ΚΛΕΙΣΙΜΟ
«Η Ευρώπη θέλει Κυριάκο και Ούρσουλα» ανέκραξε ο Σχοινάς! - Και «Pfizer»;

Η επίθεση του Τετ στο Βιετνάμ – ΗΠΑ: Νίκη στη μάχη – Ήττα στα ΜΜΕ

Το 1968 ο πόλεμος στο Βιετνάμ φαινόταν κερδισμένη υπόθεση για τους Αμερικανούς. Ήδη από το 1964, η υπερδύναμη είχε εμπλακεί ανοιχτά στον βρώμικο αυτό πόλεμο, επιδιώκοντας την ανάσχεση του «κομμουνιστικού ντόμινο» στην περιοχή. Τα μηνύματα εκείνη την εποχή ήταν απολύτως ελπιδοφόρα και κανείς, ούτε καν οι αντίπαλοι των Αμερικανών, δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι η πολεμική εκείνη αναμέτρηση θα έληγε με την ταπείνωση της υπερδύναμης

Η επίθεση του Τετ στο Βιετνάμ – ΗΠΑ: Νίκη στη μάχη – Ήττα στα ΜΜΕ

Τις παραμονές της επίθεσης του Τετ, οι Αμερικανοί μπορούσαν να αντικρίζουν με αισιοδοξία το μέλλον, όσον αφορούσε στην εμπλοκή τους στο Βιετνάμ.

Οι δυνάμεις τους που βρίσκονταν στη χώρα αυτή της νοτιοανατολικής Ασίας εκείνη την περίοδο ξεπερνούσαν τους 500.000 άνδρες. Από αυτούς, το 30% περίπου ανήκε σε μάχιμες μονάδες, του Στρατού και του Σώματος των Πεζοναυτών.

Συγκεκριμένα στο Βιετνάμ λίγο πριν την επίθεση του Τετ ήταν ανεπτυγμένες εννέα μεραρχίες, ένα ανεξάρτητο σύνταγμα τεθωρακισμένου ιππικού και δύο ανεξάρτητες ταξιαρχίες.

Συνολικά διατίθεντο 100 τάγματα πεζικού με 331.098 στρατιώτες και 78.013 πεζοναύτες. Ανώτατος διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων ήταν ο στρατηγός Γουίλιαμ Γουεστμόρλντ. Στο πλευρό τους, ο Στρατός του Νότιου Βιετνάμ εμφανιζόταν στα χαρτιά ως μια επίσης εντυπωσιακή δύναμη, με περισσότερους από 343.000 τακτικούς στρατιώτες κατανεμημένους σε Στρατό, Ναυτικό, Αεροπορία και Πεζοναύτες, και πολλές ακόμα χιλιάδες ατάκτων παραστρατιωτικών.

Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους 42.000 άνδρες των ομάδων αυτοάμυνας πολιτών CIDG (Civilian Irregular Defense Groups), που οργανωμένοι σε ομάδες φύλαξης και επέμβασης, υπό την καθοδήγηση ανδρών των αμερικανικών και των βιετναμέζικων ειδικών δυνάμεων, εξασφάλιζαν «νησίδες» ομαλής κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας απαγορεύοντας ή αντιμετωπίζοντας άμεσα την ανατρεπτική δράση των Βιετκόνγκ.

Άμεσα προσκολλημένοι στις χερσαίες νοτιοβιετναμέζικες δυνάμεις ήταν 12.000 Αμερικανοί σύμβουλοι.

Κάθε μεραρχία διέθετε περίπου 300 συμβούλους που δρούσαν ως παρατηρητές, σύμβουλοι, σύνδεσμοι ή ειδικοί λογιστικής υποστήριξης.

Κάθε τάγμα είχε μία τριμελή ως πενταμελή ομάδα συμβούλων οι οποίοι διέθεταν τους δικούς τους ασυρμάτους για απρόσκοπτη επικοινωνία κυρίως με τις αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις. Σε επίπεδο υλικού ο Στρατός του Νότιου Βιετνάμ είχε σημαντικές ελλείψεις σε ατομικό οπλισμό, μέσα επικοινωνιών και πυρός, εκπαίδευση, πειθαρχία και τακτικές δεξιότητες.

Αν εξαιρεθούν η ταξιαρχία Πεζοναυτών, μία ταξιαρχία πεζικού, πέντε τάγματα Ranger και τα επίλεκτα αερομεταφερόμενα τάγματα που ήταν εξοπλισμένα με τυφέκια M16, όλες οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν εξοπλισμένες με πανάρχαιο και πολυποίκιλο φορητό οπλισμό, σημαντικά υποδεέστερο των AK-47 των Βιετκόνγκ και των Βορειοβιετναμέζων. Τις «συμμαχικές» δυνάμεις συμπλήρωναν τμήματα από την Ταϊλάνδη, τη Νότια Κορέα και την Αυστραλία. Οι Αμερικανοί επίσης υπερείχαν συντριπτικά σε ισχύ πυρός και είχαν απόλυτη αεροπορική υπεροχή.

Ωστόσο δεν ήταν όλα ρόδινα για την τότε ηγεσία των ΗΠΑ. Αν και ακόμα δεν είχε αρχίσει η ανοιχτή αμφισβήτηση από την αμερικανική κοινή γνώμη σχετικά με τη σκοπιμότητα εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο του Βιετνάμ, εντούτοις οι πρώτες αντιπολεμικές φωνές είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται. Υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι γι’ αυτό.

Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι Αμερικανοί δεν είχαν να επιδείξουν καμία σημαντική –με τη συμβατική έννοια του όρου– επιτυχία στα πεδία των μαχών.

Στο Βιετνάμ δεν υπήρχαν μάχες, με την κλασική έννοια. Δεν υπήρξαν μάχες κατά παράταξη, στις οποίες η ανώτερη εκπαίδευση και η συντριπτικά πολλαπλάσια ισχύς πυρός των αμερικανικών δυνάμεων θα οδηγούσε σε διάσπαση του εχθρικού μετώπου και θα έτρεπε τον αντίπαλο σε φυγή. Στο Βιετνάμ δεν υπήρχε μέτωπο και μετόπισθεν.

Ο αντίπαλος μπορούσε να εμφανιστεί και να χτυπήσει παντού. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ηθικό των Αμερικανών, και, ακόμη χειρότερα, των Νοτιοβιετναμέζων συμμάχων τους, δεν ήταν το υψηλότερο δυνατό.

Δεν βοηθούσε άλλωστε και το εφαρμοζόμενο σύστημα αντκαταστάσεων, βάσει του οποίου οι Αμερικανοί στρατιώτες παρέμεναν ένα έτος στο Βιετνάμ και μετά επέστρεφαν στις ΗΠΑ.

Με τον τρόπο αυτό ο στρατιώτης, που μόλις άρχιζε να εγκλιματίζεται στις ειδικές συνθήκες διαβίωσης του Βιετνάμ και να αποκτά την απαραίτητη εμπειρία σε αυτή τη μορφή αγώνα, έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα και να αντικατασταθεί από έναν άλλο, άπειρο, άνδρα.

Αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, η αμερικανική κοινή γνώμη αδυνατούσε να κατανοήσει έναν πόλεμο χωρίς μάχες, χωρίς ορατά στρατιωτικά αποτελέσματα. Αδυνατούσε να κατανοήσει πως ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ένας «πολιτικός» πόλεμος και εξακολουθούσε να αναρωτιέται γιατί, τέλος πάντων, δεν καταλαμβάνουν το Ανόι!

Από την πλευρά των Νοτιοβιετναμέζων, τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Η απόλυτη σήψη και η διαφθορά βασίλευαν σε κάθε τομέα της δημόσιας, ιδιωτικής και στρατιωτικής ζωής σε ολόκληρη τη χώρα.

Φυσικά, υπό την εκπαίδευση και την καθοδήγηση Αμερικανών συμβούλων, αρκετές νοτιοβιετναμέζικες μονάδες πολέμησαν καλά και διακρίθηκαν. Αποτελούσαν όμως την εξαίρεση που απλώς επιβεβαίωνε τον κανόνα.

Σε επίπεδο στρατηγικής, οι συμμαχικές δυνάμεις εφάρμοζαν μία μέθοδο όπου οι μεν νοτιοβιετναμικές δυνάμεις παρείχαν ασφάλεια στις αστικές, ημιαστικές και αγροτικές περιοχές, ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις έπαιζαν τον ρόλο της ασπίδας, που πίσω από αυτή, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον γινόταν προσπάθεια οικονομικής και κοινωνικής ανοικοδόμησης.

Στην άλλη πλευρά του λόφου, στο Βόρειο Βιετνάμ, δεν μπορεί να λεχθεί ότι επικρατούσε ιδιαίτερα αισιόδοξο κλίμα. Οι μέχρι τον Ιανουάριο του 1968 επιχειρήσεις δεν είχαν φέρει κανένα, μα κανένα άξιο λόγου αποτέλεσμα.

Οι επιθέσεις των ατάκτων Βιετκόνγκ, που ακολουθούσαν τις αρχές του Μάο Τσε Τουνγκ για τον ανταρτοπόλεμο, ήταν αρκετές για να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους του τάδε ή του δείνα χωριού, για να εξουδετερώσουν μιας μικρής δύναμης μεμονωμένη εχθρική περίπολο ή φρουρά, αλλά όχι για να επιφέρουν αποφασιστικό αποτέλεσμα στην εξέλιξη του πολέμου.

Παρά την κλιμάκωση των δυνάμεών τους, με την αθρόα πλέον συμμετοχή στις επιχειρήσεις ανδρών του τακτικού Βορειοβιετναμέζικου Στρατού, το αποτέλεσμα δεν ήταν δυνατό να μεταβληθεί. Άλλωστε, στη βορειοβιετναμέζικη ηγεσία υπήρχε πάντοτε ο ενδόμυχος φόβος ότι θα μπορούσαν να εκνευρίσουν υπερβολικά το «θηρίο», υφιστάμενοι τις ανάλογες συνέπειες.

Ήδη, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί πλήγωναν καθημερινά το Ανόι. Έπρεπε να σκεφθούν κάτι καλό!

Γενική Επίθεση

Ο στρατηγός Γκιάπ, ο ένδοξος νικητής στη μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου κατά των Γάλλων, ήταν πλέον υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Ανόι. Όχι άδικα, η γνώμη του είχε βαρύνουσα σημασία στη λήψη αποφάσεων σχετικών με την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Γκιάπ είχε αντιληφθεί το τέλμα στο οποίο είχαν περιπέσει οι επιχειρήσεις, παρά την εμπλοκή σε αυτές, πέραν των χιλιάδων Βιετκόνγκ, τουλάχιστον επτά μεραρχιών του τακτικού Βορειοβιετναμέζικου Στρατού.

Ταυτόχρονα όμως είχε αντιληφθεί την «ψυχολογική» διάσταση του πολέμου και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης για να τρωθεί η πολιτική βούληση του αντιπάλου. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο στρατηγός, που θεωρούσε ότι πλέον οι συνθήκες ήσαν ώριμες, κατέστρωσε ένα άκρως φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο, εάν επιτύγχανε, θα μπορούσε ακόμα και να τερματίσει τον πόλεμο προς όφελός τους.

Το σχέδιο προέβλεπε, για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου, μεγάλης κλίμακας επίθεση, σε όλο το έδαφος του Νότιου Βιετνάμ: επιθέσεις κατά των 36 μεγαλυτέρων πόλεων της χώρας και των 23 μεγαλυτέρων στρατιωτικών βάσεων, αμερικανικών και νοτιοβιετναμέζικων. Παράλληλα με την επίθεση των στρατευμάτων, ο Γκιάπ θα έθετε σε ενέργεια ολόκληρο το δίκτυο των πρακτόρων του, που δρούσαν στο Νότιο Βιετνάμ.

Προβλέπονταν επίσης δολοφονικές επιθέσεις κατά σημαινόντων αντικομμουνιστών, σαμποτάζ σε στρατιωτικούς και μη στόχους, ενώ θα επιχειρούνταν γενική εξέγερση του λαού του Νότιου Βιετνάμ, κατά των «ιμπεριαλιστών».

Η επίθεση αποφασίστηκε να ξεκινήσει στις 31 Ιανουαρίου 1968, την ημέρα του Τετ, δηλαδή της βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς. Πρόκειται για μία από τις ιερότερες ημέρες στο βιετναμέζικο ημερολόγιο, και μέχρι τότε κανείς από τους εμπολέμους δεν είχε καταπατήσει την άτυπη παύση των επιχειρήσεων, που ίσχυε για τη λεγόμενη εβδομάδα του Τετ – 27 Ιανουαρίου έως 3 Φεβρουαρίου.

Ο Γκιάπ ακριβώς εκεί στηρίχθηκε, φιλοδοξώντας να επιτύχει τον απόλυτο αιφνιδιασμό των αντιπάλων.

Η επίθεση προετοιμάστηκε άριστα. Οι προπαρασκευές άρχισαν έξι σχεδόν μήνες πριν. Συνολικά στην επίθεση θα λάμβαναν μέρος περισσότεροι από 80.000 Βορειοβιετναμέζοι – Βιετκόνγκ και τακτικοί στρατιώτες.

Ως κύριοι στόχοι καθορίστηκαν η πόλη Χούε –παλαιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα του Βιετνάμ, η κατοχή της οποίας είχε μεγάλο ψυχολογικό αντίκτυπο– φυσικά η πρωτεύουσα του Νότου, η Σαϊγκόν, με όλες τις μεγάλες στρατιωτικές και αεροπορικές της βάσεις, αλλά και η πρεσβεία των ΗΠΑ και, βεβαίως, η σημαντικότατη βάση του Κε Σαν, στα σύνορα με το Λάος.

Παράλληλα όμως η κυβέρνηση του Βόρειου Βιετνάμ εκδήλωσε την επιθυμία της να ανοίξει διαπραγμετεύσεις με τους Αμερικανούς, θέτοντας ως προϋπόθεση την παύση, ή έστω τον περιορισμό των αμερικανικών αεροπορικών βομβαρδισμών.

Η διπλωματική αυτή κίνηση υπολόγιζαν ότι θα «αποκοίμιζε» τους Αμερικανούς, αλλά και θα επέτρεπε την ταχύτερη συγκέντρωση ανδρών και εφοδίων, εν όψει της επίθεσης.

Οι Αμερικανοί, όμως, χάρη στις υπηρεσίες πληροφοριών τους, δεν παραπλανήθηκαν. Ως πρώτη ένδειξη μπορεί να θεωρηθεί η επίθεση που εξαπέλυσε στις 29 Οκτωβρίου 1967 το 273ο Σύνταγμα Βιετκόνγκ κατά μίας μικρής επαρχιακής πόλης και η επιμονή του να την κρατήσει υπό τον έλεγχο του.

Όμως η  αμερικανική ισχύς πυρός κυριολεκτικά εξόντωσε το Σύνταγμα, ενώ στις υπηρεσίες πληροφοριών δημιουργήθηκε το ερώτημα της σκοπιμότητας μίας τέτοιας ενέργειας η οποία οδήγησε σε σημαντικές απώλειες. Η μόνη εκτίμηση που είχε κάποια βάση ήταν η προετοιμασία και μελέτη στην πράξη των προβλημάτων για επιχειρήσεις σε αστικές περιοχές.

Ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου 1967 είχαν τις πρώτες ενδείξεις για τις συγκεντρώσεις των αντιπάλων. Τον μήνα αυτό μάλιστα συνέβη ένα δεύτερο «περίεργο» περιστατικό όταν τέσσερα συντάγματα του Βορειοβιετναμέζικου Στρατού έδωσαν επί 22 ημέρες, αντιμετωπίζοντας μία αμερικανική μεραρχία, λυσσώδεις μάχες για να καταλάβουν και διατηρήσουν την άσημη συνοριακή πόλη του Ντακ Το.

Στην έρευνα που ακολούθησε τη λήξη των μαχών βρέθηκαν βορειοβιετναμεζικά έγγραφα όπου φαινόταν ότι η επίθεση είχε γίνει για να αναγκαστεί ο εχθρός να αναπτύξει όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις στα δυτικά υψίπεδα.

Η ανακάλυψη των εγγράφων είχε ως αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να αποσύρουν δυνάμεις από τις αστικές περιοχές. Οι ενδείξεις περί επικείμενης επίθεσης ενισχύθηκαν από τις αρχές Δεκεμβρίου, ενώ στις αρχές Ιανουαρίου οι Αμερικανοί ήταν σε θέση να γνωρίζουν και αρκετούς από τους στόχους της επίθεσης από βορειοβιετναμέζικα έγγραφα που έπεσαν στα χέρια τους.

Μάλιστα στις 5 Ιανουαρίου αποδεσμεύτηκαν έγγραφα τα οποία είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Αμερικανών από τις 19 Νοεμβρίου 1967 και τα οποία αναφέρονταν σε διαταγή για εξαπόλυση ισχυρών επιθέσεων σε συνδυασμό με την εξέγερση του πληθυσμού και την προσβολή της Σαιγκόν.

Οι ενδείξεις περί επικείμενης επίθεσης οδήγησαν τον Γουεστμόρλαντ να τροποποιήσει πλήρως την αρχική του εκτίμηση ότι η «ενεργοποίηση» των Βορειοβιετναμέζων αποσκοπούσε κυρίως στην τόνωση του ηθικού των δυνάμεων τους μέσω μίας διαδικασίας «εσωτερικής» προπαγάνδας.

Έτσι τον Ιανουάριο του 1968 ο Γουεστμόρλαντ ζήτησε από την κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ να αναστείλει την παραδοσιακή εκεχειρία της εβδομάδας του Τετ και να θέσει σε επιφυλακή τις νοτιοβιετναμέζικες δυνάμεις.

Στις 8 Ιανουαρίου ο Αρχηγός του Συνδυασμένου Γενικού Επιτελείου του Νότιου Βιετνάμ, στρατηγός Τσάο Βαν Βιν, ειδοποίησε τον Γουεστμόρλαντ ότι θα προσπαθούσε να περιορίσει τη διάρκεια της εκεχειρίας σε 24 ώρες. Μία εβδομάδα αργότερα (περί τα μέσα Ιανουαρίου) ο ηγέτης του Νότιου Βιετνάμ, όμως, πρόεδρος Θιέου, δεν δέχθηκε τις προτάσεις του Γουεστμόρλαντ, με τη δικαιολογία ότι η αναστολή της σαρανταοκτάωρης εκεχειρίας θα είχε δυσάρεστες επιπτώσεις στο ηθικό του λαού και του στρατού του Νότιου Βιετνάμ. Έτσι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε έναν αξιοκατάκριτο συμβιβασμό. Η εκεχειρία θα περιοριζόταν σε 36 ώρες.

Επίσημη ανακοίνωση της συμφωνίας αυτής θα γινόταν στις 30 Ιανουαρίου, μία ημέρα πριν την αρχή της εορτής του Τετ – 31η Ιανουαρίου. Πάντως ο Γουεστμόρλαντ είχε θέσει σε επιφυλακή τις αμερικανικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα τις φρουρές σημαντικών εγκαταστάσεων και υποδομών. Ωστόσο, λόγω του κλίματος χαλαρότητας που επικρατούσε, πολλές μονάδες δεν εφάρμοσαν τις διαταγές του Γουεστμόρλαντ.

Λίγες ώρες πριν από τα μεσάνυχτα της 30ής Ιανουαρίου 1968, χιλιάδες Βορειοβιετναμέζοι στρατιώτες και αντάρτες Βιετκόνγκ άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις εξόρμησης, γύρω από τους στόχους τους. Την ίδια ώρα στον Νότο είχαν αρχίσει οι εορταστικές εκδηλώσεις.

Μέσα σε ένα κλίμα χαλάρωσης και διασκέδασης ο λαός βρισκόταν στους δρόμους παρακολουθώντας παρελάσεις με ιερούς δράκους, ενώ χιλιάδες πυροτεχνήματα φώτιζαν τον ουρανό.

Την ίδια ώρα 20.000 Βόρειοι ήταν έτοιμοι να επιτεθούν κατά της πρωτεύουσας του Νότου, της Σαϊγκόν. Άλλα 10 τάγματα είχαν ως στόχο την κατάληψη της παλαιάς πρωτεύουσας Χουέ και δύο μεραρχίες θα επιτίθεντο κατά της βάσης του Κε Σαν. Άλλες σημαντικές επιθέσεις θα εκδηλώνονταν ταυτόχρονα κατά των πόλεων Πλεϊκού, Μπαν Με Θοούτ, Να Τρανγκ, Κουάνγκ Γκάι και Κουάνγκ Τρι, κοντά στα σύνορα των δύο χωρών.

Προκαλεί κατάπληξη, τόσο ο όγκος των διαθέσιμων δυνάμεων των Βορείων, όσο και το εύρος της ζώνης επιχειρήσεων. Οι προβλεπόμενες επιθέσεις κάλυπταν το σύνολο σχεδόν του νοτιοβιετναμέζικου εδάφους, από τα σύνορα με το Βόρειο Βιετνάμ, μέχρι νότια, στη χερσόνησο του Ανάμ.

Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι ενδεικτικό της διείσδυσης των Βορείων στο Νότιο Βιετνάμ. Οι Βόρειοι ήταν ικανοί, κατά το δοκούν, να εισχωρούν στο έδαφος του αντιπάλου, σε όλο το μήκος και πλάτος του. Αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό να διεισδύουν στο έδαφος του αντιπάλου μικρές ομάδες μάχης και άλλο να κατορθώσουν να διεισδύσουν ολόκληρες μεραρχίες!

Η μάχη της Σαϊγκόν

Τις πρώτες πρωινές ώρες οι βορειοβιετναμέζικες δυνάμεις εξόρμησαν. Στη Σαϊγκόν, συνολικά 20.000 Βορειοβιετναμέζοι, 35 τάγματα κατά έξι κύριων στόχων άρχισαν την επίθεση. Ανάμεσα στους στόχους τους ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός, η αμερικανική πρεσβεία, το προεδρικό μέγαρο, το συνδυασμένο γενικό επιτελείο, το Αρχηγείο του Ναυτικού και η πλησίον της πόλης αεροπορική βάση Ταν Σον Νουτ.

Έντεκα τάγματα που αποτελούνταν από 4.000 άνδρες και γυναίκες, κυρίως κατοίκους της πόλης, επιτέθηκαν στο κέντρο της πόλης. Επικεφαλής ήταν οι 250 άνδρες και γυναίκες του C-10 τάγματος σκαπανέων της Σαϊγκόν, οι οποίοι στην καθημερινή τους ζωή ήταν οδηγοί ταξί-ποδηλάτων και κατά συνέπεια πολυ καλοί γνώστες της πόλης.

Η επίθεση άρχισε γύρω στις 03.00, όταν μια ομάδα Βορείων, που φορούσαν στολές αστυνομικών μονάδων αντιμετώπισης διαδηλώσεων του Νότιου Βιετνάμ, επιτέθηκε στο κτίριο του ραδιοφωνικού σταθμού.

Στόχος τους ήταν η κατάληψη του κτιρίου και η μετάδωση ηχογραφημένου μηνύματος του Χο Τσι Μινχ, με το οποίο ο ηγέτης του Βόρειου Βιετνάμ καλούσε σε ανοιχτή εξέγερση τους κατοίκους του Νότου.

Η «αλά Σκορτσένι» επίθεση πέτυχε στο πρώτο της στάδιο. Οι επιτιθέμενοι αιφνιδίασαν και εξουδετέρωσαν εύκολα τους Νοτιοβιετναμέζους αλεξιπτωτιστές, που αποτελούσαν τη φρουρά του ραδιοφωνικού σταθμού, και κατέλαβαν το κτίριο.

Απέτυχαν όμως στο δεύτερο σκέλος της αποστολής τους, εξαιτίας της προνοητικότητας του αντισυνταγματάρχη διοικητή της φρουράς που είχε σχεδιάσει την αντίδραση σε πιθανή κατάληψη του σταθμού και ενός θαρραλέου τεχνικού του σταθμού, ο οποίος πρόλαβε και μετέδωσε το ειδικό προσυμφωνηθέν σήμα με τη λήψη του οποίου θα σταματούσε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στον σταθμό.

Έτσι, χωρίς ηλεκτρισμό, δεν ήταν δυνατό να μεταδοθεί το μήνυμα του Χο Τσι Μινχ. Αυτή ήταν η πρώτη ήττα των επιτιθεμένων, και μάλιστα, μια από τις πλέον σημαντικές.

Την ίδια περίπου ώρα μια ειδική ομάδα εφόδου άρχιζε την επίθεση κατά του προεδρικού μεγάρου. Αφού ανατίναξαν την κύρια πύλη του με αντιαρματικό εκτοξευτή B-40, 34 Βορειοβιετναμέζοι «καταδρομείς» εισέβαλαν στη μεγάλη αυλή, γύρω από το κτίριο.

Εκεί όμως βρέθηκαν προ εκπλήξεως: η φρουρά είχε ενισχυθεί καθώς, πέραν των προεδρικών φρουρών, υπήρχαν τμήματα του στρατού και, το κυριότερο, δύο άρματα μάχης. Μοιραία, οι επιτιθέμενοι σαρώθηκαν και 32 από αυτούς σκοτώθηκαν. Όμως χρειάστηκε δύο ημέρες για να εκκαθαριστεί παρακείμενο οίκημα στο οποίο είχαν οχυρωθεί μετά την αποτυχία της αρχικής εφόδου.

Προφανώς οι άνδρες αυτοί αποτελούσαν το πρώτο κύμα εφόδου κατά του προεδρικού μεγάρου και είχαν ως αποστολή να ανοίξουν δρόμο σε ισχυρότερα τμήματα που περίμεναν εν εφεδρεία. Η καταστροφική όμως αποτυχία του πρώτου κύματος δεν επέτρεψε τη διεξαγωγή επίθεσης από το δεύτερο.

Την ίδια τύχη είχαν επίσης και οι βορειοβιετναμέζικες επιθέσεις, που ακολουθούσαν την ίδια τακτική, κατά του Συνδυασμένου Γενικού Επιτελείου και κατά του Αρχηγείου του Ναυτικού.

Τα πρώτα κύματα εφόδου των Βορείων εξοντώθηκαν μέχρις ενός. Στην περίπτωση του Συνδυασμένου Γενικού Επιτελείου το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση στις 02.00 τη νύχτα, από την πύλη με αριθμό 5. Την ώρα που η ομάδα εφόδου άρχιζε την κίνησή της εμφανίστηκε ένα όχημα γενικής χρήσης της αμερικανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας προς το οποίο και έστρεψαν τα πυρά τους οι επιτιθέμενοι.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο σκοπός να κλείσει την πύλη, να σημάνει συναγερμό και να οργανωθεί η άμυνα.

Όμως η επιχείρηση δεν σταμάτησε. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, μία τοπική μονάδα, το 2ο Τάγμα (Γκο Μον), που έπρεπε να επιτεθεί την ίδια ώρα στον πύλη αριθμό τέσσερα και το οποίο καθυστέρησε να φθάσει στον στόχο του, άρχισε τελικά την επίθεσή του στις 07.00 το πρωί. Παρά το γεγονός ότι ο συναγερμός είχε δοθεί, το τάγμα κατόρθωσε να διεισδύσει στο στρατόπεδο.

Αντί όμως να εφορμήσουν κατά του στρατηγείου και των άλλων νευραλγικών εγκαταστάσεων, οχυρώθηκαν περιμένοντας τις ενισχύσεις που δεν έφθασαν ποτέ. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να καταλάβουν ένα κτίριο με την επιγραφή «Γενικό Αρχηγείο», που ναι μεν ήταν ένα από τα κτίρια του συγκροτήματος αλλά όχι κάποιο από τα πολύ σημαντικά. Έτσι σταδιακά εξουδετερώθηκαν και πολλοί συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Στην περίπτωση του Αρχηγείου του Ναυτικού το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη όχι μόνο των κτιριακών εγκαταστάσεων αλλά και των παρακείμενων ελλιμενισμένων πλοίων που θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά μαχητών από τις γειτονικές της Σαϊγκόν περιοχές.

Ομάδα 12 ατόμων ανατίναξε με εκρηκτικά τον περίβολο και προσπάθησε να εισχωρήσει στο Αρχηγείο, όμως μέσα σε πέντε λεπτά εξουδετερώθηκε πλήρως.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι λόγω της ευαισθησίας του τοπικού πληθυσμού στην αμερικανική παρουσία εντός των αστικών κέντρων, αλλά και στο πλαίσιο της επίδειξης εμπιστοσύνης προς τις νοτιοβιετναμέζικες δυνάμεις, οι Αμερικανοί είχαν αποσύρει τις δυνάμεις του, αφήνοντας τους 1.000 άνδρες του 716ου Τάγματος Αμερικανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας να φυλάσσουν τους περίπου 130 αμερικανικούς στόχους εντός της πόλης.

Παράλληλα οι Βόρειοι επιτέθηκαν με ορμή στην αεροπορική βάση Ταν Σον Νουτ της πόλης, και τις κοντινές βάσεις Μπιέν Χόα (αεροπορική βάση) και Λονγκ Μπιν (κέντρο διοίκησης και λογιστικής υποστήριξης). Εκεί διεξήχθησαν οι σφοδρότερες συγκρούσεις εντός της Σαϊγκόν.

Η επίθεση των Βορείων εκδηλώθηκε μετά από βομβαρδισμό με όλμους και ρουκέτες περί τις 03.00 τη νύχτα. Το έμπειρο σε επιχειρήσεις 275ο Σύνταγμα Βιετκόνγκ επιτέθηκε στη βορινή περίμετρο, ενώ ένα τοπικό τάγμα Βιετκόνγκ προσέβαλε στο πλαίσιο μίας επίθεσης αντιπερισπασμού την οχυρωμένη με έργα οχύρωσης ανατολική πλευρά.

Επιπρόσθετα, σκαπανείς Βιετκόνγκ διείσδυσαν στην τεράστια περιοχή αποθήκευσης πυρομαχικών βόρεια του Λονγκ Μπιέν, ενώ το 275ο Σύνταγμα Βιετκόνγκ επιτέθηκε στη Μπιέν Χόα. Οι αμυνόμενοι πιέστηκαν σοβαρά, και μόνο η αποστολή ενισχύσεων έσωσε την κατάσταση, την επόμενη ημέρα.

Όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι, αν και ενισχύθηκαν με τέσσερις λόχους πεζικού, σχεδόν ανατράπηκαν. Τα κύματα των Βορείων έσπαγαν μεν το ένα μετά το άλλο στην αμυντική περίμετρο, εξαντλώντας όμως τους αμυνόμενους. Ήταν εμφανές ότι η αντίσταση θα κατέρρεε εάν δεν έφταναν και νέες ενισχύσεις. Οι Αμερικανοί φάνηκαν τυχεροί στην περίπτωση αυτή.

Σχεδόν μισή ώρα μετά την αρχική προσβολή με πυρά, οι Αμερικανοί έστειλαν τεθωρακισμένες δυνάμεις, το 2/47 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού, να σπάσουν τον κλοιό των Βορείων. Τα αμερικανικά τεθωρακισμένα διασκόρπισαν με ευκολία τις βορειοβιετναμέζικες καλυπτικές δυνάμεις και, παρά την απώλεια δύο τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού Μ113, κατόρθωσαν να φτάσουν μέχρι τα νώτα των βορειοβιετναμέζικων δυνάμεων, οι οποίες ετοιμάζονταν εκείνη τη στιγμή για την τελική επίθεση κατά της αμυντικής περιμέτρου των πολιορκημένων  Αμερικανών.

Τα αμερικανικά τεθωρακισμένα εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τη συγκυρία και άνοιξαν πυρ με ό,τι είχαν διαθέσιμο. Με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας, αερομεταφέρθηκε στην αεροπορική βάση Μπιέν Χόα το 2ο Τάγμα του 560ου Συντάγματος Πεζικού. Παράλληλα το 11ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Τεθωρακισμένου Ιππικού («Blackhorse Regiment») μετά από σύντονη πορεία 12 ωρών έφθασε στο Λονγκ Μπιέν μέσα στην ημέρα.

Αυτό που ακολούθησε δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Από ελάχιστη απόσταση τα «πενηντάρια» (πολυβόλα 12,7 χιλ.) των Μ113 ACAV άνοιξαν μαζικά πυρ κατά των συγκεντρωμένων για την επίθεση Βορείων και Βιετκόνγκ και τους κατακρεούργησαν. Άνδρες κομματιάζονταν από τα βλήματα των βαρέων πολυβόλων, ανθρώπινα μέλη διασκορπίζονταν στο πεδίο της μάχης.

Οι Βόρειοι δεν άντεξαν για πολύ το σφυροκόπημα και πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή, επιτρέποντας στους άνδρες της τεθωρακισμένης αμερικανικής φάλαγγας να ενωθούν με τους πολιορκημένους συναδέλφους τους. Επρόκειτο για σοβαρότατη ήττα των Βορείων, και μάλιστα από τις πλέον αιματηρές που υπέστησαν κατά την επίθεση του Τετ.

Τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου και συγκεκριμένα περί ώρα 02.47 επίθεση δέχθηκε και η αμερικανική πρεσβεία στη Σαϊγκόν, ένας στόχος συμβολικός για τους Βόρειους. Κι εδώ προβλεπόταν να ανοίξει τον δρόμο μια ολιγομελής ομάδα εφόδου, η οποία κατόπιν θα ενισχυόταν με ισχυρές δυνάμεις.

Και σε αυτή την περίπτωση η επίθεση εκδηλώθηκε και εξελίχθηκε με τον ίδιο τρόπο. Ομάδα από 19 σκαπανείς που ανήκαν στο Τάγμα C-10, σε γκαράζ κοντά στην πρεσβεία επιβιβάστηκαν σε ένα μικρό φορτηγό Peugeot και ένα ταξί για να προσεγγίσουν τον στόχο τους.

Κατά τη διαδρομή τους στη λεωφόρο Θονγκ Νουτ  τους εντόπισε ένας Νοτιοβιετναμέζος αστυνομικός που, αν και κινούνταν χωρίς προβολείς, προτίμησε να μην τους αναγνωρίσει. Την ίδια στάση κράτησαν και τέσσερις ακόμη Νοτιοβιετναμέζοι αστυνομικοί που επάνδρωναν ένα φυλάκιο της εξωτερικής περιμέτρου άμυνας της πρεσβείας.

Στη συνέχεια οι επιτιθέμενοι ενέπλεξαν δύο Αμερικανούς μέλη της Στρατιωτικής Αστυνομίας που εκτελούσαν καθήκοντα φρουρού. Αυτοί ανταπάντησαν στα πυρά και έκλεισαν τη μεταλλική πύλη σφραγίζοντας την πρεσβεία από τον έξω κόσμο, ενώ ταυτόχρονα σήμαναν συναγερμό.

Οι επιτιθέμενοι με εκρηκτικό γέμισμα άνοιξαν μία τρύπα διαμέτρου 1 μέτρου στον ύψους 2,5 περίπου μέτρων εξωτερικό περίβολο της πρεσβείας και εισήλθαν στην εσωτερική αυλή με επικεφαλής τους δύο αξιωματικούς τους.

Οι δύο φρουροί άνοιξαν πυρ, σκοτώνοντας τους αξιωματικούς, αλλά στη συνέχεια φονεύτηκαν και αυτοί. Νεκροί έπεσαν επίσης και άλλοι δύο Αμερικανοί που επέβαιναν ενός περιπολούντος τον εσωτερικό περίβολο της πρεσβείας τζιπ και οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς το σημείο της συμπλοκής μόλις αντελήφθησαν τους πυροβολισμούς.

Έχοντας ξεπεράσει το πρώτο εμπόδιο, οι επιτιθέμενοι πήραν θέσεις μάχης στον κήπο της αυλής της πρεσβείας και, σε μια συμβολική πράξη, ανατίναξαν με αντιαρματικό εκτοξευτή τον θυρεό της πρεσβείας, επάνω από την κύρια είσοδο του κτιρίου. Κατόπιν περίμεναν τις προβλεπόμενες ενισχύσεις για να προχωρήσουν στην έφοδο κατά του κτιρίου καθαυτού. Μάταια όμως. Οι ενισχύσεις δεν ήρθαν ποτέ.

Οι Αμερικανοί απομόνωσαν άμεσα τη γύρω περιοχή και, μόλις ξημέρωσε, αφού στη διάρκεια της νύχτας δεν μπορούσαν να διακρίνουν την τρύπα στον εξωτερικό τοίχο και τα πυρά του εχθρού τούς κρατούσαν καθηλωμένους, εξουδετέρωσαν από αέρος με ελικόπτερα και τους διεισδύσαντες εχθρούς.

Η επίθεση κατά της πρεσβείας είχε εύκολα αποκρουστεί. Κι όμως, η νικηφόρα αυτή μάχη δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στοίχισε τους Αμερικανούς τον πόλεμο!

Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι διέμεναν σε καταλύματα πολύ κοντά στην πρεσβεία, έσπευσαν να καλύψουν την κατά της πρεσβείας επίθεση, βασιζόμενοι στα λόγια απλών στρατιωτών, που στη σύγχυση της μάχης δεν είχαν ακριβή εικόνα της κατάστασης ούτε της εχθρικής δύναμης, μετέδωσαν την είδηση πως η πρεσβεία, ή έστω μέρος του κτιρίου, είχε καταληφθεί από τους Βιετκόνγκ!

Το πρώτο τηλεγράφημα με τα νέα της επίθεσης έφυγε μόλις 15 λεπτά μετά την έναρξή της από τον ανταποκριτή του Associated Press (AP). Τα νέα αυτά προκάλεσαν δυσάρεστη έκπληξη στις ΗΠΑ, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε φρίκη και σχεδόν σε πανικό όταν, μετά την εκκαθάριση της αυλής της πρεσβείας, εισέβαλαν σε αυτήν τα αμερικανικά τηλεοπτικά συνεργεία, μεταδίδοντας απευθείας εικόνες των νεκρών Βορειοβιετναμέζων και Αμερικανών, και εικόνες που αποτύπωναν την αναστάτωση που, όπως ήταν φυσικό, επικρατούσε.

Ο Γουεστμόρλαντ, προσπάθησε να περιορίσει τον αντίκτυπο αποκαθιστώντας την αλήθεια μέσα από μια συνέντευξη Τύπου, που έλαβε χώρα στις 09.20 το πρωί εντός της πρεσβείας, και στην οποία δήλωσε ότι η πρεσβεία ουδέποτε καταλήφθηκε. Κανείς δημοσιογράφος όμως δεν τον πίστεψε. Η ζημιά είχε γίνει για τους Αμερικανούς, και οι συνέπειές της πλέον ήταν αδύνατον να ελεγχθούν. Η ιστορία αυτή διδάσκει ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται μόνο στο πεδίο της μάχης αλλά και σε αυτό της πληροφόρησης και της προπαγάνδας, πράγμα που οι Αμερικανοί τουλάχιστον αντιλήφθηκαν πλήρως και φρόντισαν να μην επαναλάβουν τέτοιου τύπου λάθη στις επόμενες πολεμικές συγκρούσεις (σ.σ.: το δίδαγμα όμως δεν εμπέδωσε η Ελλάδα – βλέπε Ίμια).

Σε στρατιωτικό επίπεδο πάντως η μάχη της Σαϊγκόν έληξε ουσιαστικά στις 17.00 της 1ης Φεβρουαρίου, όταν και οι τελευταίες επιθέσεις των Βορείων είχαν πλέον αποκρουστεί. Η μάχη της Σαϊγκόν είχε κρατήσει 17 ώρες και είχε λήξει με την απόλυτη επικράτηση των Αμερικανών και των συμμάχων τους.

Φυσικά οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην πόλη κράτησαν μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1968. Αφορούσαν όμως περισσότερο «αστυνομικού» τύπου επιχειρήσεις –συλλήψεις πρακτόρων και ανταρτών που είχαν κρυφτεί στην πόλη– και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ακραιφνώς στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Άλλωστε η αποτυχία των Βορείων στη Σαϊγκόν αναγνωρίστηκε και από τους ίδιους, ήδη από την 1η Φεβρουαρίου, όταν από το αρχηγείο του στρατηγού Γκιάπ δόθηκε η διαταγή παύσης των επιθέσεων στην πόλη.

Η παλαιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα

Η Χουέ ήταν για αιώνες πρωτεύουσα της βιετναμέζικης αυτοκρατορίας. Οι κυβερνήτες της είχαν κερδίσει μεγάλη αίγλη και δόξα, αποκρούοντας τις κινεζικές επιθέσεις από τον 10ο έως το 17ο αιώνα μ.Χ. Στην περίοδο του πολέμου ήταν μια απλή ένδοξη επαρχιακή πρωτεύουσα με περίπου 140.000 κατοίκους, αλλά και συγκοινωνιακός κόμβος, που έλεγχε τις οδεύσεις προς τον Βορρά.

Τα τείχη της είχαν κατασκευαστεί με τη βοήθεια των Γάλλων περί το 1800, ενώ ως πρότυπο είχαν την απαγορευμένη πόλη του Πεκίνου.

Η πόλη απείχε ελάχιστα χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Βόρειο Βιετνάμ. Ως εκ τούτου ήταν ευπρόσβλητη, εφόσον οι Βόρειοι ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν πολύ ισχυρές δυνάμεις και να τις ρίξουν στην επίθεση εναντίον της.

Επιπρόσθετα της επίθεσης είχε προηγηθεί πολύ λεπτομερειακή σχεδίαση καθώς οι πληροφορίες για την πόλη και την οργάνωση της άμυνας της ήταν πολλές και λεπτομερείς.

Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι ότι είχε συνταχθεί λίστα με 196 στόχους τους οποίους οι επιτιθέμενες δυνάμεις έπρεπε να εξουδετερώσουν, να καταλάβουν ή να καταστρέψουν. Έτσι και έπραξαν.

Σε πρώτο κλιμάκιο, επιτέθηκαν κατά της πόλης τέσσερα τάγματα του Βορειοβιετναμέζικου Στρατού (ένα σύνταγμα) και έξι τάγματα Βιετκόνγκ, μειωμένης σύνθεσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν το 12ο Τάγμα Σκαπανέων και το Τάγμα Σκαπανέων Χουέ, καθώς και ένα τάγμα ρουκετοβόλων. Σύντομα όμως οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν, με ένα επιπλέον σύνταγμα του Βορειοβιετναμέζικου Στρατού.

Τα δύο καλά εξοπλισμένα και εκπαιδευμένα συντάγματα των Βορείων, το 4ο και το 6ο, αποτέλεσαν την κύρια δύναμη εφόδου.

Από την άλλη πλευρά, η Χούε αποτελούσε έδρα της 1ης Μεραρχίας του Νοτιοβιετναμέζικου Στρατού. Καθώς η Χουέ θεωρούνταν «ανοιχτή» πόλη, οι δυνάμεις της μεραρχίας είχαν αναπτυχθεί αμυντικά εκτός της πόλης στην ευρύτερη περιοχή. Λόγω δε της γιορτής του Τετ όμως η συντριπτική πλειοψηφία των ανδρών της είχε λάβει εορταστική άδεια.

Έτσι, ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, ταξίαρχος Νγκο Κουάγκ Τρουόνγκ, είχε στη διάθεσή του, στην αρχή της μάχης, μόνο έναν νοτιοβιετναμέζικο λόχο, με έδρα το αρχηγείο του και τη φρουρά του κτιρίου της συμμαχικής Στρατιωτικής Διοίκησης, όπου στεγάζονταν Αυστραλοί και Αμερικανοί στρατιώτες.

Επίσης, σε μικρή απόσταση από την πόλη –13 χμ. νότια– βρισκόταν η αμερικανική βάση του Σώματος των Πεζοναυτών, Φου Μπάι. Εκεί στάθμευαν τέσσερις λόχοι Αμερικανών πεζοναυτών και ήταν επίσης η έδρα του υποδιοικητή της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών ταξιάρχου Φόστερ Λαχούε.

Ο Τρουόνγκ, που θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους ανώτατους αξιωματικούς του Νότιου Βιετνάμ έλαβε το μήνυμα του Γουεστμόρλαντ για ακύρωση της εκεχειρίας και αμέσως συγκέντρωσε το επιτελείο του και το έθεσε σε πλήρη ετοιμότητα.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στις 03.50 της 31ης Ιανουαρίου τα κύματα των Βορείων εισήλθαν στην εορτάζουσα πόλη, αιφνιδιάζοντας τους πάντες.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι στις 30 Ιανουαρίου μία αμερικανική μονάδα υποκλοπών υπέκλεψε επικοινωνίες των Βόρειων οι οποίες περιείχαν εντολές προς τις δυνάμεις του να επιτεθούν στην πόλη το ίδιο βράδυ, και τη μεταβίβαση της πληροφορίας στα ανώτερα κλιμάκια, εν τούτοις δεν δόθηκε εγκαίρως συναγερμός στις αμυνόμενες δυνάμεις.

Μόνο το αρχηγείο του Τρουόνγκ, το οποίο φύλασσαν οι «Μαύροι Πάνθηρες» («Χοκ Μπάο»), ο οργανικός λόχος αναγνώρισης της 1ης Μεραρχίας, και το κτίριο της Συμμαχικής Διοίκησης Στρατιωτικής Βοηθείας Βιετνάμ MACV (Military Assistance Command-Vietnam) δεν έπεσαν στα χέρια των Βορειοβιετναμέζων.

Ολόκληρη η υπόλοιπη πόλη καταλήφθηκε σε περίπου δύο ώρες και μία τεραστίων διαστάσεων κόκκινη-μπλε-χρυσή σημαία των Βιετκόνγκ κυμάτιζε στην ακρόπολή της. Αμέσως άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου εκκαθαρίσεων. Εκατοντάδες «αντιδραστικοί» πολίτες και αξιωματούχοι συνελήφθησαν.

Ο κατάλογος των προγραφέντων είχε ήδη συνταχθεί πριν την επίθεση και περιλάμβανε κρατικούς αξιωματούχους, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και της αστυνομίας, τοπικούς πολιτικούς ηγέτες και όλους τους ξένους υπηκόους πλην των Γάλλων. Στην πραγματικότητα, πολλές χιλιάδες αντιφρονούντων εκτελέστηκαν από τους κομμουνιστές.

Ταυτόχρονα οι επιτιθέμενοι απελευθέρωσαν περίπου 2.500 κρατούμενους που βρίσκονταν στις φυλακές της πόλης. Από αυτούς, περίπου 500 οπλισμένοι με οπλισμό που επίσης «απελευθερώθηκε» από οπλοστάσια που είχαν καταληφθεί εντός της πόλης συμμετείχαν στις μάχες κατά των συμμαχικών δυνάμεων.

Μέσα στην πόλη η κατάσταση εξελισσόταν σε τραγική για τους λιγοστούς πολιορκημένους. Είχαν ζητήσει ενισχύσεις, χωρίς όμως να γνωρίζουν το μέγεθος της απειλής που αντιμετώπιζαν, από την πλέον προφανή πηγή, τη βάση των Πεζοναυτών στο Φου Μπάι.

Ο ταξίαρχος Λαχούε, έστειλε σε βοήθεια των πολιορκημένων ένα λόχο, για την ακρίβεια δυόμιση διμοιρίες του Λόχου «Α» του 1/1 Τάγματος που επέβαιναν επί φορτηγών οχημάτων, που κατά την πορεία τους προς την πόλη συνενώθηκαν με τέσσερα άρματα μάχης M48. Η μικρή αυτή δύναμη κινήθηκε άμεσα προς την πόλη. Λίγο πριν εισέλθει όμως σε αυτήν, έπεσε σε ενέδρα των Βορείων και καθηλώθηκε από τα φονικά εχθρικά πυρά, υφιστάμενη απώλειες.

Ο επικεφαλής της, λοχαγός Γκόρντον Μπάστλερ διέταξε τους άνδρες του να εγκαταλείψουν τα φορτηγά και να επιβούν επί των αρμάτων μάχης.

Στη συνέχεια, ανεβαίνοντας και ο ίδιος στο επικεφαλής άρμα μάχης, διέταξε τη μικρή δύναμη να επιτεθεί μέσα σε ένα ορυμαγδό πυρών όλμων, αντιαρματικών ρουκετών και πυρών ελεύθερων σκοπευτών. Ζήτησε επίσης βοήθεια με τον ασύρματο από το Φου Μπάι και ο Λαχούε έστειλε άλλον ένα λόχο πεζοναυτών.

Ο δεύτερος λόχος, ο «Golf» του 2/5 Τάγματος με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Μάρκους Γκράβελ έφτασε στις θέσεις των καθηλωμένων πεζοναυτών και ενώθηκε μαζί τους. Εξουδετερώνοντας αργά αλλά σταθερά την εχθρική αντίσταση, οι δύο λόχοι, ή καλύτερα ό,τι είχε απομείνει από αυτούς, έφθασαν τελικά με υπερπροσπάθεια στο στρατόπεδο της Συμμαχικής Διοίκησης MACV.

Καθώς λάμβανε χώρα η αεροδιακομιδή των τραυματιών ο Γκράβελ έλαβε νέες διαταγές από τον Λαχούε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του και να κινηθεί προς το στρατηγείο της 1ης Μεραρχίας του Νότιου Βιετνάμ ώστε να συνενωθεί με τις δυνάμεις του ταξιάρχου Τρουόνγκ.

Παρά τις εντονότατες διαμαρτυρίες του, ο Λαχούε επέμενε στην εκτέλεση της διαταγής του που προέβλεπε την προέλαση της δύναμης του Γκράβελ κατά μήκος του ποταμού και διαμέσου της ακρόπολης. Βλέποντας περί τους 50 άνδρες του νεκρούς ή τραυματίες ο Γκράβελ, εξαιρετικά εξοργισμένος με την αδυναμία των ανωτέρω κλιμακίων να αντιληφθούν την ακριβή κατάσταση, διέταξε υποχώρηση.

Μόνο τότε ο Λαχούε αντιλήφθηκε το κρίσιμο της κατάστασης και ζήτησε την αποστολή σοβαρών ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις όμως έφτασαν το βράδυ της 2ας προς 3η Φεβρουαρίου. Και άρχισαν την αντεπίθεση το πρωί της 3ης Φεβρουαρίου. Μέχρι τότε οι πολιορκούμενοι θύλακες Αμερικανών, Αυστραλών και Νοτιοβιετναμέζων αντιμετώπισαν μόνοι τους τα κύματα των εχθρικών επιθέσεων.

Την πρώτη αντεπίθεση εκτέλεσαν τρεις λόχοι Πεζοναυτών, υποστηριζόμενοι από άρματα μάχης Μ48. Μετά από άγριες οδομαχίες 14 ωρών, οι Αμερικανοί ανακατέλαβαν το κτίριο του υποθηκοφυλακείου της πόλης και προήλασαν προς το ταχυδρομείο.

Οι Βόρειοι αντέταξαν φανατισμένη άμυνα και για το κάθε κτίριο, για την κάθε οικία, έπρεπε να δοθεί σκληρή μάχη με τις χειροβομβίδες. Ήδη στην περιοχή είχε σπεύσει ολόκληρη η 1η Μεραρχία Πεζοναυτών από τον Νότο και δυνάμεις της περίφημης 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, οι οποίες με κάθετη υπερκέραση βρέθηκαν στα νώτα των Βορείων, αποκόπτοντας μεγάλο αριθμό τους στην πόλη. Έτσι, οι Βόρειοι από πολιορκητές έγιναν πολιορκημένοι. Δεν κατέθεσαν όμως τα όπλα.

Οι μάχες συνεχίστηκαν. Οι Αμερικανοί πέτυχαν των απεγκλωβισμό των πολιορκημένων –η κατάσταση των οποίων ήταν πλέον τραγική– και συνέχισαν την εκκαθαριστική επιχείρηση. Μεγάλες μάχες δόθηκαν για την ανακατάληψη των ερειπίων της καθολικής εκκλησίας και του αθλητικού κέντρου της πόλης. Στις 13 Φεβρουαρίου, μετά από άγριες συγκρούσεις, με μεγάλες απώλειες, κυρίως Βορείων, τα τμήματα της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών, ενώθηκαν στο μέσο της πόλης με τμήματα της 101ης Μεραρχίας. Οι Βόρειοι είχαν κοπεί στα δύο. Αλλά και πάλι δεν παραδόθηκαν.

Αποσύρθηκαν στο παλαιό ανάκτορο που δέσποζε της πόλης και αμύνθηκαν εκεί μέχρις εσχάτων. Μία εβδομάδα διήρκεσε η μάχη του ανακτόρου και μόλις στις 24 Φεβρουαρίου εκκαθαρίστηκε και η τελευταία νησίδα αντίστασης στο κατεστραμμένο ανάκτορο. Η μάχη της Χουέ έληγε μετά από 25 σχεδόν ημέρες.

Η μάχη των 26 ημερών άφησε πίσω της μια εντελώς ρημαγμένη πόλη. Περισσότερα από 10.000 σπίτια είχαν καταστραφεί και 116.000 κάτοικοι είχαν μείνει άστεγοι. Άλλοι 5.800 κάτοικοι είχαν εκτελεστεί ή απαχθεί από τους κομμουνιστές. Αλλά και Βόρειοι είχαν υποστεί συντριπτικές απώλειες, χάνοντας περισσότερους από 5.500 άνδρες και 89 αιχμαλώτους.

Οι αμερικανικές απώλειες ήταν επίσης βαριές, αφού ξεπέρασαν τους 216 νεκρούς (142 στρατιώτες και 74 Πεζοναύτες) και τους 1.364 τραυματίες (507 στρατιώτες και 857 Πεζοναύτες), ενώ οι απώλειες των Νοτιοβιετναμέζων ανήλθαν σε 384 νεκρούς και 1.800 τραυματίες.

Έτσι, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους πέτυχαν μια «ακριβή» σε αίμα νίκη και οι Βόρειοι κέρδισαν τις εντυπώσεις, εφόσον είχαν κατορθώσει να κυριεύσουν έναν συμβολικό στόχο, όπως η Χουέ, και να τον διατηρήσουν για τόσες μέρες, αναγκάζοντας τους Αμερικανούς να ρίξουν στη μάχη μεγάλες δυνάμεις για να ανακαταλάβουν την πόλη.

Πέραν όμως των επιθέσεων στη Σαϊγκόν και στη Χουέ, οι Βόρειοι επιτέθηκαν και σε δεκάδες ακόμα πόλεις. Μία από αυτές ήταν και η Ντα Ναγκ, δεύτερη σε πληθυσμό πόλη του Νότιου Βιετνάμ και έδρα του 1ου Σώματος του Νοτιοβιετναμέζικου Στρατού. Η επίθεση εκδηλώθηκε και εδώ με σφοδρότητα, αλλά αποκρούστηκε σχετικά εύκολα με τη συνδρομή της Αμερικανικής Αεροπορίας.

Τα επιτιθέμενα τμήματα απομονώθηκαν από την Αεροπορία και την επομένη εξοντώθηκαν με συγκεντρωτική αντεπίθεση. Σκληρές μάχες σημειώθηκαν και νότια της Σαϊγκόν. Οι Βόρειοι κατόρθωσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να θέσουν, για μερικές ώρες ή –στην καλύτερη για αυτούς περίπτωση– μερικές μέρες υπό τον έλεγχό τους μερικές επαρχιακές πόλεις και την αμερικανική βάση στο Λανγκ Βέι.

Η απόλυτη όμως αμερικανική αεροπορική υπεροχή απετέλεσε συντριπτικό παράγοντα για την ανατροπή των βορειοβιετναμέζικων σχεδίων. Κάθε πραγματική ή έστω πιθανή εχθρική συγκέντρωση βομβαρδιζόταν ανελέητα. Τα διαλυμένα εχθρικά τμήματα αναλάμβαναν στη συνέχεια τα ελικόπτερα και τα «gunships» του Στρατού και της Αεροπορίας.

Έτσι, στις 21 Φεβρουαρίου, ο Γκιάπ δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να παραδεχθεί την ήττα του και να διατάξει την παύση των επιθετικών ενεργειών.

Διαφορετική περίπτωση ήταν η επίθεση κατά της σημαντικότατης αμερικανικής βάσης στο Κε Σαν, στα σύνορα με το Λάος. Κατά της βάσης αναπτύχθηκαν δύο βορειοβιετναμέζικες μεραρχίες. Ωστόσο, η επίθεση εναντίον της βάσης αποτελούσε έναν αντιπερισπασμό του Γκιάπ, για να προσελκύσει εκεί τις αμερικανικές δυνάμεις και εμμέσως εμπλέκεται με την επίθεση του Τετ.

Η επίθεση κατά της βάσης άρχισε στις 20 Ιανουαρίου και συνεχίστηκε για 77 ημέρες.

Τέλος, σκληρές συγκρούσεις έγιναν και στα κεντρικά υψίπεδα. Αυτές διήρκεσαν μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου, ώστε οι Βορειοβιετναμέζοι και οι Βιετκόνγκ να αντιληφθούν ότι μετά από πολύ αιματηρές για τους ίδιους επιθέσεις τίποτε ουσιαστικό δεν επετεύχθη.

Ανέλπιστη νίκη

Οι τελευταίες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που σχετίζονταν με την επίθεση του Τετ έληξαν στα μέσα Μαρτίου 1968. Η επίθεση είχε αποτύχει ολοσχερώς ως προς όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της στόχους. Ούτε εξέγερση του λαού του Νότιου Βιετνάμ έγινε ούτε έδαφος κατελήφθη ούτε έστω μια σημαντική στρατιωτική επιτυχία δεν σημειώθηκε.

Παρ’ όλα αυτά η επίθεση του Τετ πέτυχε τον στόχο της και εν πολλοίς έδωσε τη νίκη στους Βορείους. Οι καλύτεροι σύμμαχοι του Γκιάπ για τη επίτευξη αυτού του αποτελέσματος αποδείχθηκαν τελικά τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Η αμερικανική κοινή γνώμη βομβαρδίστηκε με πληροφορίες, που άλλοτε αλήθευαν και άλλοτε όχι, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της να αρχίζει να απαιτεί τον τερματισμό της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο. Μοιραία, η αμερικανική πολιτική ηγεσία, υπό το βάρος του πολιτικού κόστους, αναγκάστηκε να μεταβάλει τη στρατηγική της. Αργότερα ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Νίξον κέρδισε την εξουσία με σύνθημα την αμερικανική απεμπλοκή από το Βιετνάμ.

Ήδη, όμως, τρεις μήνες μετά τη συντριβή της επίθεσης, οι Αμερικανοί ξεκίνησαν στις 13 Μαΐου 1968 συνομιλίες με τους Βορειοβιετναμέζους στο Παρίσι. Στόχος τους ήταν η σταδιακή τους απεμπλοκή από τον πόλεμο και η μετάθεση των ευθυνών στους Νοτιοβιετναμέζους συμμάχους τους, η λεγόμενη «βιετναμοποίηση» του πολέμου. Από εκείνη τη στιγμή ο πόλεμος είχε χαθεί. Και μόνο που οι Αμερικανοί δέχθηκαν να αρχίσουν συνομιλίες με τους Βορείους, ο σκοπός τους άρχισε να γίνεται ξεκάθαρος.

Ο πόλεμος θα διαρκούσε για άλλα επτά χρόνια. Όλοι όμως γνώριζαν πια τον τελικό νικητή.

Οι ίδιοι οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι ο Νοτιοβιετναμέζικος Στρατός και το απόλυτα διεφθαρμένο καθεστώς της Σαϊγκόν δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να τα βγάλουν πέρα με τους Βορείους, παρά τα σύγχρονα όπλα και την εκπαίδευση που τους παρείχαν.

Αν και ο πόλεμος κλιμακώθηκε μεταξύ των ετών 1969-73, με την εμπλοκή του Λάος και της Καμπότζης, τον Ιανουάριο του 1973, πέντε έτη μετά το Τετ, υπογράφτηκε η επίσημη κατάπαυση του πυρός μεταξύ ΗΠΑ και Βορείου Βιετνάμ. Οι Νότιοι δεν άντεξαν μόνοι τους ούτε δύο χρόνια.

Σύντομα σαρώθηκαν από τις δυνάμεις των Βορείων, οι οποίες στις 30 Απριλίου 1975 κατέλαβαν και τη Σαϊγκόν, τερματίζοντας υπέρ τους τον πόλεμο.

Όπως προαναφέρθηκε, για τους Αμερικανούς η επίθεση του Τετ αποτέλεσε, παρά τη νίκη τους, την ταφόπλακα της εμπλοκής τους στο Βιετνάμ. Ωστόσο, τα διδάγματα εκείνης της επίθεσης μελετήθηκαν σε βάθος και εξήχθησαν τα αναγκαία συμπεράσματα.

Έτσι, κατά τις επόμενες επεμβάσεις των ΗΠΑ, στο Ιράκ για παράδειγμα, είχε εφαρμοστεί η κατάλληλη προπαγάνδα ώστε η αμερικανική κοινή γνώμη να προσανατολιστεί υπέρ της επικείμενης επέμβασης και να αποφευχθεί σοβαρή τουλάχιστον εσωτερική αντίδραση στα σχέδια των γερακιών του Πενταγώνου.

Για αυτό οι «ειδικοί» ακόμα αναζητούν τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του καταδικασμένου σε θάνατο Σαντάμ Χουσεΐν…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.