
Η ζωή καθ’ ημέρα λιγοστεύει, καθότι εκόντες άκοντες, υποκείμεθα εις την αδυσώπητη φθορά του χρόνου, ως εκ τούτου έναντι του μυστηριακού ωκεανού της άγνοιας, το σιωπηλό χρέος της παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο είναι να εφημερεύει κρατώντας αναμμένο το κερί της υπάρξεως που του εδωρήθη για όσο χρόνο αυτό φέγγει όπως λέγει και ο Χρήστος Μαλεβίτσης “Εσύ την εφημερία σου τηρείς. Ώσπου να έρθει ο άλλος. Θα ανάψει από το κερί σου το κερί του. Θα καθήσει στη σκοπιά σου, καθώς θα αποχωρείς. Χωρίς να αλλάξετε κουβέντα”.
Το βαλς, λοιπόν, των χαμένων ονείρων, είναι η αίσθηση του θνησιγενούς της φύσεως μου, και αναδύεται, ως ο υπόρρητος αναστεναγμός της μελαγχολικής ανάμνησης της αδυσώπητης ροής του χρόνου, συμβολίζει τον αχώρητο κόσμο της αγάπης, ήτοι, τον ομφάλιο λώρο της ίδιας της ζωής με αγαπημένα μας πρόσωπα, τα οποία τυγχάνει να μην ευρίσκονται ανάμεσά μας, πλην όμως με έναν αναφή και μαγικό τρόπο ευρίσκονται, εντός της ψυχής μας, ως φύλακες άγγελοι μας, αλλά, ιδίως αυτές τις χαρμολυπείς ημέρες, κατά έναν ακατάληπτο τρόπο, μας συντροφεύουν, με απόλυτη αγάπη, νιώθουμε την θέρμη και την λάμψη της σκιάς του φωτός τους, ως αναμμένα κεράκια, κείμενα πλησίον μας, αρκεί να σιωπήσουμε δι’ ολίγον, να ακούσουμε τα σκιρτήματά τους και την εκκωφαντική χαρά τους, να συμμετέχουν ολόψυχα εις την ιδική μας εορτή.
Η έννοια της εορτής άγνωστη εν μέρει για τον δυτικό κόσμο, ο οποίος μετέρχεται περισσότερο επιδερμικές εκφράσεις ίνα, δηλώσει τα συναισθήματά του, χωρίς αυτά να περιέχουν την εννοιολογική πλησμονή της οντολογικής υπάρξεως των ανθρώπινων προσώπων.
Η έννοια της αλληλεγγύης, ως είθισται να διατυπώνουν, ένιοι πολιτικοί εκασταχού των κόσμο, στρείται οιασδήποτε ουσιαστικής δυναμικής διότι εξαντλείται αποκλειστικά και μόνον, εις μία πομφόλυγγα, εν άλλοις λόγος εις ένα λεκτικό ψυμίθιο, το οποίο, γεννά ενδεχομένως λίαν προσωρινώς, μία διαφορετική συναισθηματική διάθεση, πλην όμως πόρρω απέχουσα από την παραγματική αλληλοπεριχώρηση και αγάπτη του ανθρώπινου προσώπου, το οποιό διψά και πεινά για την αλήθεια δια την άπεφθο οντολογική πλησμονή, τον μανικό έρωτα προς την αιώνια ζωή, την οποία χορηγεί απλοχερώς ως Ζωοδότου Κύριος Ημών Ιησού Χριστός.
Είναι πρόδηλον, ότι μόνον δια της Προσευχής επιτυγχάνεται η δια ζώσης επαφή με τον Θεάνθρωπο, πλην όμως ουδείς γιγνώσκει πότε θα έλθει η ύστατη στιγμή.
Ως εκ τούτου ας κρατήσουμε ως κόρην οφθαλμού τα διαχρονικά λόγια του μεγάλου λογοτέχνη Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το ελάχιστο φόρο τιμής, για τους ιδικούς μας ανθρώπους, διότι μετά από κάποιο χρονικό σημείο θα ζουν αιώνια εις την μνήμη μας.
«“Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ` έβλεπα να βγαίνεις απ` την πόρτα, θα σ` αγκάλιαζα και θα σού `δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ` έβλεπα, θα έλεγα “σ` αγαπώ” και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ` αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι` αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν` το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ` τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις».
Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ ελέησόν με