Στις 26 Δεκεμβρίου 1991 διαλύθηκε και επισήμως η πρώην Σοβιετική Ένωση, ως απόρροια της διαρκώς επιταχυνόμενης διαδικασίας ανεξαρτητοποίησης των επιμέρους πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών.

Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί το πρώτο ανεξάρτητο Ουκρανικό Κράτος, καθώς ήδη το 1990 είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές και στις 24 Αυγούστου του 1991 είχε αποφασιστεί η ανεξαρτησία της χώρας, απόφαση που επικυρώθηκε με δημοψήφισμα τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.

Το νέο κράτος είναι η δεύτερη σε έκταση χώρα της Ευρώπης, μετά τη Ρωσία, στο γεωγραφικό χώρο που ιστορικά ονομάζεται «Μικρή Ρωσία». Πρωτεύουσα είναι το Κίεβο, η αδιαμφισβήτητη μήτρα του σημερινού ρωσικού έθνους, το οποίο πήρε σάρκα και οστά όταν μπολιάστηκε με τα νάματα της Ορθοδοξίας. Αλλά αυτή η ιστορική αφετηρία είναι και το ίδιο το πρόβλημα του σήμερα, αφού η ταυτότητα των σημερινών πολιτών της Ουκρανίας αποτελεί πολιτικό, εκκλησιαστικό και ιστορικό διακύβευμα!

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία! Οι ανατολικοί Σλάβοι ή Ρώσοι εγκαταστάθηκαν στις στέπες βόρεια του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου. Η χριστιανική πίστη τους ήταν γνωστή πριν από το πρώτο μισό του 9ου αιώνα, χωρίς να έχουν δεχθεί κάποια ιεραποστολή.

Οι Χάζαροι και οι Τούρκοι γείτονές τους βρίσκονταν ήδη κάτω από την επιρροή του Ισλάμ. Την ίδια εποχή, Σκανδιναβοί (οι γνωστοί μας Βάραγκοι) τυχοδιώκτες και έμποροι εγκαταστάθηκαν ανάμεσα σε αυτά τα σλαβικά φύλα και ανέλαβαν την ηγεσία τους, αναδιοργανώνοντας τις δομές των σαφώς λιγότερο εξελιγμένων κοινωνιών τους.

Οι Σκανδιναβοί έμποροι Ασκόλντ και Ντιρ εγκαταστάθηκαν στο Κίεβο στα μέσα του 9ου αιώνα και μετέτρεψαν τον οχυρωμένο τόπο με τα αγροτόσπιτα σε σημαντικό παραποτάμιο εμπορικό σταθμό. Οι ίδιοι ηγήθηκαν της αποτυχημένης «εκστρατείας των μονόξυλων» και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 860.

Η «αποτυχία», όμως, τους επέτρεψε να κερδίσουν μια εμπορική συμφωνία με το Βυζάντιο, μετά από παρέμβαση του εν αγίοις οικουμενικού πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος έλαβε ως αντάλλαγμα την αποστολή του πρώτου βυζαντινού επισκόπου στο Κίεβο λίγο πριν το 867. Έτσι άρχισε η διείσδυση της χριστιανικής πίστης στους Ρώσους.

Το βάπτισμα των πρώτων Κιεβινών δεν οδήγησε στον εκχριστιανισμό των Ρώσων, αφού οι νέοι ηγεμόνες του Κιέβου (880-883) ανέτρεψαν το ιεραποστολικό έργο. Η παρουσία, όμως, Ρώσων εμπόρων στο προάστιο του Αγίου Μάμαντα (στις Βλαχέρνες) αποτέλεσε αφετηρία του οριστικού εκχριστιανισμού των Ρώσων, καθώς αυτή η εμπορική κοινότητα δημιούργησε πριν το 945 δική της ενορία με ναό αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία στο Κίεβο.

Τη ραγδαία αύξηση των μελών της χριστιανικής κοινότητας επέφερε το βάπτισμα της μεγάλης ηγεμονίδας του Κιέβου Όλγας (957), αλλά κυρίως η απόφαση του εγγονού της Βλαδίμηρου να προσέλθει στην χριστιανική πίστη και να την καθιερώσει ως επίσημη πίστη στην Κιεβινή Ρωσία (988), με την πρόσκληση Έλληνα μητροπολίτη.

Έκτοτε η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεγε τον Μητροπολίτη Κιέβου και υπαγόταν σε αυτήν, παρά περί του αντιθέτου θεωρίες διαφόρων θιασωτών των πανσλαβικών θεωριών. Η Μητρόπολη Κιέβου ανήκε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Πλην δύο εξαιρέσεων σε όλη την προμογγολική περίοδο (998-1240) της Ρωσίας, οι Μητροπολίτες Κιέβου και πάσης Ρωσίας χειροτονήθηκαν και απεστάλησαν από την Κωνσταντινούπολη.

Τον Δεκέμβριο του 1240 το Κίεβο καταλήφθηκε από την Χρυσή Ορδή (τους Μογγόλους) και άρχισε η περίοδος της μογγολικής κυριαρχίας (1240-1462), που χαρακτηρίστηκε από τις επαχθείς συνθήκες στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο του Ρωσικού λαού. Μόνο η ηγεμονία του Νόβγκοροντ δεν υποτάχθηκε, αλλά οι νίκες του ηγεμόνα της Αλέξανδρου Νέφσκυ εναντίον των Σουηδών στον Νέβα (1240) και του γερμανικού τάγματος των Σπαθοφόρων στη λίμνη Τσούνστκ (1242), δεν αποκατέστησαν το γόητρο των ηγεμονιών της Ρωσίας.

Ο Αλέξανδρος Νέφσκυ ίδρυσε το 1260 την ηγεμονία της Μόσχας, με πρώτο ηγεμόνα τον γιο του Δανιήλ (1263-1303). Η ανάπτυξη της ηγεμονίας επί των ηγεμόνων Γιούρι (1303-1325) και Ιβάν Α΄ Καλιτά (1328-1340) είχε ως συνέπεια την κατάκτηση του τίτλου του μεγάλου ηγεμόνα (1328) και την τελική εγκατάσταση στην Μόσχα του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, ο οποίος διέμενε μέχρι τότε στο Βλαδιμήρ λόγω της παρακμής του Κιέβου, χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, ισχυροποιήθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα η ηγεμονία της Λιθουανίας, που ήταν και αυτή τότε μια ορθόδοξη ηγεμονία.

Η σχετική ανεξαρτητοποίηση της Ρωσικής Εκκλησίας το (1459), με την μη εκλογή του Μητροπολίτη Μόσχας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο αποκλεισμός Ελλήνων ιεραρχών μετέτρεψαν τη Ρωσική ιεραρχία σε εθνική, χωρίς στην πράξη να ενισχύουν την εθνική ταυτότητα του Ρωσικού λαού που τόσο επιτυχώς ενδυνάμωσε και διαμόρφωσε η Ελληνική Ιεραρχία. Κατέστησαν μάλιστα, τον Τσάρο ως τον ανώτατο ρυθμιστή των εκκλησιαστικών ζητημάτων διοίκησης. Έτσι, η Εκκλησία της Ρωσίας μετέπεσε από τη δυναστική πολιτική των Μογγόλων κατακτητών στην αυταρχική αυθεντία των τσάρων.

Τα εδάφη της παλαιάς ηγεμονία Κιέβου, πλέον μοιράζονταν ανάμεσα στον Τσάρο, αλλά και τα Βασίλεια της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Οι περιοχές που υπάγονταν στο Βασίλειο της Πολωνίας υπέπεσαν στην οργανωμένη δράση της λατινικής Ουνίας, που με κύριο όργανο τους Ιησουίτες χρησιμοποίησαν κάθε αθέμιτο μέσο ή βίαιο τρόπο για την υλοποίηση των σχεδίων τους.

Στα σχέδια της Πολωνίας συμμάχησε και η Λιθουανία, αφού κοινός εχθρός ήταν η Ρωσία. Για αυτό και η ανασυγκρότηση της Μητρόπολης Κιέβου, αποσκοπούσε αρχικά στην ενίσχυση των Λατινοφρόνων. Η μεγάλη μάχη για την ταυτότητα των τοπικών πληθυσμών είχε μόλις αρχίσει.

Την άμυνα της Ορθοδοξίας ανέλαβαν οι «Αδελφότητες», στο Λβωβ, στη Βίλνα κ.αλ. Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Β´ επιστρέφοντας από τη Μόσχα (1589) χειροτόνησε μητροπολίτη Κιέβου τον Μιχαήλ Ρογκόζ και έξαρχο στη Νότια Ρωσία τον Κύριλλο Τερλέτσκυ. Εγκαινίασε επισήμως μια νέα περίοδο αγώνα εναντίον της Ουνίας και της λατινίζουσας ιεραρχίας. Για την Κωνσταντινούπολη ήταν σαφές, ότι η Μητρόπολη Κιέβου, ως παλαιό εκκλησιαστικό κέντρο όφειλε να παραμείνει στην Ορθοδοξία και την κανονική τάξη.

Το μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεξε η Ορθοδοξία στη διάρκεια της βασιλείας του Σιγισμούνδου Γ´ της Πολωνίας (1587-1632), γνωστού και ως «βασιλέως των Ιησουιτών», ο οποίος είχε ως στόχο και την υποταγή της Ρωσίας. Πράγματι, ομάδα επισκόπων της Μητροπόλεως Κιέβου υπό την πίεση του Σιγισμούνδου Γ´, ζήτησαν την υπαγωγή της Μητρόπολης στον πάπα Ρώμης (1591). Το 1594 αντιπροσωπεία έφθασε στη Ρώμη, αλλά ο πάπας Κλήμης Η´ (1592-1605) τους πρόλαβε και εξέδωσε τη βούλα Ruthenis receptis (1595), με την οποία διακήρυξε την «ένωση» με την πρεσβυτέρα Ρώμη.

Η αντίδραση των Ορθοδόξων στην υποτιθέμενη ένωση ήταν ισχυρή. Συγκλήθηκε σύνοδος στη Βρέστη (6 Οκτωρίου 1596), στην οποία αντιπροσώπευσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο έξαρχός του Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος, και ο έξαρχος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638). Η σύνοδος διασπάστηκε αμέσως σε λατινόφιλους και ορθοδόξους.

Ο επιχώριος επίσκοπος Βλαδιμήρ (ο Υπάτιος Ποτσέι) αρνήθηκε να παραχωρήσει ναό στους ορθοδόξους για να συνεδριάσουν. Παρόλα αυτά ο εκπρόσωπος του οικουμενικού θρόνου κάλεσε τρεις φορές τον μητροπολίτη και τους λατινόφιλους επισκόπους να προσέλθουν στην κανονική σύνοδο. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να προσέλθουν, κήρυξε τις επισκοπές τους σε χηρεία, ενώ η «πράξη της ένωσης» απορρίφθηκε ως αντικανονική. Στην πράξη δύο Αρχιμανδρίτες, εκπροσωπώντας την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου στην Ουκρανία, ακύρωσαν την προσπάθεια άμεσης υπαγωγής των ορθοδόξων στην κυριαρχία της Ρώμης.

Ο Νικηφόρος συνελήφθη και φυλακίσθηκε στο Μαρίενμπουργκ, όπου και πέθανε από την πείνα. Ο μετέπειτα εθνομάρτυρας οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις διέφυγε με περιπετειώδη τρόπο, που θα ζήλευαν και οι σύγχρονες κινηματογραφικές παραγωγές. Ο ίδιος συνέχισε τον αγώνα του για την προάσπιση της Ορθοδοξίας μέχρι το μαρτυρικό του τέλος από τους Τούρκους.

Η σημαντικότερη επιτυχία της πατριαρχίας του ήταν η αποφασιστική συμβολή στην αποτυχία της Πολωνίας να φέρει θετικά για αυτήν αποτελέσματα κατά την εμπλοκή της στις δυναστικές έριδες της Ρωσίας. Ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Α´ εξεδήλωσε την υποστήριξή του στον αγώνα του τσάρου Μιχαήλ Α´ Φιοντόροβιτς Ρομανώφ εμπράκτως, πετυχαίνοντας ο δεύτερος να λάβει από την Υψηλή Πύλη την αναγνώριση του βασιλικού αξιώματος.

Από τότε η Ρωσία μεριμνούσε οφειλετικά υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφού η σύγχρονη πολιτική και εθνική ταυτότητα των Ρώσων διαφυλάχθηκε χάρη στις θυσίες και τις ενέργειές του.

Οι εξελίξεις του 17ου αιώνα είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Το 1593 η Πατριαρχική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως αναβίβασε την Μητρόπολη Μόσχας σε Πατριαρχείο Ρωσίας, τίτλο τον οποίο διατήρησε μέχρι το 1723, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε επισήμως αποδεκτό το σχετικό αίτημα του Μεγάλου Πέτρου για αλλαγή του καθεστώτος της Εκκλησίας Ρωσίας, με την μετονομασία του επισκόπου της Μόσχας εκ νέου σε Μητροπολίτη Μόσχας. Παράλληλα από το 1656 μέχρι το 1709 το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της σημερινής Ουκρανίας περιήλθαν στο Ρωσικό Κράτος.

Από το 1620 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Θρόνου είχε αποκατασταθεί πλήρως η κανονική τάξη στην Μητρόπολη Κιέβου, η Ορθόδοξη ιεραρχία ήταν στέρεα και η Μητρόπολη υπαγόταν κανονικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η κανονική δικαιοδοσία της Μητρόπολης Κιέβου απλωνόταν στην Λιθουανία, στη Λευκορωσία και στην Ουκρανία.

Μετά την προέκταση των Ρωσικών συνόρων (1654), παραχωρήθηκε στον Πατριάρχη Μόσχας η άδεια να χειροτονεί ή να ενθρονίζει τον εκλεγμένο από την κληρικολαϊκή συνέλευση της Μητρόπολης Κιέβου νέο Μητροπολίτη. Ο Μητροπολίτης Κιέβου με την ίδια Πατριαρχική Πράξη του 1686, διατήρησε τον τίτλο του Εξάρχου του Οικουμενικού Θρόνου, ενώ όφειλε σε κάθε λειτουργική πράξη να μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Η σχετική άδεια στον Πατριάρχη Μόσχας παραχωρήθηκαν κατ᾽ οικονομία και μέχρι την πιθανή ανάκλησή της, παρότι η Ιεραρχία της Ουκρανίας απέρριπτε ακόμη και το δικαίωμα αυτής της άδειας, αρνούμενη οι Μητροπολίτες Κιέβου να μετέβαιναν στη Μόσχα είτε για την ενθρόνιση είτε για τη χειροτονία τους, πολύ δε περισσότερο να συμμετέχουν στη Σύνοδο του Πατριαρχείου Ρωσίας. Βεβαίως τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ήταν αναμενόμενο, με πιέσεις στην τοπική ιεραρχία και παραβιάσεις της Πατριαρχικής Πράξης του 1686 από το Πατριαρχείο Ρωσίας.

Όπως σημειώσαμε μετά το 1723 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας έπαψε να φέρει τον τίτλο του Πατριαρχείου. Αλλά οι εξελίξεις του 20ου αιώνα ήταν οδυνηρές για τον ορθόδοξο Ρωσικό λαό. Από το 1917 μέχρι και το τέλος του 1943 η Εκκλησία στη Ρωσία περιήλθε σε κατάσταση δεινών περιπετειών και διωγμών. Μόλις στο τέλος του 1943 επιτράπηκε η εκλογή πατριάρχη Μόσχας, αφού το 1917 και πριν την επικράτηση των Μπολσεβίκων αποφασίστηκε η επιστροφή στο πατριαρχικό σύστημα.

Εκείνη την εποχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκώντας τα κανονικά του δικαιώματα χορήγησε Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Πολωνίας το 1924, η οποία ανήκε στα κανονικά όρια της Μητρόπολης Κιέβου, αλλά δεν βρισκόταν πλέον εντός των ορίων του κράτους της Ρωσίας. Η Πατριαρχική Πράξη αναγνωρίστηκε από το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών πλην του εμπερίστατου Πατριαρχείου Ρωσίας, το οποίο «παραχώρησε» αντικανονικώς Αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας το 1949, όταν εκκλησιαστικά το θέμα θεωρείτο λήξαν.

Η αντικανονική πράξη του 1949 συμπλήρωσε σειρά αντικανονικών πράξεων της δεκαετίας του ᾽40, αρχής γενομένης το 1945 με την αντικανονική υπαγωγή της Μητρόπολης Κιέβου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, μετά την ανακατάληψη της Ουκρανίας από τον Κόκκινο Στρατό. Το Πατριαρχείο Μόσχας μετά τα οδυνηρά γεγονότα του 1917 είχε απολέσει την εκκλησιαστική στιβαρότητα του παρελθόντος του, αφού και οι κορυφαίοι θεολόγοι του είχαν διαφύγει στη Δύση και η πνευματική και θεολογική ταυτότητα της ηγεσίας του ήταν αναντίστοιχη προς την ιστορία του.

Η ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) στο Άμστερνταμ το 1948 με την ενεργό συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αντιμετωπίστηκε με αντικανονικό (και απρεπή) τρόπο από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες που βρίσκονταν υπό την κατοχή του Κόκκινου Στρατού.

Η Σοβιετική κυβέρνηση επέβαλε αυθαίρετα κατά τη Διορθόδοξη Συνάντηση της Μόσχας (8-10 Ιουλίου 1948), για προφανείς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας του Σοβιετικού Καθεστώτος, όχι μόνο την απαγόρευση συμμετοχής των συγκεκριμένων Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε., αλλά και την αποκήρυξη ως πράξεως προδοσίας της Ορθοδοξίας οποιασδήποτε ορθοδόξου συμμετοχής στην Οικουμενική κίνηση.

Βεβαίως, οι αποφάσεις αυτές απορρίφθηκαν ως αντικανονικές από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ οι ίδιες Ορθόδοξες Εκκλησίες μετά από αίτημά τους συμμετείχαν στις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης του Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί (1961) ως τακτικά μέλη, θεραπεύοντας την αντικανονική πράξη του 1948. Αυτή δεν θα είναι η πρώτη φορά που το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιμετώπισε με όρους εκκλησιαστικής οικονομίας ενέργειες και πράξεις τοπικών Εκκλησιών, που στρέφονταν εναντίον της κανονικής τάξης και της ενότητας των ανά τον κόσμο Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών.

Η συμμετοχή εκπροσώπων των υπό το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τόσο στην Οικουμενική Κίνηση, όσο και στις Διορθόδοξες Συναντήσεις, ήταν ευκαιρίες εξόδου των ίδιων από τον «σοσιαλιστικό αναπνευστήρα». Μάλιστα αντιμετωπίζονταν από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες με την ίδια κατανόηση και αδελφική αγάπη προς εμπερίστατους και διωκόμενους αδελφούς, των οποίων η παρουσία είχε διακοσμητικό και μάλλον τουριστικό χαρακτήρα.

Ταυτόχρονα δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις καχυποψίας, όταν εκπρόσωποι από αυτές τις εκκλησίες δεν αξιολογούνταν μόνο ως αρεστοί των καθεστώτων, αλλά περισσότερο ως «υπηρέτες». Το παράδειγμα του Καθηγητή της Λειτουργικής στη Θεολογική Σχολή της Σόφιας, που κατέδιδε τους φιλακόλουθους φοιτητές στο κομουνιστικό καθεστώς ως εχθρούς του κομουνισμού θα στοιχειώνει για πάντα αυτήν την περίοδο.

Η νέα πραγματικότητα που γέννησε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν ακόμη δυσκολότερη για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Η περίπτωση της Ουκρανίας αποτελεί εξαρχής ένα τέτοιο παράδειγμα.

Η σύγκρουση φιλοδυτικών και φιλορωσικών πολιτικών δυνάμεων δεν άφησε ανεπηρέαστα τα εκκλησιαστικά πράγματα, αφού η εκκλησιαστική ταυτότητα προσδιόριζε και την «ρωσικότητα» ή την «ουκρανικότητα» των πολιτών. Η κατάσταση χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο και στα εκκλησιαστικά μετά τις 22 Φεβρουαρίου 2014, όταν απομακρύνθηκε ο φιλορώσος πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανούκοβιτς, και ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Κριμαία και σε άλλες αμφισβητούμενες κυρίως ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας.

Είναι γεγονός ότι η Κριμαία ουδέποτε υπήρξε Ουκρανικό έδαφος, αφού κατά την περίοδο της «Μικράς Ρωσίας» του Κιέβου ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ στην σύγχρονη περίοδο ανήκε στη Ρωσία. Η μεταβίβαση της Κριμαίας στην Ουκρανική επικράτεια από την Ρωσική, πραγματοποιήθηκε μόλις το 1954 από τη Σοβιετική κυβέρνηση.

Πέραν του γεγονότος ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε με τρεις Ιεραρχίες στην Ουκρανική Επικράτεια, ιεράρχες της ρωσόφιλης Ιεραρχίας δεν μπορούσαν να εισέλθουν στην Ουκρανία, ως persona non grata. Άλλωστε η ρωσόφιλη ιεραρχία είχε προχωρήσει σε εκτεταμένες χειροτονίες επισκόπων που δεν ανταποκρίνονταν στις ποιμαντικές της ανάγκες, συγκροτώντας ένα ευμεγέθες σώμα. Η διαρκής εμπλοκή από την Εκκλησία της Ρωσίας στη διαδικασία και στις προσπάθειες επίλυσης του εκκλησιαστικού ζητήματος από τη δεκαετία του ᾽90, είχε οδηγήσει τελικά την κατάσταση σε αδιέξοδο.

Παράλληλα η προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχε εντατικοποιηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά το ζήτημα της Ουκρανίας απασχόλησε ιδιαίτερα τον πρώτο θρόνο, μετά από συνεχής εκκλήσεις της Ουκρανικής Πολιτείας, και την μετάβαση εκκλησιαστικών αποστολών στη χώρα.

Είναι γεγονός ότι το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας συνδέθηκε με το ζήτημα των ταυτοτήτων, και αυτό ενδιέφερε όλες τις πλευρές. Είναι επίσης, γεγονός ότι η ταύτιση με την μία ή με την άλλη ιεραρχία υποδήλωνε την εθνική ταυτότητα, αφού η συμμετοχή ή μη σε κάποια κοινότητα προσδιορίζει και αυτήν την ταυτότητα.

Το ζήτημα για την Ρωσία είναι κατεξοχήν πολιτικό, επειδή στην προβαλλόμενη εθνική ταυτότητα η Ουκρανία αποτελεί μέρος της Ρωσικής οικογένειας και εθνότητας. Η αναγνώριση μιας Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας θεωρείται ότι θα σημάνει το τέλος ακόμη και μιας υποβόσκουσας ρωσικής ταυτότητας στο Κίεβο.

Αυτό εκλαμβάνεται ως πλήγμα στον ρωσικό πατριωτισμό όπως εκφράστηκε στα χρόνια της πολιτικής αναγέννησης της Ρωσίας με τη διακυβέρνηση Πούτιν. Αλλά ακόμη και εάν αφετηριακά αυτή η προσέγγιση δεν είναι εσφαλμένη, αφού το Κίεβο είναι η μήτρα του Ρωσικού Έθνους, στον σύγχρονο κόσμο οι ταυτότητες οικοδομούνται και διατηρούνται διαφορετικά.

Αυτός ήταν και ο λόγος η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας έθετε συνεχώς εμπόδια στην ολοκλήρωση της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού πίστευε, ορθώς, ότι η σύγκληση και η επιτυχής ολοκλήρωση της θα σήμαινε και την τελική φάση για την ολοκλήρωση της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας.

Τελικά η απόφαση την τελευταία στιγμή μη συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας στις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας το καλοκαίρι του 2016, έβλαψε τους εμπνευστές της. Η πραγματοποίηση της Συνόδου διέσωσε την Ορθοδοξία από την μετατροπή της σε ένα σύνολο «ομόσπονδων εκκλησιών», θεωρία εκκλησιολογικά αβάσιμη, αναδεικνύοντας την ενότητα του σώματος με την κεφαλή του!

Κανονικά την επομένη της Μεγάλης Συνόδου, η Ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας θα έπρεπε να καλέσει τους υπευθύνους αυτής της πλήρους αποτυχίας να απολογηθούν, να τους αποδώσει ευθύνες και να τους απομακρύνει από θέσεις που δεν θα έπρεπε να κατέχουν όπως αποδείχθηκε!

Πέραν αυτών η Ρωσική Πολιτεία, η οποία ενεργά με τη διπλωματία της υπηρέτησε τις απόψεις και τις θέσεις αυτές, θα έπρεπε να έχει αναζητήσει απαντήσεις, όχι από αυτούς που οδήγησαν στο φιάσκο, αλλά από αυτούς που διέσωσαν τα πράγματα. Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, τα υπεύθυνα πολιτικά πρόσωπα της Ρωσίας έδειξαν σαν να υπνώθηκαν.

Και αυτό είναι λογικό, γιατί σήμερα στη Ρωσία δεν υπάρχει ακόμη ώριμος θεολογικός λόγος, που να αφυπνίσει συνειδήσεις απέναντι σε «κομψευόμενους και ασχημονούντες μητροπολίτες». Και αυτό συμβαίνει όταν η Θεολογική Επιστήμη δεν καλλιεργείται εντός των Πανεπιστημίων, αλλά σε χώρους όπως το απαρχαιωμένο σύστημα των Ακαδημιών. Και το χειρότερο όλων είναι, ότι ο Ρωσικός μοναχισμός δεν έχει αποδώσει ακόμη πνευματικούς καρπούς που να συνεπάρουν την κοινωνία. Έτσι, δεν ακούστηκαν ώριμες φωνές, λόγος ελεύθερος, αλλά μόνο άναρθρος λόγος «θεολογικών μειρακίων».

Και αυτό το φαινόμενο επαναβεβαιώνεται τώρα στην πορεία επίλυσης του Ουκρανικού ζητήματος, που με μεγάλη σύνεση υπηρετεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, απαξιώνοντας ταυτόχρονα τις αντικανονικές ενέργειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας στην Αμερική. Αντιθέτως η Ρωσική πλευρά περιήλθε σε πράξεις ασυνήθους εκκλησιαστικής ανευθυνότητας, που την οδηγούν από το φιάσκο του 2016 στην τραγωδία του 2019! Η μεγάλη ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη ήταν η Ενωτική Σύνοδος του Κιέβου της 15ης Δεκεμβρίου 2018.

Εκεί ψηφίστηκε ο καταστατικός χάρτης της νέας Εκκλησίας και εξελέγη ο πρώτος της προκαθήμενος νέας Εκκλησίας. Εκεί θα έπρεπε η Ρωσική πλευρά να αποστείλει να συμμετάσχουν το σύνολο της ρωσόφιλης ιεραρχίας, και όχι να παρεμποδίσει όσους επιθυμούσαν να λάβουν μέρος.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας έκλεισε τα μάτια απέναντι στην πραγματικότητα και παρεμπόδισε τη συμμετοχή ιεραρχών στην Ενωτική Σύνοδο, για να επιβεβαιώσει την ιδεοληπτική της άρνηση των κανονικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συγκαλέσει Σύνοδο και να προεδρεύσει ο εκπρόσωπός του σε αυτήν. Η αντικανονική χρήση της Πατριαρχικής Πράξης του 1686 έβλαψε τους αρνητές της.

Η Μόσχα δεν θα έπρεπε να ξεχνά ότι δυο Αρχιμανδρίτες, που συγκροτούσαν την Εξαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου διέσωσαν την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Βρέστης (1596) και την Ρωσία ολόκληρη ως Έθνος και Κράτος. Η μόνη σώφρονα πράξη θα ήταν η συμμετοχή στην Ενωτική Σύνοδο του Κιέβου, ενώ τώρα απομένει μόνο η αποδοχή της αφού δεν έχει κανένα από τα παλαιά της μέσα για να την ανατρέψει.

Στις 6 Ιανουαρίου 2019 ο νέος Μητροπολίτης Κιέβου Επιφάνιος, ο πρώτος προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας θα παραλάβει από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο σε μια ιστορική στιγμή τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας. Μια νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία θα αρχίσει την ιστορική της πορεία που θα δικαιώσει ή όχι τις προσδοκίες των ανά την οικουμένη Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Άλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την πάγια αρχή εκκλησιαστικής διοίκησης, την οποία διατύπωσε με σαφήνεια ο εν αγίοις οικουμενικός πατριάρχης Φώτιος (858-867, 877-886) στην επιστολή του προς τον πάπα Ρώμης Νικόλαο Α´ (858-867) μετα την Πρωτοδευτέρα της Κωνσταντινουπόλεως (861), ἐπεὶ δὲ τὰ ἐκκλησιαστικά, καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν (PG 102, 613C-D).

Και πάντα πρέπει να θυμάται η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας ότι η αγάπη της Μητρός Εκκλησίας είναι αδιάλειπτη!

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*O Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι Επ. Καθηγητής Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών