωβισμένοι επειδή ο νόμος 2112 του 1920 δεν ορίζει ως βλαπτική μεταβολή την μη καταβολή δεδουλευμένων. Αυτό είχε ως συνέπεια, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια (και πολύ πριν τα Μνημόνια και την κρίση) ο Άρειος Πάγος να εκδίδει αποφάσεις, όπως πρόσφατα, που δεν δικαιώνουν τους απλήρωτους εργαζόμενους αλλά τους κακοπληρωτές εργοδότες.

Αν συναινέσει η Βουλή και η πρόταση νόμου υπερψηφιστεί, το νομοθετικό σώμα θα συμπληρώσει τις διατάξεις, ξεκαθαρίζοντας ότι η μη καταβολή δεδουλευμένων για μακρύ χρονικό διάστημα, «συνιστά βλαπτική μεταβολή» των όρων εργασίας των εργαζομένων, με συνέπεια να μπορούν και εκείνοι να προβούν σε ενέργειες όπως η επίσχεση εργασίας, αντί να παραμένουν σε διαρκή ομηρία.

Υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη απόφαση που (όχι για πρώτη φορά πάντως) είχε εκδώσει ο Άρειος Πάγος, είχε προκαλέσει «πολλάκις» επιθέσεις υπουργών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ κατά της δικαιοσύνης. Μετά από ένα μήνα φραστικών αντεγκλήσεων όμως, το σώμα των βουλευτών καλείται να λάβει θέση και, ως νομοθέτης που είναι, να διορθώσει το νομικό «κενό» το οποίο αποκάλυψαν οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου –και που σε άλλες εποχές δεν απασχολούσαν τόσο έντονα όσο σήμερα που το φαινόμενο της απλήρωτης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα έχει γιγαντωθεί.

Η διάταξη που κατατέθηκε ορίζει ότι:

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

«Στο άρθρο 7 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό ισχύει μετά την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου αυτού, δυνάμει του άρθρου 5 του Ν.4558/1930, προστίθεται τρίτο εδάφιο που έχει ως εξής: «Επίσης, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».