Η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου, συνιστά μία διαχρονική πρακτική του εκάστοτε καθεστώτος το οποίο ίνα αποσείσει τις ιδικές του εθύνες ένεκεν μη θεμιτών πράξεων και παραλείψεων εις βάρος των πολιτών, αστυνόμευε την σκέψη των αντιφρονούντων, διώκοντας τους απηνώς, ως επικίνδυνους δήθεν για την Δημοκρατία.

Η πρακτική αυτή, της κατάχρησης εξουσίας από το εκάστοτε καθεστώς, καίτοι, περιάπτεται του μανδύα, της δημοκρατίας, κατ’ ουσίαν, υποκρύπτει, εις την βάση του, έναν ιδιάζοντα ολοκληρωτισμό, δυνάμει του οποίου το εκάστοτε καθεστώς, δρα κεκαλυμμένα ως οιονεί σιδηρούν παραπέτασμα, στραγγαλίζοντας δηλαδή τις ατομικές ελευθερίες, επιβάλλει δια πυρός και σιδήρου, λίνα μονολιθικώς να επιβάλλει την μονολιθικότητα της αδιαμφισβήτητης αυθεντικής πολιτικής άποψης.

Η δε άποψη αυτή εγκαθιδρύεται δια μέσου του ορυμαγδού της φαιάς προπαγάνδας των μέσων μαζικής ενημερώσεως, τα οποία συντεταγμένα, ενεργούν ως κύμβαλα αλαλάζοντα, εν άλλοις λόγοις, έμμισθα φερέφωνα του συστήματος, ίνα διασφαλίσουν την εγκυρότητα, της, δια του συστήματος, προβαλλόμενη έγκριτη άποψη, ανεξαρτήτως εάν καθίσταται αντικειμενική ή δίκαιη δια τον λαόν.

Οι πρακτικές αυτές ίσχυαν έκπαλαι, απλώς σήμερον, οι νέες τεχνολογίες των ραδιοτηλεοπτικών μέσων καθώς και των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως, επιταχύνουν την διάχυση της ψευδούς πληροφορήσεως, ως πρόσφορο και ικανό μέσο προκειμένου να επιτευχθούν οι διάφοροι καθεστωτικοί χειρισμοί αμελλητί και ακονιτί.

Ως εκ τούτου λοιπόν, οι αντιρρησίες συνειδήσεως, οι αντιφρονούντες και διαφωνούντες πέμπονται εις την κλίνη του προκρούστη, εξοστρακίζονται από τον δημόσιο βίο και βάλλονται πολλαχώς και κυκλωτερώς από την ανυπέρβλητη δυναμική της τηλεοπτικής γόμωσης της ψευδούς ενίοτε ειδησεογραφίας.

Οι τρόπον τινά «δαιμονικές» τοιαύτες πρακτικές, δεν εξαντλούνται περιοριστικά εις τα μέσα μαζικής ενημερώσως, ως βραχεία χειρί της εκάστοτε συστήματος, διότι ως θεραπαινίδα επιβολής αυτών, εν ταυτώ, ψηφίζονται εξοντωντικοί νόμοι, οι οποίοι επιστρατεύονται προς δίωξη των αντιρρησιών, και προς επίρρωση της επιβλητέας καθεστωτικής απόψεως.

Ενδεικτικό είναι ο Νόμος περί διασποράς ψευδών ειδήσεων καθώς και το Νόμος περί ρατσισμού, περί ρητορικής μίσους, δηλαδή δύο ποινικά αδικήματα, εις την υπόστατασή τους, επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, όπως : ποιά συμπεριφορά λογίζεται και ποια ποιοτικά κριτήρια ως ποινικά κολάσιμη ή εν γένει αξιόποινη με αποτέλεσμα να συνεπιφέρει ακολούθως την  διώξη, οιουδήποτε αμφισβητεί την θέσμια άνωθεν επιβεβλημένη, αναιτιολόγητα κρατούσα, καθότι ευθυγραμμίζεται αμέσως και ευθέως με τα προτάγμα της πολιτικής ορθότητας;

Οι σύγχρονες αυτές συνθήκες, μας ωθούν να  αναπτυσσόμαστε είς μια ψαθυρή και εύθρυπτη κινούμμενη άμμο, με συνέπεια, εις μία δημοκρατική κοινωνία, να λογοκρινόμαστε εμμέσως πλην σαφώς δια της απόψεώς μας και να φαλκιδεύετε οποιαδήποτε άποψη, επικριτική ή βελτιωτική η οποία εναντιώνεται σφόδρα εις την δεσπόζουσα κρατική ή εκάστοτε κυβερνητική.

Ως εκ τούτου λοιπόν, το κράτος δικαίου συρρικνώνεται, το Σύνταγμα ποδοπατείται και πλέον αδυνατεί να ακολουθήσει την πέραν της Συνταγματικής ηθικής και ορθότητας,, τον πολιτικό ανορθολογισμό της εκάστοτε κυβερνήσεως, η οποία επιβάλλει δια παντοίων τρόπων, την δική της οιονεί νομιμόητα.

Πέραν από το ως άνω γενικό πλαίσιο, ασφαλώς υφίσταται και το ειδικότερον πλαίσιο, του ιδιαζόντως επαχθούς και ατιμωτικού εκγλήματος της συκοφαντικής δυσφημίσως δια του οποίου, οι πολιτικοί, ενστερνιζόμενοι ενσυνειδήτως, την ρήση «φωνάζει ο  κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης» όπερ και τούτο σημαίνει ότι υφίσταται προπαρασκευασμένη από καιρό η μηχανή της ηθικής εξόντωσης των πολέμιων μίας κατεστημένης αντιλήψεως.

Ως εκ τούτου, η ποινικοποίηση των φρονημάτων και η αστυνόμευση της ιδιωτικής σκέψης και η λογοκρισία της διαφορετικής γνώμης και άποψης απάδει προς τα σύγχρονα αστικά δημοκρατικά πολιτεύματα, άγοντας την κοινωνία προς άλλες εποχές.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Άρα ποιο είναι το διακύβευμα της σημερινής δημοκρατίας μας;